Skip to main content

Η εσωτερική αγορά αξιόπιστη διέξοδος για τον τουρισμό της Θεσσαλονίκης

Η μυθολογία που ακολουθεί –όταν δεν σκεπάζει- τη Θεσσαλονίκη είναι ισχυρή. Εκείνο που λείπει είναι η υπενθύμιση, η σημαία...

Η τουριστική χρονιά στην ουσία ολοκληρώθηκε για τη χώρα μας. Τα αποτελέσματα είναι πενιχρά, πολύ κατώτερα από τις αρχικές εκτιμήσεις. Τα έσοδα υπολογίζονται στα 3,5 – 4 δισ. ευρώ, έναντι 18,5 δισ. ευρώ το 2019. Για τη Χαλκιδική η σεζόν έληξε ακόμη πιο άδοξα, μετά τα περιοριστικά μέτρα που έλαβε η πολιτεία λίγο πριν από τον Δεκαπενταύγουστο, λόγω της έξαρσης του κορωνοϊού, εξέλιξη για την οποία ακόμη οι τουριστικοί, επιχειρηματικοί και αυτοδιοικητικοί εκπρόσωποι της περιοχής αναμένουν εξηγήσεις.

Με αυτά τα δεδομένα –και όσο αναλύονται οι επιπτώσεις της πανδημίας όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε όλο τον κόσμο- το 2021 χαρακτηρίζεται από τους αρμόδιους για τον τουρισμό, αλλά και τους επαγγελματίες του κλάδου, ως χρονιά επιβίωσης. Όπως έγινε απολύτως σαφές χθες, στη διάρκεια του πάνελ για τον «Τουρισμό στις νέες συνθήκες» που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του Thessaloniki Helexpo Forum, σε αυτή τη φάση το βασικό μέλημα της χώρας είναι να διατηρήσει στην επικαιρότητα το brand name της ως τουριστικός προορισμός. Όχι μόνο την Ελλάδα, αλλά και τους τόπους της. Ιδιαίτερα στις λιγότερο καταξιωμένες περιοχές, όπως είναι οι περισσότερες του βορειοελλαδικού τόξου, κάτι τέτοιο μόνο αυτονόητο δεν μπορεί να θεωρείται. Διότι του χρόνου οι οικονομικές επιπτώσεις στο εισόδημα των πολιτών της Ευρώπης και άλλων περιοχών του πλανήτη που τροφοδοτούν με πελατεία τον ελληνικό τουρισμό θα είναι χειροπιαστές. Ο χειμώνας που έρχεται αναμένεται οικονομικά πολύ δύσκολος για τις κοινωνίες του πλανήτη, κάτι που συνήθως έχει αποτέλεσμα τη συντηρητική συμπεριφορά των καταναλωτών. Αλλά και η τραυματισμένη τουριστική βιομηχανία, όπως και τα συστήματα μεταφορών, είναι αμφίβολο εάν θα μπορούν να πετύχουν τις επιδόσεις του 2019, ακόμη και αν υπάρχει ανάλογη ζήτηση. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις συζητήσεις που κάνουν οι τουριστικοί παράγοντες με τους εκπροσώπους των αεροπορικών εταιρειών βγαίνει το συμπέρασμα ότι το 2021 θα υπάρχουν διαθέσιμες για προορισμούς στην Ελλάδα περί το 60% των αεροπορικών θέσεων, σε σύγκριση με το 2019. Μια λεπτομερέστερη ανάλυση των προορισμών πιθανόν να καταλήξει και ακόμη πιο απογοητευτικές προοπτικές για ορισμένες «άγονες» γραμμές. Ακόμη και αν αυτό το ποσοστό ξεπεραστεί –εάν για παράδειγμα φτάσει στο 70%- το συμπέρασμα είναι ότι ο ελληνικός τουρισμός θα δώσει μάχη επιβίωσης. Εάν όλα πάνε καλά από υγειονομικής απόψεως το 2022 και το 2023 θα είναι χρονιές που η οικονομία και ο τουρισμός θα μπορούν να κοιτάξουν ψηλότερα, έχοντας ως σημείο αναφοράς τα ρεκόρ του 2019.

Το κακό με τις οικονομικές κρίσεις είναι ότι ο χρόνος που καταγράφονται οι ζημίες είναι πολύ μικρότερος από το χρόνο που χρειάζεται για να επουλωθούν τα «τραύματα». Το ακόμη χειρότερο είναι ότι η συνειδητοποίηση της κατάστασης παίρνει καιρό, αφού τα αντανακλαστικά των ανθρώπων δεν είναι εκπαιδευμένα. Το ζήσαμε αυτό στην Ελλάδα μετά το 2010. Στην αρχή ακόμη και οι πιο εξοικειωμένοι με τα ζητήματα της οικονομίας και των αγορών θεωρούσαν ότι το πρόβλημα θα ξεπεραστεί σε δύο, το πολύ τρία χρόνια. Χρειάστηκε να περάσουν οκτώ χρόνια και να συντρέξουν οι απαραίτητες πολιτικές συνθήκες για να συνειδητοποιήσουν οι περισσότεροι –και πάλι όχι όλοι- ότι η αναφορά στο 2009 είναι μάταιη. Ότι η ελληνική κρίση δημιούργησε μια νέα πραγματικότητα σχεδόν στα πάντα, από το χαμηλό ύψος της οποίας οφείλουμε, πλέον, να βλέπουμε τον ορίζοντα. Τώρα η εικόνα δεν είναι ίδια, αλλά τα αποτελέσματα καταγράφονται εξόχως δραματικά. Διότι –με απλά λόγια- στο 25% της απώλειας Εθνικού Εισοδήματος της δεκαετίας του 2010 έρχεται να προστεθεί μία ακόμη απώλεια της τάξεως του 10% το 2020.

Ειδικά για τον τουρισμό της Θεσσαλονίκης τα πράγματα δεν θα είναι εύκολα. Η πόλη μόλις τα τελευταία χρόνια έχει πάρει τουριστική ανάσα, με την έντονη παρουσία Τούρκων και Ισραηλινών και την επανάκαμψη των Βαλκάνιων. Οι περιοχές αυτές, για διαφορετικούς μεταξύ τους λόγους, το 2021 και ίσως και τα επόμενα χρόνια, δεν θα μπορούν να τροφοδοτήσουν την αγορά. Οι λύσεις πρέπει να αναζητηθούν αλλού. Στην Κεντρική και Δυτική Ευρώπη, όπου, όμως, ο ανταγωνισμός των πόλεων city break –δηλαδή των προορισμών σαββατοκύριακου ή τριήμερου- είναι μεγάλος. Δεύτερη και πιο ρεαλιστική δεξαμενή είναι η εσωτερική αγορά. Διότι όπως δυσκολεύονται ή αποφεύγουν να ταξιδέψουν εκτός των συνόρων οι πολίτες άλλων χωρών το ίδιο ισχύει και για τους Έλληνες.

Η Θεσσαλονίκη –και κατ’ επέκτασιν η Χαλκιδική το καλοκαίρι- εξακολουθούν να διατηρούν την αίγλη τους ως προορισμοί στο εσωτερικό της χώρας. Η μυθολογία που ακολουθεί –όταν δεν σκεπάζει- τη Θεσσαλονίκη είναι ισχυρή. Εκείνο που λείπει είναι η υπενθύμιση, η σημαία. Όπως συμβαίνει με πολλές περιοχές της χώρας η προβολή στην υπόλοιπη Ελλάδα θεωρείται κάτι περιττό, εάν όχι σπάταλο, ενώ δεν είναι. Προφανώς οι κάτοικοι της Αθήνας γνωρίζουν τη Θεσσαλονίκη, το όνομά της και το πού πέφτει. Εκείνο που έχει χρόνια να τους πει κάποιος είναι ότι μπορούν εύκολα να την επισκεφθούν για δύο ή τρεις μέρες, τις γιορτές και τις αργίες. Ότι δεν είναι μία πόλη μόνο για φοιτητές και εμπορικούς αντιπροσώπους, οι οποίοι, άλλωστε, τείνουν να εκλείψουν. Ότι προσφέρει χαλάρωση, αγορά, καλό φαγητό, βόλτες, ωραία τοπία και ιστορικά μνημεία.

Τι άλλο ζητάει, δηλαδή, κάποιος που αποφασίζει μια ολιγοήμερη απόδραση το φθινόπωρο, το χειμώνα και την άνοιξη; Το ίδιο ισχύει για την Κρήτη, την Πελοπόννησο και κάθε σημείο της χώρας, που συναντάει τη Θεσσαλονίκη στις ειδήσεις. Τη βλέπει στην τηλεόραση ως φόντο πολιτικών γεγονότων. Τη θυμάται μέσα από τα πλάνα των ταινιών του ασπρόμαυρου κινηματογράφου, που γυρίστηκαν στην πόλη τη δεκαετία του 1960, συνήθως όταν οι θίασοι των πρωταγωνιστών τους έπαιζαν στα θέατρα της. Και τη νοσταλγεί –ακόμη και αν τυχόν δεν έχει έρθει ποτέ- ακούγοντας τα πολλά τραγούδια που είναι αφιερωμένα στη χάρη της και στους ανθρώπους της. Εννοείται ότι η απόφαση να προβληθεί η Θεσσαλονίκη στην υπόλοιπη Ελλάδα απαιτεί ειδικό σχέδιο, διότι οι Έλληνες είναι… Έλληνες και σε ότι αφορά τη χώρα τους προφανώς δεν παραμυθιάζονται τόσο εύκολα. Μόνο που τίποτα μετά από μία τόσο μεγάλη κρίση –πολύ περισσότερο από δύο διαδοχικές οικονομικές καταστροφές- δεν είναι εύκολο. Το αντίθετο, είναι πολύ δύσκολο. Είναι ηρωικό…