Skip to main content

Η Θεσσαλονίκη περιμένει πολλά από την «ανάσταση» στην κλωστοϋφαντουργία

Για την Ελλάδα, την Κεντρική Μακεδονία και τη Θεσσαλονίκη οι προοπτικές εξέλιξης του κλάδου της κλωστοϋφαντουργίας και της ένδυσης είναι ζωτικές.

Κρίσιμα αναμένεται να είναι τα επόμενα χρόνια για τον κλάδο της κλωστοϋφαντουργίας και της παραγωγής ετοίμου ενδύματος, που μέχρι πριν από 25 χρόνια ήταν ένας από τους πιο δυναμικούς της ελληνικής οικονομίας, με την καρδιά του να χτυπάει παραδοσιακά στη Θεσσαλονίκη και ευρύτερα στην Κεντρική Μακεδονία επί δεκαετίες. Μεταξύ των ανακατατάξεων που έχει επιφέρει στην παγκόσμια οικονομία ο κορωνοϊός είναι και η τάση που διαφαίνεται εκ μέρους των μεγάλων του λιανεμπορίου της Ευρώπης για αναθεώρηση των δεδομένων της εφοδιαστικής τους αλυσίδας.

Η αλλαγή των καταναλωτικών συνηθειών, αλλά και οι πρωτόγνωρες συνθήκες των μετακινήσεων, οδήγησαν τους τελευταίους 18 μήνες σε μεγάλα και κοστοβόρα σκαμπακεβάσματα ως προς το απόθεμα –από άδεια ράφια έως ξέχειλες αποθήκες-, καθώς η προμήθεια από τις ασιατικές χώρες, όπου τις τελευταίες δύο δεκαετίες γίνεται το 70% της παγκόσμιας παραγωγής, ήταν σε πολλές περιπτώσεις προβληματική. Έτσι κι αλλιώς τα τελευταία χρόνια στο λιανεμπόριο της Ευρώπης δείχνει να κερδίζει έδαφος η άποψη ότι η πλέον συμφέρουσα διαδικασία για τις προμήθειες προϊόντων είναι η πραγματοποίηση μικρότερων παραγγελιών, σε ευέλικτες μονάδες, που βρίσκονται σε σχετικά μικρή απόσταση, δηλαδή κάπου στην Ευρώπη, και οι οποίες μπορούν να ανταποκριθούν άμεσα και να εφοδιάσουν τα ράφια γρήγορα. Στόχος είναι να καλύπτονται οι ανάγκες με βάση την κατανάλωση, χωρίς να υπάρχει μεγάλο στοκ απόθεμα, η διαχείριση του οποίου κοστίζει. Κάτι τέτοιο είναι αδύνατο να συμβεί σε παραγγελίες που δίνονται –για παράδειγμα- στην Κίνα, καθώς απαιτούνται μεγάλες ποσότητες και μακροπρόθεσμος προγραμματισμός, που σε πολλές περιπτώσεις αποδεικνύεται άστοχος.

Όλα αυτά σε συνδυασμό αφενός με τις πολύ μεγάλες αυξήσεις στα μεταφορικά –το τελευταίο εξάμηνο έχει εξαπλασιαστεί το κόστος μεταφοράς ενός κοντέινερ από την Ασία στην Ευρώπη- και αφετέρου με την διαρκώς αυξανόμενη ευαισθησία των Ευρωπαίων καταναλωτών σε θέματα αειφορίας και κυκλικής οικονομίας, αλλά και την ενίσχυση των ηλεκτρονικών καναλιών πώλησης, έχουν οδηγήσει τις μεγάλες εταιρείες του κλάδου να επιδιώκουν την έστω εν μέρει απεξάρτηση τους από τους Ασιάτες κατασκευαστές και την μεταφορά τμήματος της παραγωγής στην Ευρώπη, κυρίως στον ευρωμεσογειακό νότο, της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένης. Λαμβάνοντας υπόψιν τα νέα δεδομένα, η Κομισιόν στην πρόσφατη λόγω covid-19 αναθεώρηση της βιομηχανικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει συμπεριλάβει την αλυσίδα κλωστοϋφαντουργίας ένδυσης μεταξύ των 14 σημαντικότερων οικονομικών δραστηριοτήτων στην Ευρώπη, κάτι που αποτελεί στροφή 180 μοιρών στην αντίληψη που επικρατούσε για το συγκεκριμένο κλάδο τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Προφανώς, αυτή η νέα Ευρωπαϊκή στάση σημαίνει ότι θα υπάρξουν και συγκεκριμένα κίνητρα, ώστε η παραγωγή κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων να επιστρέψει στη Γηραιά Ήπειρο. Επίσης, σημαίνει ότι ακόμη και για παραγωγή που θα γίνεται εκτός της ευρωπαϊκής επικράτειας οι έλεγχοι των προδιαγραφών θα είναι αυστηροί, κάτι που σημαίνει αυξημένο κόστος και άρα μειωμένη ανατγωνιστικότητα έναντι των παραγόμενων εντός ευρωπαϊκού εδάφους προϊόντων.

Για την Ελλάδα, την Κεντρική Μακεδονία και τη Θεσσαλονίκη οι προοπτικές της συγκεκριμένης εξέλιξης είναι σημαντικές. Μάλιστα, συμπίπτουν με μία ανάκαμψη του κλάδου των επιχειρήσεων κλωστοϋφαντουργίας και ένδυσης την τελευταία πενταετία, που μπορεί να διακόπηκε λόγω κορωνοϊού, αλλά αυτό συνέβη διότι «φρέναρε» η παγκόσμια οικονομία στο σύνολο της. Άλλωστε η βιομηχανία της μόδας καταγράφεται ως ο τρίτος κατά σειρά πληττόμενος κλάδος παγκοσμίως στην εποχή του κορωνοϊού, μετά τον τουρισμό και τις αερομεταφορές. Από τα 3 δισ. ευρώ ετήσιου τζίρου του κλάδου στην Ελλάδα, τα 2 δισ. ευρώ αφορούν εξαγωγές, ενώ πάνω από το 50% των εξαγώγιμων ετοίμων ενδυμάτων είναι επώνυμα, κάτι που ασφαλώς σημαίνει ποιοτική αναβάθμιση και υψηλή προστιθέμενη αξία. Άλλωστε οι επιχειρήσεις που παραμένουν ενεργές και δραστήριες τα τελευταία χρόνια έχουν εκσυγχρονιστεί αξιοποιώντας την εξέλιξη της τεχνολογίας και της ψηφιακότητας, προκειμένου να καινοτομήσουν, αλλά και να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα τους. Παράλληλα πολλές από αυτές εξακολουθούν να διαθέτουν παραγωγικές βάσεις στα νότια και τα δυτικά Βαλκάνια, επιδιώκοντας να επιτύχουν ένα μείγμα που θα τους επιτρέψει να διαμορφώσουν ανταγωνιστικά κοστολόγια Σημειώνεται ότι στις καλές εποχές της ελληνικής κλωστοϋφαντουργίας και ένδυσης, πριν από 30 ή 40 χρόνια, πάνω από το 90% των εξαγωγών ήταν ανώνυμα φασόν προϊόντα με σχετικά περιορισμένη εγχώρια προστιθέμενη αξία.

Ένα ακόμη από τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της Ελλάδας στην κλωστοϋφαντουργία και την ένδυση είναι το βαμβάκι. Η χώρα μας παράγει το 80% του βαμβακιού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κάτι που σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις του κλάδου έχουν ευχερή πρόσβαση σε πρώτη ύλη.

Όπως υπογραμμίζουν παράγοντες της συγκεκριμένης αγοράς του κλάδου, οι οποίοι ποντάρουν σε ταχείες εξελίξεις τα επόμενα ένα - δύο χρόνια, οι ελληνικές επιχειρήσεις κλωστοϋφαντουργίας και ένδυσης θα χρειαστεί να διαχειριστούν το ζήτημα του εργατικού δυναμικού, που έχει καταστεί πολύπλοκο. Με τον κλάδο να φθίνει τα τελευταία 25 – 30 χρόνια, το προσωπικό των επιχειρήσεων ελάχιστα έχει ανανεωθεί και σήμερα είναι γερασμένο. Επομένως επείγει να μπει νέο αίμα, ώστε να μεταφερθεί η τεχνογνωσία και η εμπειρία των παλαιότερων και να μην υπάρξει κενό, όπως έχει συμβεί σε άλλους κλάδους της οικονομίας παλαιότερα, στην Ελλάδα και διεθνώς.

Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς και πάλι εκατοντάδες βιοτεχνίες ρούχων να λειτουργούν στη Θεσσαλονίκη και πολλές χιλιάδες ανθρώπων να κερδίζουν σε αυτές το ψωμί τους, όπως συνέβαινε στις δεκαετίες του 1970 και του 1980. Οι εποχές έχουν αλλάξει, οι μέθοδοι παραγωγής έχουν αλλάξει, η αγορά έχει αλλάξει. Όπως παντού. Το να υπάρξει, πάντως, μια νέα δυναμική στον κλάδο, με αύξηση του αριθμού των επιχειρήσεων και των εργαζομένων και διεύρυνση της παραγωγής, είναι κάτι εφικτό και ως ένα σημείο ορατό. Επιχειρήσεις που δεν θα λειτουργούν, ίσως, στα υπόγεια, στα ισόγεια και στους ορόφους των πολυκατοικιών των οδών Βαλαωρίτου ή Πτολεμαίων, που άλλοτε άκμαζαν, αλλά ενδεχομένως να ζωντανέψουν κάποια έρημα σήμερα βιομηχανικά κτήρια στα δυτικά και στα ανατολικά του πολεοδομικού συγκροτήματος. Είναι σαφές ότι οποιαδήποτε παραγωγική ανάκαμψη της χώρας, οποιαδήποτε τόνωση της βιομηχανίας και της βιοτεχνίας αποτελεί καλό νέο για την Κεντρική Μακεδονία και τη Θεσσαλονίκη. Η περιοχή όχι μόνο έχει σημαντική μεταποιητική παράδοση, αλλά χάρη στις πολλές ακόμη επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε αρκετούς κλάδους της παραγωγής, διατηρούν ακέραια την κουλτούρα που απαιτείται όταν ένα παραγωγικό σύστημα μπαίνει μπροστά για να δώσει σχήμα, μορφή και συγκεκριμένη χρήση στην απρόσωπη πρώτη ύλη.