Skip to main content

Η φωταψία ως εμπορικό και πολιτικό μέγεθος στη Θεσσαλονίκη

Όταν τα φώτα χαμηλώνουν στην πλατεία Αγίου Μάρκου, στην Grand Place και στη Champs-Élysées, η συζήτηση για την Αριστοτέλους μοιάζει πολυτέλεια

Στις εκλογές οι λέξεις και οι εκφράσεις που σημαίνουν ή υπονοούν υποχώρηση μεγεθών είναι ανεπιθύμητες. Με εξαίρεση την ανεργία, κάτι που απλώς επιβεβαιώνει τον κανόνα, οτιδήποτε παραπέμπει σε περιορισμούς, περικοπές ή εξοικονόμηση αποκλείεται από τις προεκλογικές περιόδους και τις προεκλογικές εκστρατείες. Γενικότερα, οτιδήποτε θεωρείται ότι δήθεν θίγει κεκτημένα δικαιώματα ή υποβαθμίζει τον τρόπο ζωής (sic) δεν ταιριάζει στο προεκλογικό πνεύμα, το οποίο είθισται να έχει πάντα θετικό πρόσημο. Να είναι αισιόδοξο, με ενεργητικές προοπτικές και εσχάτως ολόφωτο. Ανάλογο είναι και το πνεύμα που διέπει την εμπορική δράση, που έχει ως «ιερό δισκοπότηρο» την αύξηση της κατανάλωσης, ποντάροντας στην ανεβασμένη διάθεση των πελατών – καταναλωτών. Και σε αυτή την περίπτωση η λέξη «εκπτώσεις» επιτρέπεται μόνο όταν αφορά τις τελικές τιμές.

Μόλις τους τελευταίους μήνες, όταν η ενεργειακή κρίση γιγαντώθηκε και έγινε αντιληπτό ότι θα διαρκέσει, αλλά και όταν οι λογαριασμοί του ηλεκτρικού ρεύματος εκτινάχθηκαν στον… Θεό, στον δημόσιο διάλογο μπήκε η έννοια της εξοικονόμησης, δηλαδή της οικονομίας στην κατανάλωση του ηλεκτρικού ρεύματος. Μέχρι να συμβεί αυτό τα πολιτικά πρόσωπα αρνούνταν να ψελλίσουν ότι είναι ανάγκη να κάνουμε οικονομία στην ηλεκτρική ενέργεια. Εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων -που και πάλι επιβεβαίωναν τον κανόνα- διαβεβαίωναν για την επάρκεια στην προμήθεια, υπογράμμιζαν ότι το κράτος θα καλύψει ένα μεγάλο μέρος των αυξήσεων των τιμολογίων, αλλά «ντρέπονταν» να συστήσουν στους πολίτες ότι πρέπει να ανάβουν στο σπίτι μόνο τα απαραίτητα φώτα ή στους δήμους να ξεχάσουν τα μεγαλεπήβολα χριστουγεννιάτικα σχέδια, μέσω των οποίων κάθε χωριό, κεφαλοχώρι, κωμόπολη ή πόλη της χώρας επιχειρεί τα τελευταία χρόνια να… κλέψει κάτι από τη λάμψη των μητροπόλεων του πλανήτη. Ο φόβος της παντός είδους και ύφους αντιπολίτευσης, η οποία χωρίς ενδοιασμούς μπορεί να καταγγείλει την δια του περιορισμού της χρήσης της ηλεκτρικής ενέργειας υποβάθμιση της καθημερινότητας και της ποιότητας της ζωής, έκλεινε τα στόματα των ανθρώπων που όφειλαν να μιλήσουν, επειδή (υποτίθεται ότι) εκπροσωπούν σοβαρούς διοικητικούς θεσμούς (υπουργεία, δήμους κ.λπ.). Τελικά η πραγματικότητα προσγείωσε τους πάντες, οι οποίοι, πλέον, μιλούν καθημερινά για εξοικονόμηση ενέργειας, ενώ η κυβέρνηση έφτασε στο σημείο να πριμοδοτεί οικονομικά όσα νοικοκυριά περιορίσουν την κατανάλωση και να απειλεί με διάφορα μέτρα τους δημοσίους φορείς που δεν θα επιτύχουν τους στόχους της εξοικονόμησης.

Το θέμα του φωτισμού απασχολεί έντονα τους δήμους της χώρας και φυσικά και τους δήμους που βρίσκονται στο πολεοδομικό συγκρότημα της Θεσσαλονίκης. Για δύο λόγους. Πρώτον, επειδή οι λογαριασμοί ρεύματος που καταφθάνουν από τις αρχές της χρονιάς είναι διαρκώς αυξημένοι και εξυπηρετούνται πολύ δύσκολα, όταν δεν μένουν απλήρωτοι. Δεύτερον, επειδή στον τελευταίο χρόνο της θητείας των δημάρχων, επομένως σε μια προεκλογική χρονιά, το να σβήσουν ή να χαμηλώσουν κάποια φώτα μπορεί να κάνει πολιτική ζημιά και να στοιχίσει σε ψήφους. Οι απόψεις διίστανται, αφού κάποιοι δήμαρχοι συμφωνούν χωρίς δεύτερη σκέψη να χαμηλώσει ο φωτισμός και να σβήσουν κάποια φώτα. Άλλοι, όμως, επικαλούνται ζητήματα ασφάλειας των πολιτών και αναζητούν άλλους τρόπους για να επιτύχουν την εξοικονόμηση, όπως είναι η αντικατάσταση των κλασικών λαμπτήρων με led νέας τεχνολογίας. Σε κάθε περίπτωση είναι σαφές ότι η φωταψία θεωρείται, πλέον, πολιτικό μέγεθος. Κάτι που θα κορυφωθεί όσο πλησιάζουμε στις γιορτές των Χριστουγέννων. Στο πνεύμα τού «δεν μπορούμε να μείνουμε πίσω» ήδη τα επιτελεία των δημοτικών διοικήσεων σε ολόκληρο το πολεοδομικό συγκρότημα Θεσσαλονίκης προσπαθούν να λύσουν έναν δύσκολο γρίφο. Να φωταγωγήσουν τον κάθε δήμο δημιουργώντας εορταστική ατμόσφαιρα, ώστε να βοηθήσουν την αγορά χωρίς να τινάξουν τη μπάνκα του λογαριασμού στον αέρα. Ήδη η Κεντρική Ένωση Δήμων Ελλάδος έχει διαρρεύσει ότι στην πράξη ο χριστουγεννιάτικος διάκοσμος, ο οποίος βασίζεται εν πολλοίς στον έντονο φωτισμό, δεν αντιπροσωπεύει παρά μόνο το 0,5% της ετήσιας κατανάλωσης.

Από την άλλη ο φωτισμός είναι συστατικό στοιχείο του σκηνικού της αγοράς. Οι έμποροι δεν φημίζονται για συμβιβασμούς στη δουλειά τους, που δεν είναι άλλη από το να πουλήσουν και να αυξήσουν τον τζίρο. Οι βιτρίνες και τα φώτα είναι βασικοί παράγοντες για την προσέλκυση πελατείας και τώρα θα φανεί αν υπάρχουν κοινωνικά αντανακλαστικά. Αν, δηλαδή, μικροί και μεγάλοι του εμπορίου -ή έστω κάποιοι από αυτούς- αυτοπεριοριστούν στο πεδίο της ηλεκτρικής ενέργειας. Διότι όλοι αντιλαμβάνονται την αντίθεση που θα υπάρξει εάν στα υποφωτισμένα πεζοδρόμια των εμπορικών δρόμων κυριαρχήσουν εντυπωσιακές στο επίπεδο του φωτισμού βιτρίνες. Ή αν οι μεγάλοι του εμπορίου αξιοποιήσουν και σε αυτή την περίπτωση την οικονομική τους αντοχή, για να εξουθενώσουν τους μικρότερους.

Η εικόνα που διαμορφώνεται δείχνει για άλλη μια φορά ότι η ελληνική κοινωνία είναι ανοικονόμητη και χωρίς όρια. Όλοι γνωρίζουμε πως «είναι καλύτερο για κάποιον να είναι νέος, πλούσιος και υγιής, παρά ηλικιωμένος, φτωχός και ασθενής», αλλά στη ζωή μετά βεβαιότητος τα χρόνια περνούν, τα πλούτη αφορούν λίγους, ενώ η υγεία φθείρεται με το πέρασμα του χρόνου. Αυτή τη στιγμή η Ευρώπη και μεγάλο μέρος του κόσμου προσπαθεί να διαχειριστεί μια ενεργειακή και ταυτόχρονα οικονομική κρίση, τη μεγαλύτερη των τελευταίων 60 – 70 ετών. Από αυτή τη συνθήκη δεν ξεφεύγει η Ελλάδα ούτε η Θεσσαλονίκη. Άρα δεν γίνεται να διαχειριστούμε ένα τόσο μεγάλο πρόβλημα, κάνοντας ότι δεν συμβαίνει τίποτα. Καλές οι νέες τεχνολογίες –εν προκειμένω τα led- στις οποίες οι φωτισμοί θα έπρεπε να προσαρμοστούν εδώ και 10-15 χρόνια, αλλά για τα υπάρξει άμεσο χειροπιαστό αποτέλεσμα είναι απαραίτητο να χαμηλώσουν κάποια φώτα. Να σβήσουν κάποια άλλα. Να σκοτεινιάσουν κάπως ορισμένα σημεία της πόλης. Διότι πέραν της οικονομίας πρέπει να δοθεί κι ένα σήμα στους πολίτες, οι οποίοι έχουν να διαχειριστούν τη χρήση της ηλεκτρικής ενέργειας στα σπίτια τους. Δεν γίνεται να τους ζητάμε να σβήνουν τα μη απαραίτητα φώτα, αλλά οι δημόσιοι και οι εμπορικοί φωτισμοί να παραμένουν αλώβητοι.

Όταν τα φώτα χαμηλώνουν και τελικά σβήνουν στην Grand Place των Βρυξελλών, στην πλατεία Αγίου Μάρκου στη Βενετία, στη λεωφόρο Champs-Élysées στο Παρίσι και σε πολλά άλλα διάσημα παγκόσμια τοπόσημα της Ευρώπης, η συζήτηση για την πλατεία Αριστοτέλους, την Τσιμισκή ή οποιαδήποτε κεντρική πλατεία ή εμπορικό δρόμο στο πολεοδομικό συγκρότημα της Θεσσαλονίκης και οπουδήποτε στη χώρα από τη Ρόδο μέχρι το Διδυμότειχο μοιάζει πολυτέλεια. Η κατάσταση είναι σοβαρή και όσοι δρουν στον δημόσιο χώρο οφείλουν να υπογραμμίσουν αυτή την κρισιμότητα μέσα από κινήσεις με ισχυρό συμβολισμό, αλλά και χειροπιαστό αποτέλεσμα. Έτσι ώστε συντεταγμένα η κοινωνία να διολισθήσει σε λιγότερες καταναλώσεις και φυσικά ηπιότερους φωτισμούς.