Skip to main content

Η μελαγχολία των Βαλκανίων στη βροχερή Θεσσαλονίκη μιας Συνόδου Κορυφής

Η Θεσσαλονίκη έγινε χθες για μία ημέρα Πρωτεύουσα των Βαλκανίων καθώς η Σύνοδος Κορυφής την επανέφερε στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας

Στη ζωή συχνά οι συμβολισμοί παίζουν ρόλο. Όπως και οι συμπτώσεις. Άλλωστε όπως όλοι γνωρίζουμε καλά για τα μεγάλα παιδιά οι ιστορίες έχουν τη σημασία που καθένας τούς δίνει. Ακόμη και στην πολιτική, που (πρέπει να) είναι μια εφαρμοσμένη επιστήμη, τέχνη και τεχνική τα σύμβολα καθορίζουν καταστάσεις, υπό την έννοια ότι δημιουργούν το κατάλληλο κλίμα για να περάσει, να μην περάσει ή να αλλάξει μια απόφαση.

Ακόμη και μια ιδέα ή άποψη.

Η Θεσσαλονίκη έγινε χθες για μία ημέρα Πρωτεύουσα των Βαλκανίων. Η Σύνοδος Κορυφής των χωρών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης την επανέφερε στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας. Με δεδομένο ότι τα πολιτικά και επικοινωνιακά συστήματα των χωρών της περιοχής είναι κουμπωμένα πάνω στις κυβερνήσεις και στους ηγέτες, είναι βέβαιον ότι χθες η Θεσσαλονίκη, δια της συνόδου, έπαιζε πρώτη είδηση στα κανάλια των χωρών της περιοχής. Το γεγονός, μάλιστα, ότι η χθεσινή ημέρα ήταν ασυνήθιστα μουντή και βροχερή για τα μέσα Ιουνίου που βρισκόμαστε πρέπει να αξιολογηθεί, τουλάχιστον σε συμβολικό επίπεδο. Η βροχή ταιριάζει στη Θεσσαλονίκη, που από αρχιτεκτονική άποψη είναι πόλη περισσότερο βαλκανική και με ανατολίτικο χρώμα, παρά μεσογειακή. Επίσης, η βροχή ταιριάζει στα Βαλκάνια, καθώς αντικατοπτρίζει τη μελαγχολία πολλών δεκαετιών μιας περιοχής, που πριν από τριαντα-τόσα χρόνια απαλλάχθηκε από το ασπρόμαυρο καθεστώς του υπαρκτού σοσιαλισμού κι έκτοτε προσπαθεί –συχνά επώδυνα, αν σκεφτούμε τους πολύνεκρους και καταστροφικούς εμφυλίους που ακολούθησαν τη διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας- να βγει στο πολύχρωμο ξέφωτο της Ευρώπης.

Με δηλώσεις τους χθες τόσο ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης όσο και ο υπουργός Εξωτερικών Ν. Δένδιας, όπως ακριβώς και οι προκάτοχοί τους τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, βρήκαν την ευκαιρία να αναδείξουν τον ρόλο της Ελλάδας στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, όπως είναι ο… κομψός χαρακτηρισμός για τα Βαλκάνια. Στα λόγια το σχήμα είναι ιδανικό, αφού η χώρα μας, ως το μοναδικό κράτος της περιοχής που στον Ψυχρό Πόλεμο βρισκόταν στην πλευρά της Δύσης και εντάχθηκε από την αρχή πλήρως σε όλους στους ευρω-ατλαντικούς θεσμούς, είχε στις αρχές της δεκαετίας του 1990 τις προϋποθέσεις για να ηγηθεί των υπολοίπων χωρών στην προσπάθειά τους να εφαρμόσουν σύστημα ελεύθερης αγοράς και οικονομίας, να εκσυγχρονίσουν τους πολιτικούς, κοινωνικούς και οικονομικούς θεσμούς, να δημιουργήσουν προϋποθέσεις εκσυγχρονισμού και να αποκτήσουν προοπτικές σύγκλισης με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μόνο που η θεωρία για να εφαρμοστεί απαιτεί σχεδιασμό και πράξεις, κάτι που η Ελλάδα των χρόνων μετά το 1990 δεν έκανε ποτέ. Η Ελλάδα τού τότε είχε άλλες προτεραιότητες, από το Χρηματιστήριο μέχρι τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας. Χωροταξικά από την οδό Σοφοκλέους, που ήταν τότε η έδρα του Χ.Α., μέχρι το Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας, όπου έγιναν οι τελετές έναρξης και λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Φυσικά τα Βαλκάνια, ως ζωτικός χώρος της Βορείου Ελλάδος, ήταν ένας στόχος τον οποίο μπορεί να υπογράμμιζαν η ιστορία και η γεωγραφία, αλλά όχι η εκτελεστική εξουσία της χώρας. Η υπόθεση παρέμεινε στο περιθώριο των ευχολογίων και μαζί της βούλιαξε μια ρεαλιστική προοπτική για τη Θεσσαλονίκη, ικανή –τότε- να αντισταθμίσει τα παραγωγικά πλεονεκτήματα που απώλεσε η πόλη, εξαιτίας του ανοίγματος των συνόρων και της επέλασης της παγκοσμιοποίησης, που είχαν ως αποτέλεσμα την αποβιομηχάνισή της.

Τώρα –το 2022- είναι αργά. Ή τουλάχιστον πολύ διαφορετικά. Καταρχάς η Ελλάδα έχει τα δικά της πολύ μεγάλα προβλήματα, καθώς μετά τις αλλεπάλληλες εγχώριες και διεθνείς κρίσεις της τελευταίας δεκαετίας η χώρα έχει… αδυνατίσει και βρίσκεται σε αγωνιώδη φάση ανάκτησης των αναπτυξιακών της προοπτικών. Αλλά και οι γειτονικές Βαλκανικές χώρες έχουν βαδίσει, πλέον, μεγάλο χρονικό διάστημα στη σκοτεινή πλευρά του δρόμου. Οι ελπίδες των πρώτων χρόνων από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου ότι η ενσωμάτωση στην Ευρώπη θα γίνει γρήγορα και αποδοτικά –σχεδόν αυτόματα- έχουν διαψευστεί. Και η αισιοδοξία της αρχής έχει δώσει τη θέση της σε κάτι ενδιάμεσο, σχεδόν υβριδικό, με τις βαλκανικές κοινωνίες να προσπαθούν να ισορροπήσουν ανάμεσα στο όνειρο της Ευρώπης και τη σκληρή πραγματικότητα μιας υπανάπτυκτης οικονομίας. Ήδη τα νέα πολιτικά και οικονομικά κατεστημένα που έχουν δημιουργηθεί στις χώρες αυτές δουλεύουν για τα συμφέροντα που εξυπηρετούν και τον εαυτό τους, τροφοδοτώντας την πολιτική αστάθεια και υπονομεύοντας τη γενικότερη οικονομική ευημερία.

Μέχρι σήμερα τα Βαλκάνια παραμένουν ξεχωριστό κεφάλαιο στη σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία. Κατά κάποιο τρόπο αυτόνομο. Ένα κεφάλαιο στο οποίο η ιστορία και η εν γένει παράδοση βαραίνουν υπερβολικά στις σύγχρονες εξελίξεις. Υπάρχουν στιγμές που κάποιος νιώθει ότι ο χρόνος έχει σταματήσει. Αυτό δεν αλλάζει με συνόδους σαν τη χθεσινή, παρά το γεγονός ότι οι εξελίξεις στην Ουκρανία διαφοροποιούν δυναμικές και προτεραιότητες. Υπό άλλες συνθήκες κανένας Γερμανός καγκελάριος δεν θα ξόδευε δύο ολόκληρες ημέρες στην περιοχή.

Για την Ελλάδα οι βαλκανικές χώρες είναι οι γείτονές της και, σύμφωνα με τους νόμους της γεωγραφίας, γείτονες δεν επιλέγεις. Επίσης, τυγχάνουν εμπορικοί εταίροι, διότι πάντα η εγγύτητα βοηθάει να γίνουν δουλειές και κυρίως να κινηθεί το εμπόριο. Πέραν τούτου από εδώ και πέρα δεν μπορεί κανείς να περιμένει πολλά, τουλάχιστον στο ορατό και –όσο γίνεται- προβλεπτό μέλλον. Φυσικά για τη χώρα μας, που είναι προσανατολισμένη στην Ευρώπη και ταυτόχρονα έχει να διαχειριστεί –αν όχι να αντιμετωπίσει- τον παράγοντα Τουρκία, η ησυχία στη γειτονιά είναι μεγάλη υπόθεση.

Όσο για τη Θεσσαλονίκη θα εξακολουθήσει επί μακρόν να μοιάζει και να συμπεριφέρεται ως η πλέον βαλκανική ελληνική πόλη. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Θόδωρος Αγγελόπουλος βασίστηκε στην ατμόσφαιρα και τον χαρακτήρα της Θεσσαλονίκης για να διηγηθεί τις δικές του βαλκανικές ιστορίες. Οι πολίτες από τη Σερβία, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, το Κόσοβο, τη Βοσνία, το Μαυροβούνιο, τη Βόρεια Μακεδονία και φυσικά την Αλβανία, που ζουν στη Θεσσαλονίκη ή την επισκέπτονται μαζικά και σταθερά τα Σαββατοκύριακα, τις γιορτές και τις σχόλες, αυτοί που επικοινωνούν στα ελληνικά μιλώντας την γλώσσα μας με έναν τραγουδιστό και ευγενικό τρόπο, δεν αφήνουν τη Θεσσαλονίκη να ξεχάσει –ακόμη κι αν το ήθελε- ποιας περιοχής αναφορά υπήρξε στο παρελθόν, μέχρι τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, χάρη στο λιμάνι και στο εμπόριο. Κάτι που θα μπορούσε να αναβιώσει, εάν στις δεκαετίες του 1990 και του 2000 οι ελληνικές κινήσεις ήταν διαφορετικές, περισσότερο στρατηγικές και οραματικές. Στο παρόν οι ευκαιρίες να παίξει η Θεσσαλονίκη τον βαλκανικό της ρόλο είναι περιορισμένες και αποσπασματικές, μία από αυτές ήταν η χθεσινή. Όσο για το μέλλον, κανείς δεν ξέρει, διότι πολλά θα εξαρτηθούν από την πορεία της Ελλάδας, αλλά και των επιμέρους προς Βορράν γειτόνων της.