Skip to main content

Το 2020 κρίσιμη χρονιά για τις ιδιωτικοποιήσεις στη Θεσσαλονίκη

Στη Θεσσαλονίκη τα «φιλέτα» είναι πολλά και το μεγαλύτερο μέρος τους μπαίνει στη διαδικασία της μετάβασης σε ιδιώτες μέσα στον επόμενο χρόνο.

Η κυβέρνηση επέλεξε να πάει πίσω τις ιδιωτικοποιήσεις, προφανώς κερδίζοντας χρόνο για να χειριστεί τις όποιες αντιδράσεις, αφετέρου για να επανεξετάσει τους όρους με τους οποίους αυτές θα γίνουν.

Εκεί προκύπτει ζήτημα πολιτικής, διότι μπορεί οι ιδιωτικοποιήσεις να είναι στο DNA του φιλελεύθερου κόμματος της ΝΔ, όμως οι περισσότερες δρομολογήθηκαν από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, με τους «δικούς της» όρους.

Όσες συντελέστηκαν συντελέστηκαν. Μένουν όμως πολλές ακόμη και εμβληματικές, ειδικά στη Θεσσαλονίκη. Αν κάποιος εξετάσει την περιουσία που πέρασε σε ΤΑΙΠΕΔ και Υπερταμείο θα καταλάβει και το διακύβευμα και τα πολύ σημαντικά ποσά που παίζουν γύρω από αυτή τη διαδικασία της «αξιοποίησης» της περιουσίας του Δημοσίου. Ας μη γελιόμαστε, οι ιδιωτικοποιήσεις που δεν έγιναν ακόμη ή πήγαν πίσω, απλώς θα γίνουν. Όλες. Έχει επενδυθεί πολύ μεγάλο πολιτικό κεφάλαιο (όχι μόνο εγχώριο) σ' αυτό το στόχο για να πιστεύει κάποιος ότι κάποιες ιδιωτικοποιήσεις θα αποτραπούν.

Μπορεί να εντάσσεται ως διαδικασία στα... απόνερα των μνημονιακών μας υποχρεώσεων ή τουλάχιστον έτσι –ως επιβεβλημένη υποχρέωση- το πρόβαλε η κυβέρνηση Τσίπρα. Πλέον όμως, η κυβέρνηση Μητσοτάκη μόνον έτσι δε βλέπει αυτή τη διαδικασία.

Τη θεωρεί και η ίδια επιβεβλημένη και συνεπώς λογικό είναι να θέλει να δημιουργήσει ένα διαφορετικό πλαίσιο. Οι πρώην δεν πίστευαν στις ιδιωτικοποιήσεις, οι νυν πιστεύουν σ' αυτές. Τις βλέπουν ως ένα εργαλείο ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας και διόρθωσης παθογενειών ενός κρατικοδίαιτου συστήματος, το οποίο απεχθάνεται η σημερινή κυβέρνηση. Και φυσικά τις θεωρούν ως ένα καλό πόρο εσόδων, ως όχημα προσέλκυσης επενδύσεων και ως μια απόδειξη «συμμόρφωσης» στις επιταγές των δανειστών μας. Συνεπείς ως προς το πολιτικό τους αφήγημα.

Ευδιάκριτη ειδοποιός διαφορά πολιτικής, η οποία θα πρέπει να εκφραστεί με κάποιο τρόπο και στην πράξη. Κι αν αυτός ο τρόπος δεν είναι η επίσπευση των «αξιοποιήσεων», είναι οι όροι με τους οποίους αυτές γίνονται.

Τι καλύτερο μπορεί να πετύχει η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα το δείξει η πράξη. Είναι όμως σημαντικό να δει κάποιος το νέο πλαίσιο υπό το οποίο θα γίνουν οι ιδιωτικοποιήσεις ακινήτων και φορέων – οργανισμών. Σήμερα υπάρχει μια κυβέρνηση που υποστηρίζει τις ιδιωτικοποιήσεις και την ενίσχυση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, μια κυβέρνηση που θέλει να βοηθήσει ώστε να γίνουν ταχύτερα και με αμοιβαία επωφελείς όρους οι ιδιωτικοποιήσεις. Απέναντί της δεν έχει παρά έναν κόσμο μειοψηφικό, που αντιδρά, κυρίως σε επίπεδο τοπικής κοινωνίας, καθώς το αντίπαλον δέος δύσκολα αντέχει να επιστρέψει στην προ-κυβερνητική ιδεολογία της άρνησης στο «ξεπούλημα των ασημικών». Όταν ως κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ (αναγκάστηκε ή όχι έχει σημασία μόνο για την εσωκομματική συζήτηση) ιδιωτικοποίησε επιχειρήσεις και ακίνητα, πλέον δε θα βρει το ηθικό ανάστημα να ξανανεβάσει τα στελέχη του και τους υποστηρικτές του στα κάγκελα ενάντια στο... ξεπούλημα.

Είναι πιο εύκολη η «εκποίηση» για την κυβέρνηση; Πιθανώς ναι. Ο κόσμος έχει πλέον αντιληφθεί πως οι ιδιωτικοποιήσεις είναι αναγκαίο κακό ή αναγκαίο καλό. Το κράτος δεν είναι καλός επιχειρηματίας και το έχει αποδείξει. Η είσοδος των ιδιωτών δεν δημιούργησε μέχρι σήμερα αρνητικές καταστάσεις, παρά την καταστροφολογία πριν την ιδιωτικοποίηση.

Πόσο επικερδείς ήταν για το κράτος οι μέχρι σήμερα ιδιωτικοποιήσεις είναι δύσκολο και λίγο αδόκιμο ακόμη να το κρίνουμε.

Πάντως, οι πυρήνες αντίστασης στις ιδιωτικοποιήσεις λειτουργούν πλέον μεμονωμένα και με ελάχιστη κοινοβουλευτική υποστήριξη, ενώ χάνοντας ο ΣΥΡΙΖΑ το «ηθικό πλεονέκτημα» από την πρακτική της διακυβέρνησης, δεν μπορεί πια να ηγηθεί ενός μετώπου απέναντι στο «ξεπούλημα». Και να το επιχειρήσει δεν μπορεί να πείσει.

Χρυσή ευκαιρία για τη σημερινή κυβέρνηση να αποδείξει εάν το αφήγημα του πιο ισχυρού ιδιωτικού τομέα και του μικρότερου δημοσίου μπορεί να έχει καλύτερα αποτελέσματα για τα δημόσια οικονομικά και για την πολυαναμενόμενη ανάπτυξη, δηλαδή για την οικονομία των νοικοκυριών.

Το 2020 σε αυτό το πεδίο, των ιδιωτικοποιήσεων, θα είναι κρίσιμο. Στη Θεσσαλονίκη τα «φιλέτα», που καλοβλέπουν ιδιωτικά κεφάλαια και επενδυτές είναι πολλά και το μεγαλύτερο μέρος τους μπαίνει στη διαδικασία της μετάβασης σε ιδιώτες μέσα στον επόμενο χρόνο. Ήδη προχωρούν Εγνατία Οδός ΑΕ, ΕΥΑΘ, Μαρίνα Αρετσούς, Τεχνολογικό Πάρκο και έπονται πολλά ακόμη και σε επίπεδο ακινήτων και σε επίπεδο οργανισμών και φορέων.

Οι αντίθετες φωνές προς το παρόν, μετά και την πορεία εμβληματικών οργανισμών που πέρασαν εδώ και καιρό σε ιδιώτες (π.χ. λιμάνι, αεροδρόμιο), είναι αποδυναμωμένες. Και η νέα πραγματικότητα, με τον ενισχυμένο ιδιωτικό τομέα προοιωνίζεται μια διαφορετική επόμενη μέρα και πιθανώς μια οριστική αλλαγή στην πολιτική αντιπαλότητα, όπως τη γνωρίζαμε μέχρι σήμερα (με τις συγκρούσεις) και στα ηθικά διλήμματα που επί δεκαετίες καλλιεργήθηκαν και πλέον υποχωρούν μέχρις αφανισμού.

Τα αφηγήματα της επόμενης μέρας θα πρέπει να αλλάξουν κι αυτό σημαίνει μια τεράστια αλλαγή και στην νοοτροπία του κόσμου και πολύ περισσότερο στο πολιτικό σκηνικό, όπως το γνωρίζουμε.