Skip to main content

Η ουκρανική κρίση πίσω από τη βιτρίνα και μια ακόμη ευκαιρία για Ελλάδα και Θεσσαλονίκη

Παρά το ότι η νοοτροπία είναι παράγων που επηρεάζει την ιστορία, στις μέρες μας η οικονομία παρεμβαίνει πιο καθοριστικά από ποτέ στις εξελίξεις

Ο πόλεμος στην Ουκρανία συνιστά την προσπάθεια του Βλαδίμηρου Πούτιν όχι απλώς να συνομιλήσει με την ιστορία, αλλά να την ξαναγράψει. Επίσης, σύμφωνα με τον ίδιο και τους συνεργάτες του, είναι μια προσπάθεια που δεν αποσκοπεί μόνο στην ικανοποίηση των δικαίων της Ρωσίας –όπως η ίδια τα αντιλαμβάνεται- σε σχέση με την γείτονα της. Συνιστά κίνηση με στόχο την ανατροπή της παγκόσμιας τάξης, μέσω της αναδιάταξης ισχύος των ισχυρών κρατών και συστημάτων. Μέχρι σήμερα στην παγκοσμιοποίηση ηγούνται οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, όχι μόνο επειδή πρόκειται για τη μεγαλύτερη οικονομική και στρατιωτική δύναμη στον κόσμο. Αλλά και λόγω του ισχυρότατου πολιτιστικού αποτυπώματος που διαθέτει η χώρα και –κυρίως- της τεχνολογικής της υπεροχής και κυριαρχίας. Όλα αυτά, λοιπόν, ο Πούτιν και οι δικοί του τα γνωρίζουν, αλλά δείχνουν να τα υποτιμούν. Ενδεχομένως να πιστεύουν ότι εάν ζορίσουν την Ευρώπη με τους υδρογονάνθρακες και την αύξηση των τιμών σε ορισμένα τρόφιμα, εάν απειλήσουν με χρήση πυρηνικών όπλων και εάν προσεταιριστούν το Πεκίνο θα αλλάξουν τις ισορροπίες στον πλανήτη και μάλιστα σύντομα, πιθανόν σε λίγα χρόνια.

Φυσικά σε αυτή τη ζωή ο καθένας δικαιούται να πιστεύει ότι νομίζει. Συχνά οι άνθρωποι, από τον άστεγο φίλο στην παραλία της Θεσσαλονίκης, μέχρι τον πρόεδρο Πούτιν στο Κρεμλίνο, έχουν την τάση να φέρνουν τον κόσμο στα μέτρα τους. Ή μάλλον να νομίζουν ότι μπορούν να τον φέρουν στα μέτρα τους. Ψυχολογική διέξοδο σε αυτή την εμμονή δίνει η δημιουργία ενός άλλου, παράλληλου φαντασιακού σύμπαντος, το οποίο αν και δεν είναι πραγματικό, παραμένει δικό τους. Οπότε το χρησιμοποιούν όπως νομίζουν. Και αν για τον άστεγο της παραλίας η αλήθεια συνίσταται στην αδικία του κόσμου και την κακία φίλων και συγγενών, οι οποίοι τον εγκατέλειψαν στα δύσκολα, για τον Πούτιν η Ρωσία είναι ένας παράδεισος τον οποίο οι απέξω περίπου… ζηλεύουν και εποφθαλμιούν, αλλά και μια χώρα προορισμένη από τη μοίρα, τον Θεό και την ιστορία να ηγείται τουλάχιστον ενός μέρους του πλανήτη.

Πόλεμος… νοοτροπιών

Παρά το ότι η νοοτροπία είναι παράγων που επηρεάζει την ιστορία, στις μέρες μας η οικονομία παρεμβαίνει πιο καθοριστικά από ποτέ στις εξελίξεις. Ακόμη κι αν πρόκειται για «πόλεμο πολιτισμών», όπως έγραψε το 1996 ο Σάμιουελ  Χάντιγκτον, ή υπάρχει ιδεολογική συγγένεια λόγω κομμουνιστικού παρελθόντος ανάμεσα στη Ρωσία και την Κίνα, οι βασικές αρχές της παγκοσμιοποίησης, όπως τις γνωρίσαμε από το 1990 και μετά, δεν πρόκειται να ανατραπούν σε αυτή τη φάση. Διότι κάτι τέτοιο δεν συμφέρει κανέναν, ούτε καν τη Ρωσία, που και η δική της κοινωνία έχει πολλά να χάσει. Η παγκόσμια οικονομική καταστροφή ή –αν θέλετε- η ύφεση στο δυτικό κόσμο, δε συμφέρει πρωτίστως την Κίνα, στην οποία βασίζεται ο Πούτιν για να προωθήσει τους σχεδιασμούς του. Στον σύγχρονο κόσμο η Κίνα είναι το εργοστάσιο του πλανήτη και επεκτείνει με αργά, σταθερά και υπομονετικά βήματα την επιρροή της στον κόσμο, μέσω δικτύων που στήνει παντού και δεν αποτελούν τίποτε άλλο από σύγχρονες εκφράσεις του «δρόμου του μεταξιού». Για να φτάσει στον μακροπρόθεσμο στρατηγικό της στόχο να γίνει η ισχυρότερη δύναμη στον πλανήτη η Κίνα χρειάζεται μια εύρωστη οικονομικά Δύση, που θα καταναλώνει τα προϊόντα που εκείνη παράγει για λογαριασμό, είτε κινέζικων, είτε δυτικών πολυεθνικών επιχειρήσεων. Η Ευρώπη και η Αμερική τροφοδοτούν την διεθνή αγορά με καινοτομίες που βελτιώνουν την καθημερινότητα των ανθρώπων και ανανεώνουν τους οικονομικούς κλάδους, ενώ παράλληλα καταναλώνουν σε τέτοιο βαθμό, ώστε επηρεάζουν άμεσα το παγκόσμιο ΑΕΠ και την ανάπτυξη της Κίνας. Μόνο τυχαίο δεν μπορεί να θεωρηθεί το γεγονός ότι το Πεκίνο, παρά τις φραστικές αντιπαραθέσεις με την Ουάσινγκτον, χρηματοδοτεί μέσω αγοράς ομολόγων αξίας τρισεκατομμυρίων δολαρίων τα ελλείματα ων ΗΠΑ, στηρίζοντας με αυτό τον τρόπο την ανάπτυξη και την κοινωνική ειρήνη του βασικού ανταγωνιστή της στην παγκόσμια σκακιέρα. Επομένως δεν πρόκειται η Κίνα να κινηθεί για την ριζική αλλαγή του συστήματος που έχει εγκατασταθεί στον πλανήτη τις τελευταίες δεκαετίες. Ούτε βέβαια για να πλήξει την αγοραστική δυνατότητα του αναπτυγμένου κόσμου, της Ευρώπης συμπεριλαμβανομένης. Με αυτά τα δεδομένα το αποτέλεσμα του ματς, στο 90΄ συν τις καθυστερήσεις, είναι προδιαγεγραμμένο, όσο κι αν κατά τη διάρκεια του αγώνα κάποιες του χαμένου ξεσηκώνουν την κερκίδα. Ο Παγκόσμιος Πόλεμος του 2022, εάν υποθέσουμε ότι βαδίζουμε προς τα εκεί, πράγμα εξαιρετικά αμφίβολο, έχει ήδη νικητή, που δεν σχετίζεται με εκβιασμούς, μπλόφες και fake news.

Η Ελλάδα και η Θεσσαλονίκη

Σε αυτό το περιβάλλον η Ελλάδα στέκεται δίπλα στους εταίρους και συμμάχους της στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ, με τους οποίους συντονίζεται προσπαθώντας να αντιμετωπίσει όχι μόνο τα προβλήματα ασφάλειας, αλλά και την ακρίβεια, που δεν οφείλεται μόνο στον πόλεμο, αφού προϋπήρχε κάποιους μήνες, αλλά εντάθηκε μετά τη ρωσική εισβολή. Αν και βρίσκεται στη σωστή πλευρά της ιστορίας, η κατάσταση που έχει δημιουργηθεί συνιστά ένα ακόμη καμπανάκι –μία ακόμη ευκαιρία- να συνειδητοποιήσει η χώρα την ανάγκη να αλλάξει το παραγωγικό της μοντέλο. Να ξεφύγει από την αποκλειστική διαχείριση της καθημερινότητας και να αντιληφθεί ότι τα καλά αποτελέσματα θα έρθουν από ευρείες παρεμβάσεις και καινοτομίες. Όχι μόνο αναπτύσσοντας τομείς που σήμερα παραμένουν υποβαθμισμένοι, αλλά προσαρμόζοντας το συνολικό της οργανωτικό σύστημα σε σύγχρονες κατευθύνσεις. Να βάλει στην άκρη τη γραφειοκρατία που τρέφεται από την υπαλληλική νοοτροπία του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα και να συντονιστεί με το ημερολόγιο του κόσμου που δείχνει προχωρημένο 21ο αιώνα. Το να εισάγει –για παράδειγμα- μια χώρα με τα κλιματικά, μορφολογικά και γεωγραφικά χαρακτηριστικά της Ελλάδας το 70% των τροφίμων που καταναλώνει και αυτό το ευλόγως αρνητικό στοιχείο να γίνεται απλώς αναφορά σε συνέδρια, χωρίς κανείς να κάνει κάτι για να το αλλάξει, δεν είναι ούτε έξυπνο, ούτε παραγωγικό, ούτε αναπτυξιακό, ούτε βιώσιμο. Όπως και να μην αξιοποιεί φανατικά τις νέες ψηφιακές τεχνολογίες για να εξυπηρετήσει την οικονομία, την επιχειρηματικότητα, την εκπαίδευση και το σύνολο της κοινωνίας, ακόμη και στα πιο απομακρυσμένα μέρη της χώρας. Όσο για τη Θεσσαλονίκη, που μαραζώνει και υποχωρεί ως οικονομικός χώρος εδώ και 30 χρόνια, τώρα είναι η ευκαιρία για ενδυνάμωση του αγροτικού και μεταποιητικού τομέα που διαθέτει, με την αξιοποίηση των σύγχρονων χρηματοδοτικών και τεχνολογικών εργαλείων. Πρόκειται για αναγκαία συνθήκη προς ένα καλύτερο μέλλον, στο οποίο σημαντικό ρόλο πρέπει να παίζει και ο τουρισμός, που σήμερα είναι υποτονικός, ενώ υπάρχουν οι προϋποθέσεις να αναπτυχθεί και να στηρίξει την κοινωνία, καθώς παράγει πλούτο και τον διαχέει οριζόντια. Όλα αυτά δίπλα στον κόσμο των υπηρεσιών (εμπόριο, μεταφορές, εστίαση κλπ.) που σήμερα δίνουν τον τόνο, αλλά –όπως αποδεικνύεται- δεν μπορούν να βγάλουν από μόνες τους το κάρο της προόδου από τη λάσπη.