Skip to main content

Η συντηρητική νοοτροπία φρενάρει τις επιχειρήσεις της Θεσσαλονίκης

Εάν το επιχερείν της πόλης ακολουθήσει τις εξελίξεις απρόθυμα και με αργούς ρυθμούς, το τρένο της νέας εποχής θα χαθεί για τους περισσότερους

Την ιστορία –υποστηρίζουν πολλοί- την κινούν κατά βάσιν δύο παράγοντες. Ο ένας είναι η οικονομία. Ο πόλεμος της Τροίας προφανώς έγινε για τον έλεγχο και τα διόδια του Ελλήσποντου, των στενών στα Δαρδανέλια, και όχι για τα μάτια της Ωραίας Ελένης, η οποία, πάντως, έγινε η αιτία να γραφτούν δύο αθάνατα έπη. Ο άλλος κινητής της ιστορίας είναι η νοοτροπία. Πολλές –για παράδειγμα- είναι οι περιπτώσεις μαχών που χάθηκαν επειδή ο θεωρητικά δυνατός υποτίμησε τον αντίπαλο, δηλαδή λόγω υπεροψίας.

Αν αυτά τα δεδομένα, που πιστοποιούνται διαρκώς ανά του αιώνες της ανθρώπινης παρουσίας στον πλανήτη Γη, τα μεταφέρουμε στον κόσμο των επιχειρήσεων θα διαπιστώσουμε πολλές αναλογίες. Προφανώς μια επιχείρηση καταρρέει για οικονομικούς λόγους. Χάνει πωλήσεις, καταγράφει ζημίες και τελικά δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της. Συνήθως, όμως, προηγείται η κακή –ας πούμε ακατάλληλη- νοοτροπία των διαχειριστών της, οι οποίοι δεν διέγνωσαν σωστά και έγκαιρα τις καταστάσεις. Αυτό που λέμε ανικανότητα στο επιχειρείν συνδέεται πάντα με την στρεβλή και κοντόθωρη αντίληψη των πραγμάτων, αλλά και την αδυναμία συνεργασίας με τους κατάλληλους ανθρώπους, δεδομένα που υποδηλώνουν κακή νοοτροπία. Στο ελληνικό παράδειγμα τα οικονομικά προβλήματα σε ορισμένες περιπτώσεις θεραπεύονται και ξεπερνιούνται. Τα ζητήματα νοοτροπίας, όμως, είναι καθοριστικά και ενίοτε καταδικαστικά και καταστροφικά.

Όλα τα παραπάνω, που μοιάζουν γενικά και αόριστα, αναμένεται να πρωταγωνιστήσουν το επόμενο διάστημα και να συμβάλλουν στην αναδιάταξη των δυνάμεων στην ελληνική αγορά. Επιχειρήσεις που άντεξαν τη λαίλαπα των μνημονίων και της κρίσης του κορωνοϊού κινδυνεύουν άμεσα, λόγω των νέων κανόνων που επιβάλλονται διεθνώς στο επιχειρείν και αφορούν τα πάντα: από τις χρηματοδοτήσεις μέχρι τις πωλήσεις. Πρόκειται για ζητήματα που αφορούν τη μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος, την ψηφιακότητα, την αποφυγή κακών πρακτικών και την υπεύθυνη και διάφανη εταιρική διακυβέρνηση. Στην πραγματικότητα πρόκειται για αλλαγή σελίδας, αφού το διεθνές σύστημα προβιβάζει επισήμως και θεσμικά, πλέον, τις επιχειρήσεις από ιδιωτικές εταιρείες  σε κοινωνικούς παράγοντες, που έτσι κι αλλιώς ήταν ανέκαθεν, με ευρύ ρόλο και αυξημένη υπευθυνότητα.

Για τη Θεσσαλονίκη οι εξελίξεις αυτές πιθανότατα θα αποδειχθούν κοσμογονικές. Η κοινωνία της πόλης είναι συντηρητική και γι’ αυτό η θέση της στο ευρύτερο περιβάλλον υποβαθμίζεται συνεχώς τον τελευταίο αιώνα, όσο κι αν η ιστορία και η γεωγραφία παραμένουν σύμμαχοι της Συμβασιλεύουσας και δεύτερης πόλης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.  Ομοίως συντηρητική είναι και η γενική εικόνα της επιχειρηματικής κοινότητας της πόλης. Μία απόδειξη γι’ αυτό είναι η ηχηρή απουσία των επιχειρηματιών από τις συλλογικότητες που υπάρχουν (Επιμελητήρια, Σύνδεσμοι κλπ.). Η συμμετοχή στα δρώμενα είναι περιορισμένη, ενώ και κάποιοι από αυτούς που συμμετέχουν το κάνουν επειδή κάτι έχουν στο μυαλό τους για τον εαυτό τους. Ή ακόμη επειδή θέλουν να βρίσκονται γενικώς και αορίστως μέσα στα πράγματα μήπως και προκύψει κάποια ευκαιρία –για τους ίδιους- που δεν μπορούν να προσδιορίσουν, έτσι γενικώς και αορίστως. Αν, λοιπόν, το επιχερείν της πόλης ακολουθήσει τις εξελίξεις απρόθυμα και με αργούς ρυθμούς, όπως έχει συμβεί στο παρελθόν –για παράδειγμα με την άνθιση του Χρηματιστηρίου στη δεκαετία του 1990- το τρένο θα χαθεί για πολλές εταιρείες της περιοχής.

Εάν, επίσης, δεν αλλάξει η κακώς εννοούμενη ιδιοκτησιακή αντίληψη των επιχειρηματιών, οι οποίοι θεωρούν ότι μόνοι τους –άντε και με τα μέλη της οικογένειας τους- θα παίρνουν τις αποφάσεις, τότε είναι πιθανό να μείνουν πίσω για έναν πολύ απλό λόγο: επειδή ορισμένες από τις καινούριες νόρμες δεν τις αντιλαμβάνονται ακριβώς ή τις θεωρούν… ακριβές, αφού βρίσκονται εντελώς έξω από τη δική τους λογική και τις πρακτικές που ασκούν οι ίδιοι επί δεκαετίες, πρακτικά μια ολόκληρη ζωή.

Κλιματική κρίση και πανδημία

Αυτή την περίοδο η συζήτηση γύρω από τη νέα εποχή για το επιχειρείν  επιταχύνεται καθημερινά λόγω της συγκυρίας, που κυριαρχείται από δύο συγκλονιστικές καταστάσεις: την κλιματική αλλαγή και επομένως την περιβαλλοντική επιβάρυνση του πλανήτη στα όρια της βιωσιμότητας, και την πανδημία, η οποία «κατάφερε» το αδιανόητο: να παγώσει την παγκόσμια οικονομία. Επειδή το θέμα βρίσκεται πολύ ψηλά στην ατζέντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των ΗΠΑ, των διεθνών οργανισμών και του χρηματοπιστωτικού συστήματος, δηλαδή των παγκόσμιων αγορών, κανείς δεν μπορεί να το προσπεράσει. Ήδη η ΕΕ με αφορμή τις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας και την επείγουσα ανάγκη για υγιή ανάπτυξη αξιοποιεί το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας για να εκσυγχρονίσει το σύστημα, θέτοντας υψηλούς στόχους που αφορούν την προστασία του περιβάλλον, την ψηφιακότητα και την χρηστή και διάφανη εταιρική διακυβέρνηση. Από τον ΟΗΕ μέχρι τα χρηματιστήρια του κόσμου και από τις κοινοτικές επιδοτήσεις μέχρι τον νέο Αναπτυξιακό νόμο της χώρας που θα τεθεί σε εφαρμογή μέχρι τα μέσα Ιανουαρίου, δημιουργούνται δείκτες «ESG», που αφορούν θέματα περιβάλλοντος, κοινωνίας και εταιρικής διακυβέρνησης που μπορούν να επηρεάσουν την ικανότητα μιας επιχείρησης να παράγει αξία μακροπρόθεσμα, οι οποίοι καθορίζουν τις δυνατότητες χρηματοδότησης μιας εταιρίας είτε από δημόσιους, είτε από ιδιωτικούς φορείς. Επίσης, δημιουργούνται «ομόλογα ESG», «πράσινα ομόλογα», «ψηφιακά ομόλογα», τα οποία τιμολογούνται ευνοϊκότερα και συμβάλλουν στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας μιας επιχείρησης και τελικά ενός ολόκληρου οικονομικού συστήματος. Οι επενδυτές χρησιμοποιούν τις πληροφορίες ESG προκειμένου να καθορίσουν πόσο ανθεκτική και έτοιμη είναι μια εταιρεία να διαχειρίζεται τις αλλαγές στο περιβάλλον που δραστηριοποιείται. Αλλά και οι καταναλωτές σε ολόκληρο τον κόσμο εμφανίζονται να επηρεάζονται αποφασιστικά για τις επιλογές τους από νέους παράγοντες, κυρίως από την επιβάρυνση του περιβάλλοντος και την χρηστή εταιρική διακυβέρνηση.  

Συζητώντας στο περιθώριο εκδηλώσεων που γίνονται από διάφορους φορείς στη Θεσσαλονίκη γι’ αυτά τα θέματα, με αφορμή το ταμείο Ανάκαμψης και τον νέο Αναπτυξιακό Νόμο (Σύνδεσμοι, Επιμελητήρια, τράπεζες κλπ.) κάποιοι από τους νεότερους των επιχειρήσεων –συχνά διάδοχοι στις διοικήσεις- δεν κρύβουν την ανησυχία τους για τις εξελίξεις, καθώς αντιλαμβάνονται, πλέον, από πρώτο χέρι τις αγκυλώσεις ενός συστήματος που δεν είναι φιλικό στις αλλαγές, πολύ περισσότερο στις ριζικές μεταρρυθμίσεις. Εξαίρεση αποτελούν οι νεοφυείς επιχειρήσεις, οι κατά κόσμον start ups, η φύση των οποίων αφενός συνάδει με καινοτομίες όχι μόνο στα προϊόντα και τις υπηρεσίες, αλλά και τις μεθόδους λειτουργίας, ενώ στις περισσότερες των περιπτώσεων δημιουργοί τους είναι νέοι άνθρωποι, οι οποίοι αποτελούν τη σύγχρονη εκδοχή των αυτοδημιούργητων επιχειρηματιών.    

ΥΓ. Εδώ και δεκαετίες το ελληνικό επιχειρείν «γέρνει» όλο και περισσότερο προς την πρωτεύουσα, όπου λειτουργούν οι μεγαλύτερες ελληνικές επιχειρήσεις. Επειδή -ευτυχώς ή δυστυχώς- τίποτα στις δουλειές δεν είναι τυχαίο, δεν αποκλείεται τα επόμενα χρόνια η απόσταση να διευρυνθεί ακόμη περισσότερο προς όφελος του… Μεγάλου Χωριού. Ας μη μας κάνει εντύπωση!

 2. Έχουν περάσει πολλά χρόνια, αλλά πρόκειται για πραγματική ιστορία που αξίζει να ειπωθεί. Στη δεκαετία του 1990 μεγάλη επιχείρηση του Δημοσίου στη Θεσσαλονίκη, επικεφαλής της οποίας είχε τοποθετηθεί επιχειρηματίας της πόλης, προγραμμάτιζε επένδυση εκατομμυρίων ευρώ, που θα ενδυνάμωνε την υποδομή της εταιρείας και ευρύτερα της περιοχής. Όταν ήρθαν τεχνοκράτες ευρωπαϊκών θεσμών για να εξετάσουν την υπόθεση από κοντά ο διοικητής τους έδειξε το χώρο, τους έκανε ένα καλό τραπέζι και τους παρέδωσε το φάκελο με τα δεδομένα του έργου. Λίγες εβδομάδες αργότερα ο φάκελος απορρίφθηκε, επειδή δεν υπήρχε σε αυτόν μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, κάτι εντελώς καινούριο για την εποχή. Η απογοήτευση του κ. Διοικητή στους συνομιλητές του ήταν έκδηλη, όπως και η απορία για την απόρριψη. Κάποιοι από αυτούς ακόμη θυμούνται τη φράση του: «Και τους τάισα κάτι ψάρια!».