Skip to main content

Η μέρα μουσικής, τα... ακρογιάλια της Παραγουάης και οι αυξήσεις στα ταξί της Θεσσαλονίκης

Η παγκόσμια ημέρα της μουσικής που, αν και αχρείαστη, τη γιορτάζουν σε όλο τον κόσμο και οι... προεκλογικές αυξήσεις στα κόμιστρα των ταξί

Καλημέρα σας!

Η μουσική δεν έχει ανάγκη από επετείους ούτε από ιδιαίτερες υπογραμμίσεις. Είναι καθημερινά παντού. Από πάντα. Συστέλλει και διαστέλλει τον χρόνο –επιχειρείστε να παρακολουθήσετε μια κινηματογραφική ταινία χωρίς ήχο και μουσική και θα καταλάβετε. Επίσης, επηρεάζει τη διάθεση των ανθρώπων, ενώ σε μικρή ηλικία συμβάλλει στη διαπαιδαγώγησή τους. Επιπροσθέτως, αποτελεί τον πιο αξιόπιστο φορέα έκφρασης των συναισθημάτων τους. Με τη μουσική –ή την απουσία της, που είναι κι αυτή μουσική συχνά μετατρέπεται σε μουσική- γεννιόμαστε, μεγαλώνουμε, ζούμε, χαιρόμαστε, λυπούμαστε, κλαίμε, γελάμε και τελικά φεύγουμε από τον μάταιο τούτο κόσμο. Κι όμως η φιλοδοξία κάποιων πολιτικών και το μάρκετινγκ που από τη δεκαετία του 1980 επελαύνει στη ζωή και την καθημερινότητά μάς επέβαλαν την 21η Ιουνίου ως «παγκόσμια ημέρα μουσικής». Σαν σήμερα πριν από 40 ακριβώς χρόνια, το 1982, ο πιο γνωστός υπουργός Πολιτισμού της Γαλλίας, ο περίφημος Ζακ Λάγκ, καθιέρωσε την ημέρα της μουσικής, πρώτα στη χώρα του και μετά στην Ευρώπη και τον κόσμο ολόκληρο. Κάπως έτσι σήμερα σε πολλά σημεία του πλανήτη οι μουσικές εκδηλώσεις είναι αφιερωμένες και τιμούν τη συγκεκριμένη ημέρα. Η αλήθεια είναι ότι στο Παρίσι η ημέρα αυτή είναι ξεχωριστή, όχι τόσο για τις οργανωμένες συναυλίες όσο για τη… χύμα μουσική που ξεχύνεται στους δρόμους. Για παράδειγμα, εκεί που κάθεσαι ανυποψίαστος το βραδάκι σε ένα μπιστρό, για να πιείς ένα κρασί ή μια μπίρα πριν γυρίσεις στο σπίτι ή στο ξενοδοχείο, εισβάλει στον χώρο μια ομάδα νέων που είναι ντυμένοι με κίτρινες φόρμες και στα χέρια τους κρατούν μουσικά όργανα. Πρόκειται για μια νεανική μπάντα πνευστών, τα μέλη της οποίας απλώνονται στον χώρο, ακουμπούν στους τοίχους, κάθονται στις σκάλες, ανεβαίνουν σε καρέκλες, καναπέδες και τραπέζια και παίζουν με φανερό ενθουσιασμό. Η μίνι παράσταση που διαρκεί γύρω στα δέκα λεπτά τελειώνει με ένα ζεστό χειροκρότημα και τους μουσικούς να αποχωρούν το ίδιο γρήγορα, όπως εμφανίστηκαν, έτοιμοι για το επόμενο… ντου. Είναι βέβαιον πως ότι κι αν έχει συμβεί τις προηγούμενες ώρες ή θα ακολουθήσει τις επόμενες αυτό το απροσδόκητο στιγμιότυπο θα κλέψει την καρδιά της ημέρας και θα σε ακολουθεί για καιρό. Ο ήχος της μπάντας θα είναι το τελευταίο πράγμα που θα ακούσεις στ’ αφτιά σου, στο μαξιλάρι σου, πριν σε πάρει ο ύπνος. Αύριο είναι μια άλλη ημέρα.

Τα ακρογιάλια της… Παραγουάης

Και μιας και ο λόγος για μουσική: Το 1939, σε μια δύσκολη περίοδο για την πραγματικά τότε ψωροκώσταινα Ελλάδα, ο Βασίλης Τσιτσάνης έγραψε ένα τραγούδι με θέμα κάποιο μακρινό εξωτικό μέρος. Από τα πολλά σε αυτό το πνεύμα που γράφονταν εκείνη την εποχή, ώστε ο κόσμος να ταξιδεύει με τη φαντασία του σε μέρη ονειρεμένα, όπου οι άνθρωποι από το πρωί μέχρι το βράδυ έτρωγαν, έπιναν, χόρευαν και διασκέδαζαν. Αφού δεν μπορούσε να ταξιδέψει στην πραγματικότητα. Άσε που από κοντά τα μέρη αυτά –της Αφρικής, της Ευρώπης, της Λατινικής Αμερικής- μόνο ονειρεμένα δεν θα μπορούσε να τα χαρακτηρίσει κανείς, αλλά αυτά ήταν τότε ανθυπολεπτομέρειες. Σημασία είχε η διάθεση. Το τραγούδι του Τσιτσάνη είχε τίτλο «Σε φίνο ακρογιάλι» και τα λόγια του έλεγαν κι εξακολουθούν να λένε τα εξής: «Το καλοκαίρι τώρα / σε κάποια φίνα χώρα / θα πάμε να γυρίσουμε μαζί / μακριά σε ξένα μέρη / κι ο κόσμος μη σε μέλλει / ποτέ να μη σου καίγεται καρφί. / Μες στην Παραγουάη / σε φίνο ακρογιάλι / θα στήσουμε τσαντίρι ζηλευτό / θα πίνουμε σαμπάνια / πριν πάμε για τα μπάνια / με μπουζουκάκι έξυπνο τρελό».

Τίποτε το παράξενο αν η Παραγουάη δεν ήταν η μοναδική χώρα της Λατινικής Αμερικής που σε κανένα σημείο της δεν βρέχεται από θάλασσα. Μια λεπτομέρεια της γεωγραφίας, που ασφαλώς δεν θα μπορούσε να αποτρέψει ούτε τον Τσιτσάνη να γράψει το τραγούδι ούτε τον κόσμο να το ακούσει, να το ευχαριστηθεί και να ταξιδέψει μαζί του. Ογδόντα και κάτι χρόνια μετά οι τέσσερις μουσικοί της φωτογραφίας ταξίδεψαν από την Παραγουάη στην Ευρώπη για να παίξουν τη μουσική τους στον δρόμο, να πουλήσουν τα χειροποίητα cd τους έναντι 12 ευρώ και να βγάλουν το μεροκάματο. Κεφάτοι και εμφανώς εξαιρετικά προπονημένοι στήνουν αυτή την περίοδο τις συναυλίες τους στους πεζόδρομους των μεγάλων ευρωπαϊκών πόλεων –η φωτογραφία είναι τραβηγμένη στις Βρυξέλλες-, όπου παίζουν ένα μείγμα κλασικής, τζαζ και παραδοσιακής μουσικής της πατρίδας τους. Αποδεικνύοντας ως άξιοι πρεσβευτές ότι η Παραγουάη μπορεί να μην έχει θάλασσα και ακρογιάλια αλλά διαθέτει καλούς, εμπνευσμένους και ανθεκτικούς μουσικούς. Διότι το να στήσεις μια κανονική άρπα στη μέση του δρόμου –έστω του πεζόδρομου- δεν είναι και το πιο απλό πράγμα.

Οι μεγάλες αυξήσεις στα ΤΑΧΙ

Ξεφύγαμε σήμερα λόγω της ημέρας. Ώρα να επιστρέψουμε στην καθημερινότητα. Εξαιρετικά βιαστική απόφαση της κυβέρνησης να αυξήσει τα κόμιστρα των ταξί. Η σημαία από το 1,19 ευρώ στο 1,80, η μονή ταρίφα από 0,69 ευρώ το χιλιόμετρο στο 0,90 και η ελάχιστη ταρίφα από 3,20 σε 4 ευρώ. Πρόκειται για υπερβολικές αυξήσεις πέριξ του 25% -μη κοιτάτε που εκφράζονται σε λεπτά του ευρώ, σημασία έχει το ποσοστό της διαφοράς-, που δικαιολογούνται μόνο ως… ρουσφέτι. Διότι σε μια πόλη όπως η Θεσσαλονίκη, στην οποία την αστική συγκοινωνία μονοπωλεί ο γνωστός ΟΑΣΘ, τα ταξί δεν είναι μεταφορικό μέσο πολυτελείας –όπως στον υπόλοιπο κόσμο-, αλλά λύση πρώτης ανάγκης. Βέβαια οι ιδιοκτήτες και οι οδηγοί ταξί λένε αφενός ότι με τις αυξήσεις σε καύσιμα και αναλώσιμα της τελευταίας περιόδου το μηνιαίο κόστος του αυτοκινήτου διαμορφώνεται στα 800 ευρώ και αφετέρου ότι οι τιμές παραμένουν σταθερές επί 14 χρόνια. Αλλά αυτό –μεταξύ μας- δεν λέει και πολλά. Διότι αυτά τα 14 χρόνια για την Ελλάδα ήταν περίοδος μεγάλης ύφεσης, αρνητικού πληθωρισμού και… αναδουλειάς, όταν τις ουρές στις πιάτσες της Θεσσαλονίκης σχημάτιζαν χιλιάδες μπλε αυτοκίνητα με άσπρη οροφή και σβηστές σημαίες. Τους τελευταίους μήνες –μετά την καραντίνα- η δουλειά για τα ταξί άνοιξε και πάλι, κάτι που ενεθάρρυνε τους αυτοκινητιστές να ζητήσουν μεγάλες αυξήσεις. Και το υπουργείο να ανταποκριθεί, υπακούοντας προφανώς στην υποκριτική λογική ότι πρόκειται για ιδιωτική δραστηριότητα, την οποία –στο κάτω κάτω- οι χρήστες αξιοποιούν και πληρώνουν όταν το επιλέξουν. Εάν τα πράγματα είναι έτσι, τότε για ποιο λόγο η πολιτεία καθορίζει το κόμιστρο; Η ουσία –για όποιον δεν το γνωρίζει – είναι ότι το ταξί στην Ελλάδα συνιστά στις προεκλογικές περιόδους πεδίο πολιτικών συζητήσεων και δημιουργίας… κλίματος. Προφανώς κάτι τέτοιο σκέφτηκαν κάποιοι στην κυβέρνηση και είπαν να εξευμενίσουν τον κλάδο. Διότι καλός ο Πιερρακάκης με τα διπλώματα από το Χάρβαρντ και τον ψηφιακό κόσμο που ονειρεύεται -και μέχρι ενός σημείου δημιουργεί- στην Ελλάδα του 2022, αλλά είναι γνωστό ότι οι εκλογές στη χώρα μας κερδίζονται –ή χάνονται- στους δρόμους και στα πεζοδρόμια. Ακόμη τουλάχιστον…