Skip to main content

Οι Εβραίοι, οι μικρασιάτες, τα μουσεία, 11 τραγούδια και η Θεσσαλονίκη

Ένα μουσείο για τον Μικρασιατικό Ελληνισμό, τα επιτεύγματα και τις ιστορικές του περιπέτειες λείπει και θα έπρεπε να είχε υλοποιηθεί δεκαετίες πριν...

Η Θεσσαλονίκη έχει εβραϊκό παρελθόν και μέχρις ενός σημείου εβραϊκή ταυτότητα. Επομένως η κατασκευή μουσείου Ολοκαυτώματος στην πόλη είναι απολύτως δικαιολογημένη. Ευθυγραμμισμένη με τα ιστορικά δεδομένα, αφού την περίοδο της γερμανικής κατοχής οι Ναζί εξολόθρευσαν την συντριπτική πλειοψηφία των Εβραίων που ζούσαν στη Θεσσαλονίκη. Ορισμένοι μόνο σώθηκαν από τύχη. Κάποιοι άλλοι τη γλίτωσαν «μεταναστεύοντας» στην Αθήνα, όπου τους έκρυψαν φίλοι και γνωστοί –σε αυτή την κατηγορία συμπεριλαμβάνεται η οικογένεια της σπουδαίας τραγουδίστριας του ρεμπέτικου Στέλλας Χασκίλ. Πολύ λίγοι άντεξαν τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως –τα Άουσβιτς, τα Μαουτχάουζεν, τα Νταχάου- και επέστρεψαν. Η πόλη δεν πρέπει να ξεχάσει. Και η τοπική κοινωνία –όπου χρειάζεται- να ζητήσει συγνώμη.  

Η Θεσσαλονίκη έχει, επίσης, ξεχωριστή θέση στην ιστορία των προσφύγων της Μικρασιατικής καταστροφής, αφού για πολλούς ξεριζωμένους του 1922 έγινε η δεύτερη πατρίδα τους. Κοινή είναι, πλέον, η πεποίθηση ότι οι άνθρωποι που ήρθαν στην Ελλάδα διωγμένοι και καταδιοκώμενοι από τη Σμύρνη, το Ικόνιο, το Αϊβαλί, αλλά και την Κωνσταντινούπολη και τον Πόντο στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα συνέβαλαν τα μέγιστα στην ουσιαστική πρόοδο της χώρας. Ειδικά της Βορείου Ελλάδος και ειδικότερα της Θεσσαλονίκης. Επομένως ένα μουσείο για τον Μικρασιατικό Ελληνισμό, τα επιτεύγματα και τις ιστορικές του περιπέτειες, λείπει. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξήγγειλε την κατασκευή ενός μουσείου με αυτά τα χαρακτηριστικά, μαζί με άλλα δύο μουσεία στο πρώην στρατόπεδο Παύλου Μελά, αλλά οι γνωρίζοντες εκ των έσω θεωρούν ότι η εξαγγελία βρίσκεται στον αέρα. Ούτε καν η τύχη του πρώην στρατοπέδου έχει οριστικοποιηθεί, ούτε χρονοδιαγράμματα για τα τρία μουσεία υπάρχουν, ούτε φυσικά οι χρηματοδοτήσεις είναι διασφαλισμένες. Πρόκειται για εξαγγελία που αφορά το άδηλο μέλλον. Μόνο που το «Μουσείο μικρασιατικού ελληνισμού» είναι έργο που θα έπρεπε να έχει υλοποιηθεί δεκαετίες πριν. Κανονικά έπεται του του αρχαιολογικού μουσείου, του βυζαντινού μουσείου, και του μουσείου μακεδονικού Αγώνα, που υπάρχουν και λειτουργούν, αλλά θα έπρεπε να προηγηθεί κάθε άλλης ανάλογης υποδομής. Ο κινηματογράφος, η φωτογραφία, η λαογραφία και τα σχετικά όφειλαν να υποκλιθούν στους Μικρασιάτες που παρά την ταλαιπωρία τους ανέδειξαν κοινωνικές αξίες κι έδωσαν πολιτιστική ταυτότητα στην περιοχή.

Η αλήθεια είναι στο κομμάτι των προτεραιοτήτων η Ελλάδα δεν τα πήγε ποτέ ιδιαιτέρως καλά, αφού οι αποφάσεις λαμβάνονται συνήθως στο πόδι, με βάση συγκυριακούς συσχετισμούς. Ο σχεδιασμός και ο προγραμματισμός είναι κάτι δύσκολο σε αυτή τη χώρα, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για αποφάσεις του δημοσίου, που απαιτούν χρήματα. Και το Μουσείο Ολοκαυτώματος θα γίνει διότι κάποιοι ενήργησαν με εξυπνάδα. Το σχεδίασαν, πήραν με το μέρος τους τις τοπικές αρχές προεξάρχοντος του προηγούμενου δημάρχου Γ. Μπουτάρη, κατάφεραν να αποσπάσουν χρηματοδότηση από το γερμανικό κράτος και το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, ώστε τελικά να σύρουν και το ελληνικό κράτος να συμπληρώσει όσα χρήματα έλειπαν. Ενώ για την Μικρασιατική τραγωδία δεν θα πληρώσει ούτε το τουρκικό κράτος που την προκάλεσε, ούτε κάποιο από τα ιδρύματα των ευεργετών, τα οποία άλλωστε δεν μπορούν να χρηματοδοτήσουν κάποιο 100% δημόσιο έργο. Κι ένα μουσείο προς τιμήν του μικρασιατικού ελληνισμού δεν θα μπορούσε παρά να είναι ένα μεγάλο δημόσιο μουσείο.

Η Θεσσαλονίκη, στους 23 και κάτι αιώνες της ύπαρξης της, δεν έχει να υπερηφανευτεί για πολλά πράγματα. Διότι μπορεί να έχει δεκάδες μνημεία με τη σφραγίδα της Ουνέσκο και πολλές βυζαντινές εκκλησίες, αλλά οι δραστηριότητες των καθημερινών της ανθρώπων την κράτησαν πάντα στην αιχμή των εξελίξεων. Ήταν πάντοτε πολιτεία και δεν εξέπεσε ποτέ ούτε σε μεγάλο χωριό, ούτε σε κωμόπολη. Αυτήν την παράδοση οφείλει, λοιπόν, να αναδείξει κατ’ αρχήν προς τον εαυτό της, αφού οι κάτοικοι της πόλης δεν ξέρουν και πολλά για την ιστορία της. Πρόκειται για μια πολύ καλή διέξοδο στη διαδρομή για την κατοχύρωση σύγχρονης ταυτότητας, που να αντιπροσωπεύει τον 21ο αιώνα και να εκτείνεται πέρα από αυτόν. Το παρελθόν έχει μεγαλύτερη αξία στο βαθμό που επενεργεί στη διαμόρφωση του παρόντος και του μέλλοντος. Το στοίχημα της πόλης είναι να ξεφύγει από χαρακτηρισμούς που μπορεί να ισχύουν –όπως ο κατά Γιώργο Ιωάννου «Πρωτεύουσα των προσφύγων» και ο κατά Μαρκ Μαζάουερ «Πόλη των φαντασμάτων»-, αλλά υπογραμμίζουν αποσπασματικά συγκεκριμένες χρονικές και ιστορικές περιόδους. Χώρια που κάθε μια από αυτές τις ταμπέλες από μόνη της δεν οδηγεί στο επόμενο στάδιο. Το μέλλον της Θεσσαλονίκης για να έχει ενδιαφέρον υποχρεωτικά οφείλει να ενσωματώνει έννοιες όπως η οικονομική ανάπτυξη, ο ψηφιακός μετασχηματισμός, η εκπαιδευτική άνθιση και η ολική επαναφορά του κοσμοπολίτικου πνεύματος της τοπικής κοινωνίας.   

ΥΓ. Όπως έχει αποδειχθεί σε πολλές πόλεις του κόσμου –όχι μόνο στην Αθήνα, το Παρίσι, το Λονδίνο, το Κάϊρο και τη Νέα Υόρκη, που αποτελούν ξεχωριστές περιπτώσεις για διαφορετικούς μεταξύ τους αντικειμενικούς λόγους- τα καλά μουσεία αποτελούν πόλο έλξη επισκεπτών. Χωρίς αμφιβολία το Μουσείο Ολοκαυτώματος θα αυξήσει την ένταση του κύματος των Εβραίων που επισκέπτονται σήμερα τη Θεσσαλονίκη. Όπως κι ένα μεγάλο μουσείο για τον Μικρασιατικό ελληνισμό είναι βέβαιο ότι θα εξελιχθεί σε τοπόσημο και θα συγκεντρώσει το ενδιαφέρον πολλών Ελλήνων στα τέσσερα σημεία της χώρας και του ορίζοντα. Κυρίως, όμως, θα πιστοποιήσει ότι αυτή η χώρα, δηλαδή οι άνθρωποι που απαρτίζουν την κοινωνία της και διαχειρίζονται τις τύχες της είναι σε θέση να κοιτάξουν την πραγματικότητα κατάματα χωρίς φόβο και πάθος.

ΥΓ2. Το 2021 η Ελλάς θα τιμήσει τα 200 χρόνια του ξεσηκωμού κατά των Οθωμανών. Και πολύ καλά κάνει. Άριστα. Οργανώνεται, μάλιστα, γι’ αυτό, με επιτροπές, προέδρους, σήματα, ακαδημαϊκούς, τράπεζες. Το 2022 συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη Μικρασιατική καταστροφή, των χιλιάδων νεκρών και των εκατομμυρίων προσφύγων. Η ευκαιρία για την ανάδειξη του ζητήματος είναι εξαιρετική. Ας ευχηθούμε ότι θα γίνει κάτι. Διότι στα 50χρονα το 1972 –με τη χούντα στα… ντουζένια της- την παρτίδα έσωσαν τέσσερις λαϊκοί άνθρωποι που άκουσαν το ένστικτό τους και χωρίς κόμπλεξ έβαλαν την υπογραφή τους στα τραγούδια του δίσκου «Μικρά Ασία». Ο συνθέτης Απόστολος Καλδάρας, ο στιχουργός Πυθαγόρας και οι πολύ νέοι ερμηνευτές τότε Χάρις Αλεξίου και Γιώργος Νταλάρας. Κι ένα πέμπτος αφανής: ο ηθοποιός Γιάννης Φέρτης, η χαρακτηριστική φωνή του οποίου ακούγεται σε ένα τραγούδι, αλλά το όνομα του δε γράφτηκε ποτέ στο εξώφυλλο.