Skip to main content

Η πρόταση δυσπιστίας του Αλέξη Τσίπρα που στόχο είχε να προλάβει μια ανάλογη σε βάρος του

Η επίτευξη και των δύο στόχων που είχε η πρόταση μομφής του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ είναι υπό συζήτηση. Άρα, ο πραγματικός στόχος ήταν άλλος

Απολύτως προβλέψιμη, πληκτική, δίχως το παραμικρό ενδιαφέρον, ήταν η τριήμερη συζήτηση επί της πρότασης δυσπιστίας την οποία κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ.

Γι' αυτό και ο απόηχός της δεν πρόκειται να διαρκέσει πέρα από το σημερινό πρωινό. Είναι βέβαιο πως ούτε και ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας ο οποίος πήρε αυτήν την πρωτοβουλία περίμενε κάτι διαφορετικό. Άλλες ήταν οι επιδιώξεις του, άσχετες με το κυβερνητικό ναυάγιο στον χιονιά του λεκανοπεδίου. Αυτό ήταν μόνον η αφορμή. Οι βασικοί στόχοι του ήταν κυρίως δύο. Ο πρώτος, να υπογραμμίσει ότι αυτός και μόνον αυτός είναι ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης της αντιπολίτευσης, βοηθούσης και της απουσίας του Νίκου Ανδρουλάκη από το Κοινοβούλιο κι ο δεύτερος, να παγώσει, έστω και προσωρινά, τις εσωκομματικές έριδες τις οποίες πυροδότησαν οι προτάσεις του για την εκλογή προέδρου και μελών της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ, από τα μέλη του.

Ήταν φανερό, όλες τις τελευταίες ημέρες, ότι η δημοσκοπική ανάκαμψη του ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ είχε θορυβήσει την ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Εξ ου και η αφύπνιση του κ. Τσίπρα ο οποίος, έπειτα από αδράνεια δυόμισι χρόνων αποφάσισε να ανοίξει τα χαρτιά του για τις αλλαγές στο κόμμα του. Ήταν η πρώτη αντίδρασή του στα στενάχωρα δημοσκοπικά δεδομένα του Ιανουαρίου. Όμως κι αυτή, αντί να βγάλει τον ΣΥΡΙΖΑ από τον λήθαργο, τον οδήγησε σε εσωστρέφεια καθώς σημαντική μερίδα κορυφαίων στελεχών τάχθηκε ευθέως κατά των προτάσεών του. Η πρόταση δυσπιστίας ήρθε να επιβάλει μια προσωρινή ανακωχή στις τάξεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης η οποία, βεβαίως, δεν πρόκειται να διαρκέσει, καθώς το κόμμα έχει εισέλθει ήδη σε πορεία προς το συνέδριο, όπου θα γίνει το τελικό ξεκαθάρισμα.

Αλλά και η επίτευξη του δεύτερου στόχου, δηλαδή της αναχαίτισης της δημοσκοπικής ανάκαμψης του ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ, είναι υπό συζήτηση. Κατά πόσο θα επιτευχθεί θα αποδειχθεί στο προσεχές μέλλον. Όμως, στον ΣΥΡΙΖΑ, δείχνουν να μην αντιλαμβάνονται ότι η επιδίωξή τους αυτή εξυπηρετεί συγχρόνως και τις εκλογικές επιδιώξεις της Νέας Δημοκρατίας. Εξηγούμαι. Κύρια στόχευση της πρότασης δυσπιστίας ήταν να φανεί ότι βασικοί παίκτες στο πολιτικό προσκήνιο είναι το κυβερνών κόμμα και η αξιωματική αντιπολίτευση. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Αλέξης Τσίπρας. Δηλαδή η ενίσχυση του δικομματισμού.

Αυτό όμως, πέρα από τον ΣΥΡΙΖΑ, εξυπηρετεί και τη ΝΔ. Το ζητούμενο για το κυβερνών κόμμα δεν είναι αν θα κερδίσει τις επόμενες εκλογές. Αυτό δεν αμφισβητείται ούτε από τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ. Το στοίχημα για τη ΝΔ είναι εάν το ποσοστό που θα επιτύχει στις εκλογές με απλή αναλογική θα της επιτρέψει να ζητήσει νέα προσφυγή στις κάλπες για την επίτευξη της αυτοδυναμίας. Διότι, εάν το κυβερνών κόμμα καταφέρει να καταγράψει ένα 35% με 36%, τότε θα δικαιούται να ζητήσει νέες εκλογές ώστε να πιάσει το αναγκαίο για την αυτοδυναμία 38% και κάτι. Εάν, όμως, το ποσοστό του στις πρώτες εκλογές υποχωρήσει στο 31% με 32% τότε το αίτημα για επαναληπτικές κάλπες θα φαντάζει ολίγον τυχοδιωκτικό.

Συνεπώς, όσο μικρότερη είναι η απόσταση της ΝΔ από τον ΣΥΡΙΖΑ, όσο δηλαδή ψηλώνει ο δικομματισμός, τόσο η πόλωση θα είναι μεγαλύτερη, κι αυτό, εκτός από την αξιωματική αντιπολίτευση, εξυπηρετεί τους στόχους και του κυβερνώντος κόμματος. Αλλά αυτό δεν φαίνεται να ενδιαφέρει σε αυτή τη φάση τον κ. Τσίπρα. Εκείνο που πρωτίστως τον απασχολεί είναι να εδραιώσει τη θέση του στο κόμμα του, εξ ου και το εγχείρημα της αναβάπτισής του από τη βάση, λίγο καιρό πριν από τις επόμενες εκλογές, ώστε σε περίπτωση νέας εκλογικής ήττας, ενδεχομένως μάλιστα και διπλής, να μη μπορεί κανείς να τον αμφισβητήσει. Εν ολίγοις, η πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης την οποία κατέθεσε ο κ. Τσίπρας, πραγματικό στόχο είχε να αποτρέψει μια πιθανή πρόταση δυσπιστίας σε βάρος του, από τους συντρόφους του.