Skip to main content

Η τοπική γκρίνια για τον ανασχηματισμό και μια Θεσσαλονίκη χαμένη στη… μετάφραση

Αν όλα τα ανοιχτά θέματα της Θεσσαλονίκης προχωρήσουν γρήγορα, έχει σημασία εάν ο υπουργός που θα τα καταφέρει είναι από την Κρήτη ή την Αττική;

Στη δεκαετία του 1980, όταν οι γυναίκες που έπαιζαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην πολιτική σκηνή ήταν λίγες, μετρημένες στα δάχτυλα, το ΠΑΣΟΚ που κυβερνούσε, στην προσπάθεια του να αποδείξει ότι είναι σύγχρονο κόμμα, είχε θεσπίσει υποχρεωτική ποσόστωση για τις γυναίκες που θα συμμετείχαν στην Κεντρική Επιτροπή, που τότε ήταν ένα πραγματικά κραταιό όργανο, σε ένα κόμμα που είχε δύναμη, ασκούσε επιρροή και συχνά επέβαλε θέσεις και απόψεις στην κυβέρνηση. Χρόνια μετά η ποσόστωση των γυναικών, από τα ψηφοδέλτια των κομμάτων μέχρι –πρόσφατα- τα Διοικητικά Συμβούλια οργανισμών και εταιρειών, έγινε όχημα προώθησης της ισότητας στο δημόσιο βίο και την οικονομική ζωή, με απτά αποτελέσματα. Πολλοί υποστήριζαν παλαιότερα και εξακολουθούν να υποστηρίζουν ότι η ποσόστωση σε πολλές περιπτώσεις στρεβλώνει καταστάσεις, αλλά η αλήθεια είναι ότι για να επιτευχθεί η ισότητα των φύλων στην ελληνική κοινωνία χρειάζονταν τέτοιου τύπου υποχρεωτικές παρεμβάσεις, οι οποίες συνέβαλαν στη θεραπεία ενός υπαρκτού κοινωνικού προβλήματος.

Στη χθεσινή σύσκεψη του πρωθυπουργού με τους βουλευτές και τους κομματικούς παράγοντες της Θεσσαλονίκης, τέθηκε ζήτημα υποεκπροσώπησης της περιοχής στο νέο κυβερνητικό σχήμα. Δύο υφυπουργοί, εκ των οποίων ο ένας βουλευτής και ο άλλος εξωκοινοβουλευτικός, είναι τα μόνα πρόσωπα της σημερινής κυβέρνησης που συνδέονται απευθείας με την πόλη, κάτι που οι τοπικοί πολιτικοί παράγοντες δεν θεωρούν αρκετό.

Όπως είναι φυσικό η απάντηση των Κ. Μητσοτάκη ήταν ακραία τυπική, υπό την έννοια ότι ο καθένας στη θέση του την ίδια θα έδινε, ώστε και πολιτικά ορθός να είναι και να ξεμπερδεύει. Σημασία δεν έχει πόσους υπουργούς έχει η Θεσσαλονίκη –είπε- αλλά τι έργο γίνεται στην περιοχή. Υπάρχει κάποιος που μπορεί να διαφωνήσει με αυτή τη θέση; Αν –λέμε τώρα- όλα τα ανοιχτά θέματα της Θεσσαλονίκης (έργα κλπ.) προχωρήσουν γρήγορα έχει σημασία εάν ο υπουργός που θα τα καταφέρει είναι από την Κρήτη, τα Ιωάννινα ή τον Βόρειο τομέα της Αττικής;

Η αλήθεια που συχνά στην πολιτική έχει δύο όψεις βρίσκεται κάπου στη μέση. Είναι, δηλαδή, θέμα μετάφρασης. Από τη μία πλευρά έχουμε μια παγιωμένη νοοτροπία κατεστημένων πολιτικών παραγόντων της Θεσσαλονίκης –οι περισσότεροι από τους βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας στην περιοχή εκλέγονται δεκαετίες ολόκληρες, ορισμένοι χωρίς αντίπαλο- ότι τα κυβερνητικά σχήματα οφείλουν να υπακούν σε γεωγραφικές παραμέτρους. Κάτι που σημαίνει ότι η δεύτερη σε μέγεθος πόλη της χώρας –και μάλιστα η Θεσσαλονίκη-δεν μπορεί να μένει στην… απέξω. Αν αυτό ισχύει –όπως οι ίδιοι πιστεύουν- προφανώς η… μοιρασιά δεν μπορεί παρά να γίνει ανάμεσα στους… κατεστημένους, ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι κάποιοι εξ αυτών δεν έχουν αποδείξει και πολλά πέραν της εκλογής τους, ενώ κάποιοι άλλοι επί χρόνια κάνουν ασκήσεις… αφωνίας. Η εξουσία του υπουργού, ακόμη και του υφυπουργού, είναι γλυκιά και αξιοποιήσιμη –πέραν των άλλων- και στην υπόθεση της επανεκλογής στις επόμενες εκλογές.

Από την άλλη κάθε πρωθυπουργός εκείνο για το οποίο καίγεται είναι να κάνει τη δουλειά του. Να υπάρξει δηλαδή παραγωγικό έργο, από πρόσωπα είτε ιδιαίτερης πολιτικής βαρύτητας, είτε σημαντικών ικανοτήτων, που θα δώσουν πόντους στην κυβέρνηση του. Δευτερευόντως υπάρχουν οι πολιτικές φιλίες. Με αυτά τα δεδομένα η στάση του Κυριάκου Μητσοτάκη έναντι της Θεσσαλονίκης εξηγείται επαρκέστατα. Αφενός κρίνει ότι δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή στη λίστα των βουλευτών της Ν.Δ στη Θεσσαλονίκη –εξαιρείται ο πρώην πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής, ο οποίος έτσι κι αλλιώς βρίσκεται εκτός της συγκεκριμένης συζήτησης- κάποιο άλλο πρόσωπο ιδιαίτερης πολιτικής βαρύτητας. Όπως ήταν επί Ανδρέα Παπανδρέου ο Άκης Τσοχατζόπουλος και σε κάποια φάση ο Στέλιος Παπαθεμελής, επί Σημίτη ο Ευάγγελος Βενιζέλος και στη Ν.Δ. επί Κωνσταντίνου Μητσοτάκη ο Σωτήρης Κούβελας, για να θυμηθούμε μερικές περιπτώσεις. Στελέχη, δηλαδή, που έπαιζαν πρωταγωνιστικό ρόλο στο επίκεντρο της κεντρικής πολιτικής σκηνής της χώρας. Το πώς και γιατί αναδείχθηκαν τόσο ψηλά και πως ακριβώς αξιοποίησαν τη δύναμη και την επιρροή τους είναι μια άλλη συζήτηση. Αφετέρου είναι ξεκάθαρο ότι ο σημερινός Μητσοτάκης στη Θεσσαλονίκη έχει… πρόβλημα. Ούτε εσωκομματικούς υποστηρικτές είχε στην πορεία για την ηγεσία του κόμματος ούτε κάποια ιδιαίτερη επίδοση στις εκλογές του 2019. Το αντίθετο. Η Νέα Δημοκρατία στη Θεσσαλονίκη πέτυχε τη μικρότερη διαφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ, γύρω στο 3%, από τους 48 νομούς που ήταν πρώτο κόμμα.

Στη Θεσσαλονίκη οι… επαγγελματίες Θεσσαλονικείς πολιτικοί είναι αρκετοί σε όλα τα κόμματα. Όσοι στη ρητορική τους προβάλλουν μονίμως τη διαφορά Θεσσαλονίκης – Αθήνας και όσοι με αφορμή το Μακεδονικό υπερθεματίζουν για «τα ιερά και τα όσια της ελληνικής Μακεδονίας». Συχνά αυτός ο συνδυασμός έχει αποτελέσματα, δηλαδή στηρίζει και υποστηρίζει κομματικές καριέρες. Σε ορισμένες περιπτώσεις καταφέρνει να «κόψει» άξιους αντιπάλους ή να ελέγξει το εσωκομματικό παίγνιο αλλιώς. Όπως, άλλωστε, συμβαίνει παντού στην Ελλάδα όταν ένα πολιτικό πρόσωπο παίζει σωστά το χαρτί του τοπικισμού ή παραλαμβάνει την οικογενειακή σκυτάλη. Μέχρι εκεί, όμως. Όταν έρχεται η ώρα ανάθεσης κυβερνητικών ευθυνών τα κριτήρια επιλογής των πρωθυπουργών και όσων τους επηρεάζουν είναι άλλα. Μπορεί να μην αρέσουν στους Θεσσαλονικείς που θεωρούν ότι αδικούνται, αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα. Εφόσον έχουν αποφασίσει να παίξουν σε αυτό το γήπεδο -και μάλιστα επί δεκαετίες- οφείλουν να το γνωρίζουν και να είναι λίγο πιο προσεκτικοί στα περί υποεκπροσώπησης. Εκτός και αν αυτή η… γκρίνια εντάσσεται στο εσωτερικό πολιτικό και κομματικό παιχνίδι της πόλης. Οι επόμενες εκλογές δεν αργούν…

ΥΓ. Πριν από αρκετά χρόνια τέτοιες ημέρες λίγο πριν από τη ΔΕΘ –λεπτομέρειες δε λέμε, ηλικίες δεν θίγουμε- υπουργός παραγωγικού υπουργείου και μεγάλης βαρύτητας που δεν εκλέγονταν στη Θεσσαλονίκη, τηλεφώνησε σε έναν δημοσιογράφο της πόλης, με τον οποίο υπήρχε μόνο μια τυπική γνωριμία μέσω του ρεπορτάζ. Ο συγκεκριμένος δημοσιογράφος είχε μεταφέρει εκείνη την ημέρα στην τοπική εφημερίδα στην οποία εργαζόταν τις δηλώσεις κάποιων εκπροσώπων παραγωγικών φορέων της Θεσσαλονίκης, οι οποίοι είχαν αναφερθεί στην αδικία που υφίσταται η περιοχή έναντι της πρωτεύουσας και επομένως έχει αδυναμία να αναπτυχθεί. «Διάβασα το ρεπορτάζ, θεωρώ ότι αυτά ακριβώς ειπώθηκαν, αλλά θέλω να σας διευκρινίσω ότι λέγονται για τοπική κατανάλωση» είπε το κυβερνητικό στέλεχος, το οποίο στην ερώτηση «Δηλαδή;» απάντησε αφοπλιστικά. «Όταν έρχονται στην Αθήνα, μπαίνουν στο γραφείο και κλείνει η πόρτα, λένε άλλα πράγματα ή τέλος πάντων μιλούν διαφορετικά. Λένε ότι καταλαβαίνουν τις οικονομικές δυσκολίες που υπάρχουν και βάζουν τον πήχη της ποσόστωσης για την περιοχή πολύ χαμηλά. Ενίοτε αν κάποιος έχει κάποιο προσωπικό πρόβλημα με τη δουλειά του το θέτει ατύπως ως αίτημα κι εμείς, όπως καταλαβαίνετε, κάνουμε ότι μπορούμε, τουλάχιστον όταν έχει δίκιο ο άνθρωπος».

ΥΓ2. Αυτές οι λεπτομέρειες είναι –όπως και να το κάνουμε- κάποιες πτυχές από την κατά τα άλλα… ένδοξη ιστορία της Θεσσαλονίκης.