Skip to main content

Η ενεργειακή φτώχεια πλήττει φέτος περισσότερο από ποτέ τα νοικοκυριά της Βόρειας Ελλάδας

Τα επιδόματα δεν χρυσώνουν το χάπι. Απαιτούνται παρεμβάσεις και προσαρμογή της Πολιτείας κι όχι των πολιτών. Αλλιώς η τσέπη θα μιλήσει στην κάλπη.

Σε μια περίοδο που οι χειμερινές συνθήκες ενέσκηψαν νωρίτερα από το αναμενόμενο, το ζήτημα της ενεργειακής φτώχειας έρχεται εμφατικά να υπενθυμίσει ότι η καθημερινότητα και η τσέπη των πολιτών είναι ο καθοριστικός παράγοντας για την πορεία των κυβερνήσεων.

Η πάγια συνήθεια να στρώνουμε χαλιά μετά του Αγίου Δημητρίου, φέτος ήρθε μισό μήνα νωρίτερα. Η συνήθεια αυτή σηματοδοτεί την έλευση του χειμώνα και του κρύου. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει αν οι χειμερινές θερμοκρασίες ήρθαν από τώρα για να μείνουν, όμως σίγουρα η επίσπευσή τους, στη συγκυρία με τα αυξημένα κόστη στις καύσιμες ύλες και στο ρεύμα, συνιστά δοκιμασία για τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς.

Το θέμα της ενεργειακής φτώχειας απασχολεί την ΕΕ εδώ και αρκετά χρόνια. Η εξάρτηση από το πετρέλαιο, το ηλεκτρικό ρεύμα, το φυσικό αέριο και τα καυσόξυλα και οι εξαιρετικά αργοί ρυθμοί διάδοσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, δημιούργησαν ένα εκρηκτικό κοκτέιλ τόσο για τη θέρμανση των νοικοκυριών, όσο και για την κίνηση των οχημάτων, αλλά και το παραγωγικό κόστος γενικότερα.

Ναι αλλά αυτή είναι η ζωή μας. Και οι κυβερνήσεις, που φαίνεται να αδιαφόρησαν ή να ολιγώρησαν απέναντι στο ζήτημα, τώρα έρχονται πια αντιμέτωπες με την αβελτηρία τους, με τη διαχρονική τους ανεπάρκεια.

Οι επιδοματικές πολιτικές είναι καταδικασμένες να αποτύχουν. Είναι καλές ελαφρύνοντας κατά ένα μικρό ποσοστό το βάρος που επωμίζονται κάποιοι από τους πολίτες. Είναι ευκταίες και δείχνουν το ενδιαφέρον των κυβερνήσεων για τους πιο ευάλωτους οικονομικά, όμως δεν παύουν να είναι ασπιρίνη, που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει με επάρκεια ούτε έναν επίμονο πονοκέφαλο.

Οι πολιτικές που θα οδηγούσαν στη δημιουργία ενός πραγματικά ανταγωνιστικού περιβάλλοντος στην ενέργεια είναι κατά κανόνα απούσες, επιβάλλονται από το ενεργειακό ολιγοπώλιο ή στην καλύτερη περίπτωση είναι αποσπασματικές και αποκομμένες από έναν σοβαρό στόχο.

Η ΕΕ που αποδείχτηκε και σ' αυτό το θέμα ανεπαρκής, αντιλήφθηκε αργά το εκρηκτικό μείγμα, που απειλεί ακόμη και τη συνοχή της και εδώ και λίγα χρόνια ζητάει από τις κυβερνήσεις όχι απλώς να τρέξουν, αλλά να κάνουν τεράστια άλματα για να περιορίσουν τις επιπτώσεις των διαχρονικών καθυστερήσεων.

Μόνον λίγοι που προνόησαν έχουν τη δυνατότητα σήμερα να προχωρήσουν τους φιλόδοξους ευρωπαϊκούς στόχους. Οι υπόλοιποι για να το κάνουν θα πρέπει να περάσουν από τη μια μέρα στην άλλη από τον τηλέγραφο στο iPhone. Διαδικασία που δεν μπορεί να εξελιχθεί χωρίς προβλήματα.

Στη χώρα μας η ενεργειακή φτώχεια, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, είναι εξαιρετικά μεγάλη. Ωστόσο, στην πολιτική ατζέντα η αναφορά της σχεδόν απουσιάζει. Και μπορεί να έβαλε η κυβέρνηση έναν υπερφιλόδοξο στόχο απαλλαγής από τον λιγνίτη, όμως αφενός είναι άδηλο εάν μπορεί να τον πετύχει «αναίμακτα», αφετέρου η απαλλαγή από το λιγνίτη έχει περιβαλλοντικά οφέλη, δεν έχει όμως τα αναμενόμενα οικονομικά. Σε κάθε περίπτωση και πάλι για πολλά χρόνια η χώρα στα ορυκτά καύσιμα έχει επενδύσει το ενεργειακό μέλλον της κι όχι στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Δηλαδή και να απαλλαχτούμε από τον λιγνίτη θα εξαρτόμαστε από το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο. Βλέπετε ακόμη και στις ΑΠΕ ως κοινωνία αδυνατούμε να συνεννοηθούμε και να εκμεταλλευτούμε αυτά που μας χαρίζει απλόχερα η φύση, χωρίς να την καταστρέφουμε. Θυμίζω ότι το αιολικό δυναμικό του Κιλκίς για παράδειγμα, που είναι ικανό να καλύψει τις ανάγκες σε ενέργεια της μισής κεντρικής Μακεδονίας ή όλου του πολεοδομικού συγκροτήματος Θεσσαλονίκης, έχει καταγραφεί και αναγνωριστεί εδώ και πολλά χρόνια, όμως μείναμε στην αναγνώριση...

Μπαίνοντας σε λογικές χρηματιστηρίου η κυβέρνηση (όχι μόνο η ελληνική και πολλές άλλες) μπαίνει στον πειρασμό ενός τζόγου, με πολλά ρίσκα. Προβλέψεις ότι τον Απρίλιο του 2022 θα υπάρξει μείωση των τιμών στα καύσιμα, αποτελούν εκτιμήσεις πιθανώς όχι αυθαίρετες, αλλά με υψηλό ρίσκο. Από την άλλη τέτοιες λογικές αναδεικνύουν τη γύμνια σε επίπεδο στοχοπροσηλωμένης πολιτικής.

Θα μπορούσαν στη σημερινή κυβέρνηση να έχουν ακούσει όλα αυτά τα χρόνια και να ενσωματώσουν στις πολιτικές τους ένα από τα λίγα στελέχη τους που έχει ασχοληθεί σοβαρά με ζητήματα ενεργειακής φτώχειας, την ευρωβουλευτή, Μαρία Σπυράκη. Η κ. Σπυράκη έχει εδώ και πολλά χρόνια στην ατζέντα της το συγκεκριμένο ζήτημα, βλέποντας πως συνιστά μια από τις πιο μεγάλες απειλές για της ευρωπαϊκές κοινωνίες (και σίγουρα για την ελληνική), που στην πλειονότητά τους δεν έχουν παραγωγική σχέση με τα ενεργειακά προϊόντα, αλλά πρωτίστως καταναλωτική.

Στην Ελλάδα η τιμή της βενζίνης είναι σταθερά από τις υψηλότερες στην Ευρώπη, η τιμή του πετρελαίου θέρμανσης φέτος έχει εκτοξευτεί σε δυσθεώρητα ύψη ενώ ήδη εδώ και χρόνια ήταν υψηλή και δυσβάσταχτη για τα νοικοκυριά. Ήταν άλλωστε και η αιτία της στροφής στο φυσικό αέριο, μόνο που κι εκεί οι μονοπωλιακές ή ολιγοπωλιακές συνθήκες της αγοράς και η εξάρτηση από συγκεκριμένες χώρες – παραγωγούς εκτόξευσε φέτος στα ύψη την τιμή. Το ρεύμα, η παραγωγή του οποίου στην Ελλάδα εξαρτήθηκε από τον εγχώριας παραγωγής λιγνίτη, είχε τιμή σε λογικά επίπεδα και με την είσοδο των ιδιωτών και τη δημιουργία ενός σχετικού ανταγωνισμού κρατήθηκε σε καλά επίπεδα. Πλέον όμως κι αυτό εξαρτάται από το φυσικό αέριο και θα εξαρτάται μεσοπρόθεσμα ακόμη περισσότερο από αυτό, μέχρι τουλάχιστον να αποκτήσουμε μια σοβαρού μεγέθους παραγωγή από τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Έτσι φέτος και η τιμή του ρεύματος... απογειώθηκε, χωρίς ως χώρα να μπορούμε να κάνουμε κάτι για να την περιορίσουμε αποφασιστικά. Τα δε καυσόξυλα ακολούθησαν φέτος σε τιμή όλα τα υπόλοιπα καύσιμα, αφού και εκεί δεν υπάρχει καμιά πρόθεση παρέμβασης για τη διατήρηση χαμηλότερων τιμών, έστω και σε επίπεδο συμφωνίας κυρίων ή με κίνητρα προσωρινά για να περάσει κι αυτή η κρίση.

Συνεπώς εάν ένα νοικοκυριό στη βόρεια Ελλάδα (γενικώς κι όχι μόνο στη Φλώρινα) υποχρεωθεί φέτος το χειμώνα να εξοικονομήσει επιπλέον χίλια ευρώ για καύσιμα μετακινήσεων κι άλλα τόσα για τη θέρμανσή του, με τους μισθούς και τα μεροκάματα καθηλωμένα επί πολλά χρόνια, δεν γνωρίζω τι υπερβάσεις πρέπει να κάνει για να το πετύχει. Φαντάζομαι ότι η όποια περικοπή θα γίνει από τη θέρμανση, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Στην αιτιολόγηση των ιδιωτικών επιχειρήσεων, αλλά και των κρατικών που δραστηριοποιούνται στον τομέα της ενέργειας, εκτός της αύξησης των διεθνών τιμών (στη σημερινή συγκυρία έχει νόημα, τις περισσότερες φορές συνιστά αποπροσανατολισμό), περίοπτη θέση έχει και η υπερφορολόγηση, τα υψηλά κόστη με τα οποία φορτώνει την τιμή καταναλωτή η Πολιτεία. Αντί λοιπόν να σφιχτούν μέχρι ανακοπής τα νοικοκυριά δεν θα μπορούσε η κυβέρνηση να εξετάσει μια γενναία, έστω πρόσκαιρη, μείωση των επιβαρύνσεών της στις τελικές τιμές;

Τα επιδόματα δίνουν ψήφους, όταν όμως είναι αποτελεσματικά. Σε άλλη περίπτωση αντιμετωπίζονται με επιφυλακτικότητα, για να μην το θέσω άκομψα. Εξάλλου, αυτοί που θέλουν να αποκαταστήσουν τη λεγόμενη μεσαία τάξη, καλό είναι να αρχίσουν να σκέφτονται λίγο παραπάνω τους μικρομεσαίους, που συνεχίζουν οικονομικά στην ίδια πορεία την οποία χάραξαν άλλοι γι' αυτούς εδώ και περισσότερα από δέκα χρόνια. Αντί να βελτιώνεται η οικονομική τους κατάσταση επιδεινώνεται. Και συνεπώς αντί να ανοίγει ένα παράθυρο προς την ευημερία, γλιστρούν κι αυτοί στη φτωχοποίηση. Και η τσέπη των πολιτών είναι αυτή που στέλνει τα ηχηρά μηνύματα στις κάλπες.