Skip to main content

Η Θεσσαλονίκη απέφυγε άλλη μία άγονη συζήτηση για τη βαλκανική της προοπτική

Δεν συντρέχουν οι οικονομικές και θεσμικές αναλογίες, ώστε η σχέση της Ελλάδας με τη βαλκανική ενδοχώρα να αποκτήσει στρατηγικά χαρακτηριστικά.

Δεν εξελίχθηκε σε διαβαλκανικό φόρουμ το Thessaloniki Summit που διοργάνωσαν το περασμένο διήμερο ο Σύνδεσμος Βιομηχανιών Ελλάδος και το Forum των Δελφών. Ούτε –πολύ περισσότερο- πραγματοποιήθηκε Βαλκανική Διάσκεψη Κορυφής στη Θεσσαλονίκη, καθώς διάφοροι λόγοι, από την πανδημία του κορωνοϊού μέχρι την πολιτική αστάθεια που καταγράφεται σε αρκετές από τις βαλκανικές χώρες (Ρουμανία, Βουλγαρία, Βόρεια Μακεδονία, Βοσνία), απέτρεψαν την έλευση των ηγετών της περιοχής στη Θεσσαλονίκη. Ως αποτέλεσμα το φετινό Thessaloniki Summit θα καταγραφεί ως μία άχρωμη, υποβαθμισμένη –τουλάχιστον πολιτικά- διοργάνωση, αλλά όπως έλεγαν οι ένδοξοι πρόγονοι μας «ουδέν κακόν αμιγές καλού». Στην προκειμένη περίπτωση ο δημόσιος διάλογος «γλίτωσε» από έναν ακόμη τζούφιο γύρο συζητήσεων για τις προοπτικές της ανάπτυξης των Βαλκανίων και το ρόλο της Ελλάδας με επίκεντρο τη Θεσσαλονίκη. Μια υπόθεση περίπου άνευ αντικειμένου. Διότι η ανάδειξη της Θεσσαλονίκης και γενικότερα της Βορείου Ελλάδος σε καθοριστικό παράγοντα για τις οικονομικές και αναπτυξιακές εξελίξεις στα Βαλκάνια αποτελεί ξεπερασμένο σενάριο και σλόγκαν «Η Θεσσαλονίκη πρωτεύουσα των  Βαλκανίων» των δεκαετιών του 1990 και του 2000  Το στοίχημα για τη Θεσσαλονίκη επίκεντρο της περιοχής με προφανή οφέλη για όλους –εάν κάποτε το είχαν βάλει κάποιοι- έχει χαθεί οριστικά και αμετάκλητα. Η επιμονή να συνδέονται οι προοπτικές της Θεσσαλονίκης απευθείας με τις γειτονικές περιοχές είναι αδιέξοδη, επειδή είναι εντελώς θεωρητική και επί της ουσίας αποπροσανατολίζει τη συζήτηση.

Η Ελλάδα είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης εδώ και 41 χρόνια, που βρίσκεται στα Βαλκάνια. Ομοίως η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη του ελληνικού Βορρά, που λόγω γεωγραφίας βρίσκεται πολύ κοντά στα βόρεια σύνορα, ενώ λόγω Βυζαντίου και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έχει ιστορικούς δεσμούς με την περιοχή. Μέχρι εκεί . Διότι τα αναπτυξιακά χαρτιά για την ευρύτερη Βόρεια Ελλάδα παίζονται αλλού. Η μεγάλη επένδυση είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση των Περιφερειών και η αξιοποίηση κεφαλαίων και εργαλείων που προσφέρει. Στον παγκοσμιοποιημένο κόσμο της ψηφιακότητας, των αγορών, της οικονομίας και των επιχειρήσεων οι γεωγραφικοί παράμετροι έχουν σε σημαντικό βαθμό ατονήσει. Το γήπεδο απλώνεται σε όλο τον πλανήτη, τουλάχιστον στα όρια του ανεπτυγμένου κόσμου και σίγουρα σε μεγαλύτερη έκταση από τη Νοτιοανατολική Ευρώπη.
 
Οι ευπρόσδεκτοι γείτονες
 
Χωρίς αμφιβολία οι γείτονες είναι πάντα και παντού αφενός ευπρόσδεκτοι και αφετέρου χρήσιμοι. Διότι δημιουργούνται σχέσεις που θεμελιώνονται στην εγγύτητα. Η Ελλάδα συνορεύει με βαλκανικές χώρες, οπότε οι επαφές είναι δεδομένες. Ειδικά στη Βόρεια Ελλάδα η επισκεψιμότητα των γειτόνων για ψώνια στη Θεσσαλονίκη και διακοπές στη Χαλκιδική, την Πιερία και την Θάσο, είναι ευπρόσδεκτη. Όπως, επίσης, και η ενεργή δραστηριοποίηση, κυρίως των Βούλγαρων και των Βορειομακεδόνων, στην αγορά ακινήτων της περιοχής αποτελεί σημαντική αιμοδοσία για έναν τομέα που εδώ και δέκα χρόνια υποφέρει. Αντιστοίχως η επενδυτική και εμπορική δραστηριότητα των Ελλήνων στις γειτονικές χώρες –ιδιαίτερα επιχειρήσεων της Β. Ελλάδος-, που έχει αναπτυχθεί κυρίως λόγω της γεωγραφικής εγγύτητας ωφελεί και τις δύο πλευρές. Αυτή είναι η μέχρι στιγμής πλήρης περιγραφή μιας κατάστασης, που όσο κι αν θέλει κανείς να την αναβαθμίσει είτε ποσοτικά, είτε ποιοτικά ο κόπος του θα καταλήξει μάταιος. Κι αυτό διότι δεν συντρέχουν οι οικονομικές και θεσμικές αναλογίες, ώστε η σχέση της Ελλάδας με τη βαλκανική ενδοχώρα να αποκτήσει στρατηγικά χαρακτηριστικά, στα οποία θα αξίζει τον κόπο να επενδύσει κανείς μακροχρόνια με σαφείς και οριοθετημένους στόχους.

Τριάντα χρόνια μετά το άνοιγμα των συνόρων οι βαλκανικές χώρες παραμένουν ακόμη πολύ πίσω, καθώς τελικά η μετάβαση στο σύστημα της αστικής δημοκρατίας και της ελεύθερης οικονομίας αποδείχθηκε κάτι πολύ δυσκολότερο απ’ όσο πίστευαν πολλοί στην αρχή του δρόμου. Διότι προφανώς δεν αρκεί η πολιτική βούληση, ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι υπάρχει. Χρειάζονται οικονομικές προϋποθέσεις, θεσμικές συγκλίσεις και –το βασικότερο- κοινή γλώσσα συνεννόησης και κοντινή νοοτροπία. Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν εξασφαλίζονται αυτομάτως επειδή πρωθυπουργός σε μία βαλκανική χώρα αναδείχθηκε ένας νέος άνθρωπος, που φοίτησε σε καλά πανεπιστήμια της Ευρώπης και των ΗΠΑ. Ούτε αρκεί μια δήλωση προθέσεων ή ακόμη και μια υπογραφή σε μία εξ’ ορισμού αμφιλεγόμενη συμφωνία, ώστε όλη η υπόλοιπη Ευρώπη να άρει τις επιφυλάξεις της για την ωριμότητα ενός ή περισσότερων κρατών να προχωρήσουν σε ενταξιακές διαπραγματεύσεις. Στο κέντρο της Ευρώπης οι ισχυροί παράγοντες δεν κρύβουν ότι αν μπορούσαν θα ξανασκέφτονταν την τελευταία διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τουλάχιστον προς Ανατολάς.

Το γήπεδο στο οποίο οφείλουν να κυνηγήσουν την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη Ελλάδα και Θεσσαλονίκη είναι πρωτίστως η Ευρώπη και μέσω αυτής ο υπόλοιπος ανεπτυγμένος κόσμος. Η παγκοσμιοποίηση, στο βαθμό που σημαίνει δραστηριοποίηση χωρίς αυστηρές συνοριακές και συστημικές δεσμεύσεις ταιριάζει απόλυτα στο χαρακτήρα του Έλληνα, ενώ ταυτόχρονα δίνει τη δυνατότητα στη Θεσσαλονίκη να ανακτήσει με σύγχρονο τρόπο τον χαμένο της κοσμοπολιτισμό. Όλα τα υπόλοιπα είναι χρήσιμα, αλλά όταν αναδεικνύονται σε προτεραιότητες εκπίπτουν σε «άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε». Έκφραση της πιάτσας, στο όνομα και στο νόημα της οποίας, όμως, κάποιοι μεμονωμένοι ανάμεσα μας βιοπορίζονται, κάποιοι λιγότεροι πλουτίζουν και κάποιοι άλλοι έκαναν όνομα και καριέρα, ενώ πάντα υπάρχουν και οι… χομπίστες.

ΥΓ. Η γενικότερη ακύρωση της γραμμικής βαλκανικής προοπτικής της Θεσσαλονίκης που ήρθε εκ των πραγμάτων εδώ και χρόνια και επιβεβαιώνεται διαρκώς, συνιστά έναν ευρύτερο οδηγό για τις εξελίξεις. Ένα ακόμη «ουδέν κακό αμιγές καλού». Η ευρύτερη περιοχή αναζητά αναπτυξιακή ταυτότητα, ώστε να προσανατολίσει σχεδιασμούς, ενέργεια και κεφάλαια, αλλά στην εποχή μας το αποτέλεσμα αυτού του προβληματισμού δεν μπορεί να προέλθει ούτε με βάση τα σύνορα, ούτε μόνο απ’ όσα αποφασίζονται πίσω από κλειστές πόρτες με γνώμονα μία καλή ή μέτρια ιδέα που έχουν κάποια πολιτικά πρόσωπα ή άνθρωποι που χωρίς να έχουν πολιτική ιδιότητα –άρα και καμία εξουσιοδότηση- ενεργούν ως πολιτικοί. Τα σοβαρά ζητήματα στην εποχή μας είναι πολύπλοκα και η προσέγγιση τους πολυπαραγοντική. Στην ανάπτυξη δεν εμπλέκονται πολιτικοί, οικονομικοί, επιχειρηματικοί κοινωνικοί παράγοντες. Πολύ περισσότερο δεν την καθορίζουν οι κεφαλοκυνηγοί κονδυλίων και επιδοτήσεων.

Το αν η Θεσσαλονίκη θα εξελιχθεί σε  «πρωτεύουσα των Βαλκανίων», «πόλο καινοτομίας», «Χόλιγουντ της Ν.Α. Ευρώπης», «εκπαιδευτικό κέντρο» ή όλα αυτά μαζί και άλλα τόσα ακόμη, όπως επίσης και πόσο γρήγορα, αποτελεσματικά και με ποιους τρόπους θα προωθηθούν όλα αυτά, δεν υπακούει σε λογική «Μονόπολης». Διότι θα το σκεφτούν πολλοί, θα το συζητήσουν λιγότεροι, θα το τεκμηριώσουν ακόμη πιο λίγοι, αλλά θα το καθορίσει η πραγματικότητα, ως συνιστώσα όσων επί μέρους συμβαίνουν. Σήμερα που η συνεργασία ανθρώπων από τη μία άκρη του κόσμου στην άλλη είναι κάτι σχετικά απλό, όποιος δεν φροντίζει να δημιουργήσει ομάδα για να προωθήσει στόχους και σχέδια δεν έχει πιθανότητες επιτυχίας.