Skip to main content

Η παραγωγή βασικός όρος επιβίωσης της οικονομίας στη Βόρεια Ελλάδα

Στη Θεσσαλονίκη νεοφυείς εταιρείες start ups βοηθούν ήδη στον εκσυγχρονισμό τόσο της επιχειρηματικότητας όσο και της παραγωγής.

Το παραγωγικό μοντέλο της Ελλάδας πρέπει να αλλάξει. Για την ακρίβεια πρέπει να εμπλουτιστεί και να διευρυνθεί. Οι αιτίες της κρίσης της δεκαετίας του 2010, οι εμπειρίες από την εφαρμογή τριών Μνημονίων και τα όσα συμβαίνουν στην εποχή του κορωνοϊού αποτελούν αδιάσειστες αποδείξεις ότι η χώρα πρέπει να προσαρμοστεί στα δεδομένα των ανεπτυγμένων κρατών. Χρειάζεται θεσμικές μεταρρυθμίσεις και διαφορετική νοοτροπία για να προχωρήσει, ώστε να μην είναι μόνο το θέρετρο της Ευρώπης.

Χρειάζεται επίσης ισόρροπη ανάπτυξη στο σύνολο των τομέων της οικονομίας. Το δόγμα της δεκαετίας του 1990, που διαμορφώθηκε υπό την πίεση και το σοκ των διεθνών εξελίξεων, τότε που η παγκοσμιοποίηση σάρωνε σαν τυφώνας τον πλανήτη και η ζωή μοίραζε ρόλους αλά καρτ σε διάφορες περιοχές, είναι, πλέον, ξεπερασμένο. Δεν υπάρχει πια στο χάρτη καμία σοβαρή χώρα με μονοδιάστατη οικονομική ανάπτυξη. Πολύ περισσότερο δεν υπάρχει καμία σοβαρή χώρα χωρίς παραγωγική βάση. Ούτε, όμως, και η Ελλάδα που ενδεχομένως για κάποιους ανάμεσά μας απέχει από το να θεωρείται σοβαρή χώρα, μπορεί να διαθέτει μια οικονομία που να βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στον τουρισμό, το εμπόριο και τις υπηρεσίες. Πρόκειται για ένα παρωχημένο μοντέλο που προκρίθηκε στη δεκαετία του 1990, συνέβαλε στην αποβιομηχάνιση της χώρας και τελικά οδήγησε σε μια οικονομία που νόμιζε ότι η κατανάλωση με δανεικά από μόνη της συνιστά πλούτο.

Μέχρι σήμερα –κυριολεκτικά- υπάρχουν πολιτικά πρόσωπα που πιστεύουν ότι η χώρα θα αναπτυχθεί στα σοβαρά ανακυκλώνοντας στο λιανεμπόριο τα επιδόματα που μοιράζει το κράτος είτε δανειζόμενο, είτε απομυζώντας το παραγωγικό κομμάτι της οικονομίας. Η σύνταξη του παππού, το χαρτζιλίκι στο εγγόνι, το χωρίς απόδειξη φραπεδάκι στο καφέ, που σερβίρει ο ανασφάλιστος φοιτητής και το μπλουζάκι από το Zara, που μπορεί να ράβεται σε διάφορα μέρη της Γης και τα λεφτά να καταλήγουν επίσης σε λογαριασμούς σε διάφορα μέρη της Γης. Όπως υπάρχουν και επιχειρηματίες που βολεύονται να διαφημίζουν μια Ελλάδα «χώρα τουρισμού και υπηρεσιών», πιθανόν διότι κάπου εκεί εμφιλοχωρούν τα συμφέροντα τους. Προσοχή τα συμφέροντά τους, όχι τα λεφτά τους, τα οποία όπως και τα λεφτά του Mr. Zara μπορούν να είναι οπουδήποτε. Και κάπως έτσι, με αυτή την άνεση, λένε δεξιά κι αριστερά ότι η χώρα δεν χρειάζεται αλλαγή παραγωγικού μοντέλου και θα είναι μια χαρά αν επικεντρωθεί σε αυτά που έχει ή μάλλον σε αυτά που της έχουν απομείνει… Είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα!

Το θέμα του παραγωγικού προτύπου επί του οποίου η χώρα θα βρει τελικά τον επόμενο προσανατολισμό της είναι εξαιρετικά σημαντικό για τη Θεσσαλονίκη. Μια πόλη που στην πραγματικότητα υποβαθμίστηκε πολύ τα τελευταία 30 χρόνια εξαιτίας της αποβιομηχάνισης. Μια πόλη που είχε από αιώνες εμπορικό χαρακτήρα, αλλά τα τελευταία 150 χρόνια ανέδειξε σημαντικές παραγωγικές μονάδες. Μια περιοχή που διαθέτει έναν εξαιρετικά αξιόλογο πρωτογενή τομέα και έναν ισχυρό αγροδιατροφικό κλάδο. Ακόμη και σήμερα στην Κεντρική Μακεδονία δραστηριοποιούνται σημαντικές μεταποιητικές επιχειρήσεις, που αντέχουν στον διεθνή ανταγωνισμό και αποτελούν αυθεντική απόδειξη ότι στην Ελλάδα μπορεί να υπάρξει παραγωγή. Για να προσφέρει στη χώρα εξωστρέφεια, προϊόντα με υπογραφή και εγχώρια προστιθέμενη αξία, επενδύσεις, καλές θέσεις εργασίας και στα δημόσια ταμεία φόρους. Μια πόλη και μια περιοχή που προσπαθούν εδώ και χρόνια να αναπτυχθούν τουριστικά, αλλά τα αποτελέσματα είναι πενιχρά. Που δεν καταφέρνουν να αξιοποιήσουν τα συγκριτικά τους πλεονεκτήματα. Εν μέρει διότι απουσιάζουν η παράδοση και η τεχνογνωσία. Και εν μέρει διότι η προβολή της Ελλάδας ως τουριστικός προορισμός τα τελευταία 70 χρόνια ήταν και παραμένει στο μοτίβο «ήλιος και θάλασσα». Κάτι που σε συνδυασμό με την ιστορία, τα μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς και τους αρχαιολογικούς χώρους έχει ως αποτέλεσμα στη συγκεκριμένη αγορά να κυριαρχούν το νότιο τμήμα της χώρας και τα νησιά. Η Βόρεια Ελλάδα παραμένει φτωχός συγγενής και οι λίγες απομονωμένες εξαιρέσεις απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Αλλά και η ίδια η Θεσσαλονίκη βρίσκεται ακόμη πολύ χαμηλά –πολύ χαμηλότερα απ’ όσο ενδεχομένως της αξίζει- στο πεδίο της διεθνούς επισκεψιμότητας, κάτι που στην εποχή του κορωνοϊού δεν είναι εύκολο να βελτιωθεί άμεσα.

Η ψηφιακή εποχή, η λεγόμενη 4η βιομηχανική επανάσταση, είναι κάτι που έχει τεράστιο ενδιαφέρον για τη Θεσσαλονίκη, πρωτίστως διότι ανήκει στην «οικονομία της γνώσης». Ήδη στην πόλη αναπτύσσονται –παρά την διαρροή εγκεφάλων στη δεκαετία του 2010- πολλές επιχειρηματικές πρωτοβουλίες. Νεοφυείς εταιρείες start ups που δημιουργούν υπεραξία, διαθέτουν έντονη εξωστρέφεια και στην πραγματικότητα βοηθούν πρακτικά στον εκσυγχρονισμό τόσο της επιχειρηματικότητας, όσο και της παραγωγής. Διότι πολλές και σημαντικές είναι οι ψηφιακές επενδύσεις στις οποίες προχωρούν οι καθιερωμένες επιχειρήσεις, κάτι που στη μεταποίηση συνιστά, πλέον, όρο επιβίωσης. Δεν είναι τυχαίο ότι στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης λειτουργεί εργοστάσιο βαριάς βιομηχανίας, η παραγωγή του οποίου σε σημαντικό βαθμό πραγματοποιείται με μεθόδους ρομπορικής και καταφέρνει να ανταγωνίζεται τους Κινέζους όχι μόνο σε ποιοτικά θέματα, κάτι που συμβαίνει και αλλού, αλλά και στο κόστος.

Για τη Βόρεια Ελλάδα κάθε ενίσχυση της βιομηχανικής προοπτικής της χώρας συνιστά κέρδος. Ας το έχουμε αυτό καλά υπόψιν μας. Ειδικά αυτή την περίοδο που ο κορωνοϊός –και κάθε κορωνοϊός στο μέλλον, την έλευση του οποίου κανείς δεν μπορεί ούτε να αποκλείσει, ούτε να προσδιορίσει- απέδειξε ότι στις περιοχές που έχουν ως κύρια δραστηριότητα τον τουρισμό, όπως η Χαλκιδική, η Πιερία και η Θάσος, η μονοκαλλιέργεια μπορεί να οδηγήσει σε αδιέξοδο.