Skip to main content

Ιστορίες Παλιάς Θεσσαλονίκης: Αλίκη και Νέστορας, οι φιλότεχνοι που γέννησαν το Τελλόγλειο

Το ζευγάρι των συλλεκτών ταξίδεψε σε πολλά μέρη του κόσμου και από καθένα έφερναν μαζί τους και μια ψηφίδα ελπίδας - Η ιστορία πίσω από το Τελλόγλειο

«Το Τελλόγλειο είναι το σπίτι μου, το παιδί μου, είναι ο μεγάλος μου έρωτας».

Στο χάραγμα του 1953 ένα ζευγάρι ξεκινά μία κοινή ζωή στη Θεσσαλονίκη πάνω στα θεμέλια μίας μεγάλης αγάπης. Οι δύο τους, εκτός από τη ζωή και το επίθετο, μοιράζονται και ένα κοινό πάθος, την αέναη, τη βαθιά αγάπη για την τέχνη και τον δημιουργό. Και έτσι, με την αποφασιστικότητα του Νέστορα αλλά κυρίως με τον δυναμισμό και την επιμονή της Αλίκης, περίπου τέσσερις δεκαετίες μετά εγένετο... Τελλόγλειο.

Οι δύο αριστοκράτες συλλέκτες ταξίδεψαν σε πολλά μέρη του κόσμου, στο Μιλάνο, στη Βιέννη, στο Βερολίνο, στην Ινδία, στην Κίνα, στην Ιαπωνία, και από το καθένα από αυτά τα μέρη, εκτός από έργα τέχνης, έφερναν μαζί τους και ένα λιθαράκι ελπίδας: πώς θα καταφέρουν να φτιάξουν μία πολιτιστική στέγη που θα χωράει μέσα της όλες τις ομορφιές του κόσμου. 

Γέννημα θρέμα της παλιάς γειτονιάς του Αρχαιολογικού Μουσείου, η Αλίκη ήταν παιδί του Ναούμ και της Λουκίας Ωρολογά, προσφύγων από την Κωνσταντινούπολη και το Μοναστήρι, και αδελφή της μητέρας του σημερινού δημάρχου Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνου Ζέρβα, Λιλίκας.

Η Αλίκη από μικρή αγαπούσε την Τέχνη. Το όνειρό της ήταν να σπουδάσει αρχιτεκτονική εσωτερικών χώρων, αλλά την κέρδισε -προς στιγμήν, έστω- η Ιατρική Σχολή, την οποία ωστόσο παράτησε μετά από λίγα χρόνια.

, ade

Ο Νέστορας Τέλλογλου, από την άλλη, γεννήθηκε στη Σμύρνη. Η οικογένειά του ήταν έμποροι και τραπεζίτες και υπήρξαν ευεργέτες στον τόπο τους. 

Η γνωριμία του με την Αλίκη, με την οποία είχε περίπου 25χρόνια διαφορά ηλικίας, κατέληξε σε γάμο το 1953. Η Αλίκη Τέλλογλου, μία πολύ ωραία γυναίκα με έντονη προσωπικότητα και σιγουριά για τον εαυτό της, ήταν -όπως περιγράφει η γενική γραμματέας του Τελλόγλειου Ιδρύματος Τεχνών του ΑΠΘ, Αλεξάνδρα Γουλάκη - Βουτυρά, που γνώριζε καλά την ίδια- αντισυμβατική σε όλα της, ακόμα και στον γάμο της. «Δεν φόρεσε νυφικό αλλά παντρεύτηκε με ένα ανοιχτό μοβ ταγιέρ, στα μέσα του 1950, μία πολύ δύσκολη εποχή που εύκολα μπορούσε να κριθεί κανείς. Λάτρευε το μοβ, τα βυσσινί, χρώμα επίσης αντισυμβατικό και ανορθόδοξο», λέει η ίδια στη Voria.gr. 

Μαζί ξεκίνησαν να συλλέγουν έργα τέχνης κυρίως από την Ελλάδα και αποφάσισαν να δωρίσουν ολόκληρη την περιουσία τους στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και πλάι σε άλλους πνευματικούς ανθρώπους προχώρησαν στην ίδρυση του Ιδρύματος που φέρει το όνομά τους. Είχαν να διαπραγματευτούν με τους πρυτάνεις της εποχής και τους παλιούς καθηγητές. Η Αλίκη ήταν ένα... εξωτικό φρούτο εκεί μέσα, καθώς είχε τη μοναδικότητά της, αλλά ήταν ασυνήθιστο σώμα. Είχε όμως το ταλέντο να πείθει τους άλλους και μάλιστα πολύ δυνατά πρόσωπα.

Η συλλογή του Νέστορα και της Αλίκης αποτελεί μία πλούσια συγκομιδή μακροχρόνιας αναζήτησης που έγινε με πάθος, ένστικτο και κυρίως αγάπη για τον άνθρωπο, κάτι που είναι προφανές και από την υπεροχή της ανθρώπινης μορφής στα έργα. Κύριος πυρήνας της συλλογής είναι έργα νεοελληνικής τέχνης, με το μεγαλύτερο μέρος τους να αγοράζεται και να αποκτάται στην Ελλάδα, αλλά και πολλές αγορές να γίνονται στο εξωτερικό. Όμως ήταν η Αλίκη αυτή που έμελλε να δώσει σάρκα και οστά στο κοινό τους όνειρο. 

Όπως θα περιγράψει η Αλίκη, λόγια της οποίας θα δημοσιευτούν στον κατάλογο της έκθεσης «Η Ελλάδα που αλλάζει», «φτιάξαμε το σπιτικό μας στο όνομα μίας αμοιβαίας αγάπης και το κρατήσαμε ζεστό και φιλόξενο. Τα έργα τέχνης ήταν από τους πρώτους φίλους που ήρθαν ένα-ένα στο σπιτικό μας και οδήγησαν τη ζωή μας πάνω στην αγάπη για τον άνθρωπο, στην αγάπη της συντροφικότητας και της φιλοξενίας. Καθένα από αυτά, όταν το αποκτούσαμε, το μεταφέραμε από δωμάτιο σε δωμάτιο, όπου και αν καθόμασταν, για να μπορέσουμε να το γνωρίσουμε, να ακούσουμε τη φωνή του και να το αισθανθούμε δικό μας».

«Ήμασταν τυχεροί που αξιωθήκαμε να ταξιδέψουμε πολύ, να δούμε στα διάφορα μέρη της γης τις διαφορετικές μορφές τέχνης και να ακούσουμε τις φωνές της. Όλα αυτά έγιναν αιτία να σκεφτούμε ότι η Ελλάδα είναι φτωχή σε σχολειά που μιλάνε για την τέχνη και οι Έλληνες στερούνται τη γνώση και τον τρόπο που θα τους κάνει επισκέπτες ενός μουσείου. Τότε πήραμε την απόφαση να ανοίξουμε ένα σχολειό που θα μιλάει για τον τρόπο που γίνεται η συννενόηση ανθρώπου και έργου τέχνης», θα προσθέσει. «Κρατώντας στα χέρια μας την αγάπη, ολάκερη την περιουσία μας, τη μεγάλη μας πινακοθήκη και την αφοσίωση της ίδιας μας της ζωής πήγαμε στο ΑΠΘ και ζητήσαμε τη συμπαράστασή του, τη σοφή του συμβουλή και την κηδεμονία τούτου του ονείρου. Τον Νοέμβριο του 1971 υπογράψαμε με το πανεπιστήμιο τη δωρεά των έργων τέχνης που είχαμε για τη δημιουργία του Τελλογλείου Ιδρύματος του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Δυστυχώς τον Ιούλιο του 1972 ξαφνικά ο Νέστωρ χάθηκε, όχι όμως η παρουσία του και η προσφορά του στο Τελλόγλειο».

Το ζευγάρι δεν λάτρευε τις μεγάλες κοινωνικές εκδηλώσεις. Είχε λίγους και καλούς φίλους. Μάλιστα, προτιμούσαν έργα καλλιτεχνών με τους οποίους είχαν και μία προσωπική επαφή και φιλία -το ένστικτο των συλλεκτών, όπως συνήθιζαν να λένε. 

Το σπίτι τους πάνω από το Ολύμπιον στην πλατεία Αριστοτέλους είχε πολλά έπιπλα από τον Λίβανο αλλά και από την ανατολή. Λάτρευαν την τέχνη της Κίνας, της Ιαπωνίας και της Ινδίας.  

Η Αλίκη, η μεγάλη κυρία της Θεσσαλονίκης, και το Τελλόγλειο

Το ζευγάρι μοιράστηκε το όνειρο, αλλά ο χαμός του Νέστορα κατέστησε την Αλίκη ζηλώτρια αυτής της προσπάθειας. Από τις πρώτες ανάσες του Ιδρύματος πριν καν ανεγερθεί το κτήριο, η Αλίκη, που κουβαλούσε το άρωμα μιας αστικής τάξης και τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα της Θεσσαλονίκης, ανέλαβε το κυνήγι και προσπαθούσε για το «παιδί της», όπως το αποκαλούσε συχνά. «Το Τελλόγλειο είναι το σπίτι μου, το παιδί μου, είναι ο μεγάλος μου έρωτας», συνήθιζε να λέει. Μάλιστα, όπως μεταφέρει η κ. Γουλάκη - Βουτυρά, σε μία Γιορτή της Μητέρας η Αλίκη ήταν μουτρωμένη. «Τη ρώτησα τότε "Τι έχεις;" και μου απάντησε "μα κανείς δεν μου είπε "Χρόνια Πολλά", δεν μου έφεραν καν ένα λουλούδι". Τότε παραξενεύτηκα αλλά με πρόλαβε η Αλίκη και μου είπε: "Μα τα έργα τέχνης είναι τα παιδιά μου, το Τελλόγλειο"».

Από τις πρώτες στιγμές του Τελλογλείου η Αλίκη είχε κοντά της στο Διοικητικό Συμβούλιο πολύ σημαντικά άτομα όπως ο Βαλτής από την Ιατρική, ο Μανόλης Ανδρόνικος από την Αρχαιολογία, ο Γεώργιος Μουρέλος από τη Φιλοσοφία, ένα συμβούλιο με μέλη από διάφορες επιστήμες και σχολές. «Είναι τρελό σαν εμένα το Τελλόγλειο», συνήθιζε να λέει. Αλλά ήταν μία γοητευτική γυναίκα, ετοιμόλογη, που πίστευε πολύ στον σκοπό της, στην παιδεία των νέων, και έκανε τα πάντα για αυτό. Η συλλογή έγινε με το ένστικτο και με το τι της έδινε γροθιά στο στομάχι. Όλη της η ζωή ήταν το Τελλόγλειο, αλλά το όνειρό της δεν χωρούσε μόνο εκεί: Ηταν τα πολλά «Τελλόγλεια». Στην Αλεξανδρούπολη, στο Διδυμότειχο, στο Κιλκίς, στη Φλώρινα, σε όλη την Ελλαδα, στους απλούς καθημερινούς ανθρώπους της επαρχίας. «Τα σύνορα της Ελλάδας δεν σταματούν στη Θεσσαλονίκη», έλεγε.

Η Αλίκη ήθελε μικρή συντροφιά και ουσιαστική επαφή. Καθόταν έως τις 3 τα ξημερώματα με ποιητές, ζωγράφους. Είχε φανατικές φιλίες, όπως τον κεραμίστα Πάνο Βαλσαμάκη, έργο του οποίου βρισκόταν για πολλά χρόνια απέναντι από το κρεβάτι της. Ένας αγαπημένος της φίλος ήταν και ο ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος. Είχε παθιασμένες φιλίες, αν κάτι δεν της άρεσε το έλεγε πολύ σκληρά: «Αυτό είναι για να το πετάξεις». Έγραφε παραμύθια, απήγγειλε. Μάθαινε ποίηση και την έλεγε απέξω. Διατηρούσε φίλες από παλιά και στο μαγικό αρχοντικό επί της Αριστοτέλους όριζαν μία συνάντηση για μπιρίμπα, έτσι για να ξεφύγει.

 

Τον Δεκέμβριο του 1999 το Τελλόγλειο άνοιξε τις πύλες του σε ένα εντυπωσιακό κτήριο στις παρυφές της πανεπιστημιούπολης. Η Αλίκη Τέλλογλου, η μεγάλη φιλότεχνη κυρία της Θεσσαλονίκης, έζησε το Τελλόγλειο έως το 2008 όταν το θλιβερό άγγελμα του θανάτου της βύθισε στο πένθος τον πνευματικό κόσμο της πόλης και την πανεπιστημιακή κοινότητα.

*Οι πληροφορίες και οι φωτογραφίες προέρχονται από την κ. Αλεξάνδρα Γουλάκη - Βουτυρά αλλά και από τις εκδόσεις: «Αλίκη και Νέστωρ Τέλλογλου» και «Το Τελλόγλειο της Αλίκης και του Νέστορα».