Skip to main content

Η Θεσσαλονίκη πληρώνει ακριβά την… ιδιαιτερότητα του ελληνικού συστήματος

Το ελληνικό σύστημα παραμένει αθηνοκεντρικό, συγκεντρωτικό, γραφειοκρατικό, αναποτελεσματικό και με εξαιρετικά χαμηλές ταχύτητες

Ως γνωστόν η νίκη έχει πολλούς πατεράδες, ενώ η ήττα παραμένει πάντα ορφανή. Για την ακρίβεια πεντάρφανη, αφού η ανάληψη ευθύνης για ένα κακό αποτέλεσμα στη χώρα μας περιορίζεται κατά βάσιν στους προπονητές, οι οποίοι συχνά αναλαμβάνουν ακόμη και ευθύνες που δεν έχουν, προκειμένου να σώσουν οτιδήποτε κι αν σώζεται, αφού η ομάδα έχει αγώνα και την επόμενη εβδομάδα και οι παίκτες χρειάζονται.

Η Θεσσαλονίκη στο δεύτερο κύμα της πανδημίας έχει υποστεί δεινή ήττα. Η σημερινή παρουσία του Κ. Μητσοτάκη απλώς πιστοποιεί το αποτέλεσμα. Κανονική πανωλεθρία, εάν σκεφτεί κανείς ότι μέχρι στιγμής έχουν επιταχθεί δύο ιδιωτικές κλινικές με 200 κλίνες για την περίθαλψη ασθενών με κορωνοϊό κι έχει δημιουργηθεί από τις ένοπλες δυνάμεις ένα νοσοκομείο εκστρατείας στον περίβολο του 424 Γενικού Στρατιωτικού Νοσοκομείου. Μετά από ένα μήνα καραντίνας παρακαλώ! Αυτή η εικόνα δεν κρύβεται. Σήμερα ο πρωθυπουργός θα επισκεφθεί τα μεγάλα νοσοκομεία της Θεσσαλονίκης για να διαπιστώσει ο ίδιος την κατάσταση και θα συσκεφθεί στο Διοικητήριο με τους τοπικούς παράγοντες. Σε μια προσπάθεια –μεταξύ άλλων- να καλυφθεί και το χάσμα ανάμεσα στην κεντρική και τις ντόπιες εξουσίες, που το τελευταίο διάστημα μεγάλωσε.

Η Θεσσαλονίκη στην πραγματικότητα –τουλάχιστον σε ότι αφορά τα μεγάλα γεγονότα- είναι μικρή, σαν μια γειτονιά. Όλοι λίγο πολύ έχουν κάποιον συγγενή ή γνωστό με πρόβλημα Covid-19. Ακόμη και κάποιον γιατρό ή μέλος νοσηλευτικού ή διοικητικού προσωπικού σε νοσοκομείο και μαθαίνουν πολλά από πρώτο χέρι.  Όλοι έχουν μάτια και βλέπουν, αλλά και αφτιά και ακούνε. Άκουσαν –για παράδειγμα- τον Κυριάκο Μητσοτάκη από το βήμα της Βουλής να αναγνωρίζει χαλαρότητα στον κρατικό μηχανισμό και να επιρρίπτει ένα μέρος της ευθύνης στις τοπικές αρχές. Το υπόλοιπο προφανώς στους υπουργούς του. Και παρακολουθούν  τις τελευταίες ημέρες μια σειρά διαρροών εάν έγιναν έλεγχοι από διάφορες αρμόδιες και συναρμόδιες υπηρεσίες και εάν οι έλεγχοι αυτοί ήταν λίγοι, πολλοί, στοχευμένοι ή για τα μάτια του κόσμου. Προφανώς πρόκειται για άσφαιρα πυρά.

Μόνο που η Ελλάδα –ευτυχώς ή δυστυχώς- δεν είναι ομόσπονδη χώρα. Καμία περιοχή δεν ρυθμίζει μόνη τα του οίκου της. Πάντα απαιτείται η συνδρομή ενός κράτους – πατερούλη. Αυτό σημαίνει ότι οι βραχίονες της κεντρικής εξουσίας στην περιοχή συνιστούν επιλογές υπουργείων, υπηρεσιών και άλλων συστημάτων εξουσίας. Η ευθύνη για όσα συμβαίνουν βαραίνει το κέντρο, καθώς οι τοπικές υπηρεσίες κινούνται με βάση τα σήματα που εισπράττουν από την Αθήνα, στην οποία λογοδοτούν. Όσο για τους εκλεγμένους άρχοντες της περιοχής έχουν περιορισμένες αρμοδιότητες και ακόμη λιγότερους πόρους να εφαρμόσουν μέτρα που ενδεχομένως θα αποφάσιζαν. Γι’ αυτό άλλωστε και παγίως διεκδικούν δικαίως περισσότερες και πιο ουσιαστικές αρμοδιότητες. Μέχρι να τις αποκτήσουν το μόνο που τους μένει είναι να προτείνουν μέσω των επίσημων καναλιών, να γκρινιάζουν δημοσίως και ενίοτε παρασκηνιακά να χτυπούν «το χέρι στο τραπέζι», κάτι που στην περίπτωση του κορωνοϊού έγινε με φειδώ – στο πρώτο κύμα της πανδημίας για να κλείσει η πρόσβαση των πολιτών στην παραλία και στο δεύτερο ίσα ίσα για να μην κλείσουν τα μαγαζιά που είχαν τη δυνατότητα για take away. Τουλάχιστον αυτά μαθεύτηκαν… Οι πιο δραστήριοι από τους τοπικούς άρχοντες έχουν, τουλάχιστον, την εξυπνάδα να αξιοποιούν ευρωπαϊκά προγράμματα, όπως συνέβη το τελευταίο διάστημα με επιδοτήσεις σε επιχειρήσεις κοντά στα 200 εκατ. ευρώ, που διαχειρίστηκε η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας. Λίγα λεφτά για ένα τόσο μεγάλο πρόβλημα, αλλά, πολύ σημαντική βοήθεια για τους δικαιούχους. Για να μη μιλήσουμε για τους βουλευτές της περιοχής, οι οποίοι αισθάνονται –και πιθανόν είναι- ενταγμένοι αποκλειστικά στο παιχνίδι της κεντρικής πολιτικής σκηνής, με αποτέλεσμα να κινούνται αναλόγως. Σε απλά ελληνικά το τοπικό πρόβλημα με την πανδημία τους αφορά λίγο, ίσως επειδή είναι πραγματικά καυτό και μπορεί να μουτζουρώσει χέρια και υπολήψεις. Όσο για τους παραγωγικούς φορείς μοιάζουν να είναι περιθωριοποιημένοι οικεία βουλήσει. Προφανώς η πανδημία συνιστά τεράστιο και πολυπαραγοντικό θέμα, το πιο πολύπλοκο που έχει εμφανιστεί στην Ελλάδα εδώ και πολλές δεκαετίες, οπότε είναι δύσκολο για κάποιον –πέραν της κεντρικής εξουσίας, που έχει το μαχαίρι και το πεπόνι- να κάνει οτιδήποτε ουσιώδες.

Όλα αυτά που συμβαίνουν έχουν ένα και μόνο αποτέλεσμα: να μην αποδίδονται ευθύνες σχεδόν ποτέ. Και όταν κάτι τέτοιο γίνεται στα σοβαρά τα βέλη να στρέφονται μόνο στον πρωθυπουργό, τους υπουργούς και άλλους εκπροσώπους της κεντρικής εξουσίας. Δηλαδή σε κανέναν, αφού οι κορυφαίοι θεσμικοί παράγοντες στην Ελλάδα δεν αναλαμβάνουν παρά σε απειροελάχιστες περιπτώσεις –πρακτικά ποτέ- την ευθύνη, ούτε καν για τα προφανή. Ως γνωστόν στη χώρα μας κάθε κριτική σε πολιτικό πρόσωπο «βαφτίζεται» κομματική αντιπαράθεση και καταλήγει άγονη. Εν προκειμένω ακόμη και κάποια tweets που ανέβηκαν με ψήγματα κριτικής για τις καθυστερήσεις που εμφανώς υπήρξαν στην οργάνωση του υγειονομικού συστήματος στη Θεσσαλονίκη από πολιτικά πρόσωπα του κεντροδεξιού χώρου –και μάλιστα πολύ έγκαιρα-, κατέβηκαν τάχιστα με άνωθεν παρεμβάσεις.

Με δύο λόγια: η Θεσσαλονίκη πληρώνει εκτός από τον απείθαρχο και επιπόλαιο χαρακτήρα κάποιων από τους κατοίκους και τους επισκέπτες της, την αναποτελεσματικότητα του ελληνικού συστήματος. Το οποίο παρά τις κατά καιρούς πανωλεθρίες –η περίπτωση της Θεσσαλονίκης είναι η πιο πρόσφατη, υπάρχουν πολλές δυσάρεστες και στενάχωρες- παραμένει αθηνοκεντρικό, συγκεντρωτικό, γραφειοκρατικό, αναποτελεσματικό και κινείται με εξαιρετικά χαμηλές ταχύτητες. Ένα μοντέλο πάνω στο οποίο –κακά τα ψέματα- έχουν στηθεί και όλα τα ψευτοαντίγραφα εξουσίας στην ελληνική περιφέρεια, με πρώτη και καλύτερη την αυτοδιοίκηση, που μπορεί να είναι εκλεγμένη, αλλά εν μέσω των μηχανισμών της κεντρικής εξουσίας και των διαδικασιών του ελληνικού δημοσίου παραμένει σε σημαντικό βαθμό εξαρτώμενη από την κεντρική εξουσία. Τα πρόσωπα παίζουν –και πάντα θα παίζουν- ρόλο, αλλά με το υφιστάμενο θεσμικό και ρυθμιστικό σχέδιο ο ρόλος αυτός είναι μοιραία περιορισμένος.

Αυτά προς το παρόν: το θέμα για τις επόμενες ημέρες είναι να αντέξει το σύστημα για λίγο ακόμη και το κορωνο-κάραβο του δεύτερου κύματος της πανδημίας στη Θεσσαλονίκη να προσαράξει όσο γίνεται πιο ομαλά και με τις λιγότερες δυνατές συνέπειες, τόσο σε απώλεια ανθρώπων όσο και σε ταλαιπωρία ασθενών.

ΥΓ. Ένα πράγμα για το οποίο είναι ακόμη υπερήφανος ο Γιάννης Μπουτάρης από τη θητεία του ως δήμαρχος Θεσσαλονίκης είναι ότι κατάφερε –όπως ο ίδιος λέει- να περικόψει κατά 50% τις υπογραφές στην έκδοση εγγράφων. Ενώ σε ένα προγραμματισμένο ραντεβού κάποιας εξέτασης σε δημόσιο νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης, το περίφημο παραπεμπτικό πριν παραδοθεί στους γιατρούς που θα πράξουν τα δέοντα με τον εξεταζόμενο φορτώνεται με πέντε, έξι ή επτά διαφορετικές σφραγίδες και υπογραφές, τις οποίες ενίοτε για λόγους ταχύτητας βάζει ο ίδιος υπάλληλος που κάθεται πίσω από το τζάμι. Αλλά κι ένας υπουργός Μακεδονίας – Θράκης, πριν από όχι και τόσο πολλά χρόνια, κυκλοφορούσε με ένα φορτωμένο ημερήσιο πρόγραμμα συναντήσεων με εκπροσώπους φορέων και παρουσίας σε εκδηλώσεις φορέων. Συνήθιζε, μάλιστα, να δικαιολογεί αυτή την πρακτική λέγοντας «δεν έχω που δεν έχω αρμοδιότητες, τουλάχιστον ας αισθάνονται οι άνθρωποι το κράτος κοντά τους».