Skip to main content

Ιστορίες της Παλιάς Θεσσαλονίκης: Ο Τσίλλερ και το κτήριο του Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα

Αυτές τις μέρες συμπληρώνονται 130 χρόνια από τη θεμελίωση του ιστορικού κτηρίου, ενός από τα ελάχιστα που σχεδίασε ο Ερνέστο Τσίλλερ στην πόλη.

Στα θεμέλια ενός μεγάλου βυζαντινού μοναστηριού για το οποίο δεν υπάρχουν πολλές πληροφορίες, ούτε καν ο κτήτορας ή η αφιέρωσή του, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, στη γωνία των οδών Αγίας Σοφίας και Προξένου Κορομηλά, ορθώνεται το κτήριο του Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα.

Αυτές τις μέρες συμπληρώνονται 130 χρόνια από τη θεμελίωση του ιστορικού κτηρίου, το οποίο ανεγέρθηκε σε σχέδια του Ερνέστο Τσίλλερ και αποτελεί το ένα από τα μόλις τρία κτίσματα που άφησε στην πόλη ο κορυφαίος Γερμανός αρχιτέκτονας. Ο ίδιος σχεδίασε περίπου 500 ιδιωτικά και δημόσια κτήρια στην Αθήνα, μεταξύ αυτών και το Προεδρικό Μέγαρο στο κέντρο της Αθήνας. Το πέρασμά του στη Θεσσαλονίκη ήταν σύντομο και ως παρακαταθήκη άφησε το κτήριο του Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα, το σχεδόν δίδυμο κτήριο που στέγαζε 13ο Γυμνάσιο στην οδό Εγνατίας 132, αλλά και τον διπλανό στο Μουσείο μητροπολιτικό ναό Γρηγορίου Παλαμά.

Η ιστορία του κτηρίου

Το πλέον εμβληματικό κτήριο θεμελιώθηκε τον Σεπτέμβριο του 1892 για να στεγάσει τις ανάγκες του Γενικού Προξενείου και οι εργασίες του ολοκληρώθηκαν τον Αύγουστο του 1893. Αρχιτεκτονικά φέρει ξεκάθαρα τα γνωρίσματα του γερμανικού νεοκλασικισμού, ο οποίος συνυπάρχει με αναφορές στα αναγεννησιακά πρότυπα, όπως είναι το κορινθιακό επιστύλιο, τα ιωνικά επίκρανα και οι μαπλούστρες-κολονάκια μπαλκονιού, ενώ σήμερα αποτελεί ένα από ελάχιστα σωζόμενα νεοκλασικά κτίσματα στην πόλη.

Στο χώρο του Μουσείου προϋπήρχε κτήριο, το οποίο καταστράφηκε από την πυρκαγιά του 1890. Είχε ανεγερθεί στα 1881 σε οικόπεδο της μητρόπολης και με την οικονομική χορηγία του Δημητρίου Φιλίπποβιτς, για να στεγάσει το πρώτο κτήριο που θα στέγαζε το Ελληνικό Προξενείου της Θεσσαλονίκης, που τότε ήταν τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Όταν ο Τσέλλερ παρέδωσε τα σχέδια ξεκίνησε μια μεγάλη εκστρατεία για την εξεύρεση χρημάτων. Ο πρώτος που ανταποκρίθηκε ήταν ο τραπεζίτης, πολιτικός και εθνικός ευεργέτης, Ανδρέας Συγγρός, που έδωσε το μεγαλύτερο μέρος του προϋπολογισμού, ο οποίος έφτασε σχεδόν στις 2.400 οθωμανικές λίρες.

«Ο Τσίλλερ, ένας από τους κύριους εκπροσώπους του νεοκλασικισμού στον ελληνικό χώρο, σπούδασε στο Πολυτεχνείο της Δρέσδης, όπου διακρίθηκε για τις επιδόσεις του και έπειτα στο εργαστήριο του διάσημου Δανού αρχιτέκτονα Θεόφιλου Χάνσεν στη Βιέννη. Το κτίριο του Γενικού Προξενείου ολοκληρώθηκε τον Αύγουστο του 1893 και αποτέλεσε στην εποχή του, μαζί με το Μητροπολιτικό Μέγαρο και τον Ι. Ν. Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, σύμβολο του δυναμισμού της ελληνικής κοινότητας της πόλης», λέει στη Voria, η Φανή Τσατσάια, Ιστορικός Τέχνης, Υπ. Διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας ΑΠΘ και Διευθύντρια του Ιδρύματος Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα και της Νεότερης Ιστορίας της Μακεδονίας.

Στα 1894 στο εντυπωσιακό για τα αρχιτεκτονικά του στοιχεία κτήριο εγκαταστάθηκε ο Έλληνας Πρόξενος Γεώργιος Δοκός, που είχε παρακολουθήσει τις εργασίες ανέγερσής του.

Την περίοδο 1904-1906, Γενικός Πρόξενος διετέλεσε ο Λάμπρος Κορομηλάς, ο οποίος οργάνωσε τις μυστικές επιχειρήσεις του Μακεδονικού Αγώνα. Στα τρία χρόνια της θητείας του στη Θεσσαλονίκη, ο Κορομηλάς κατάφερε να συντονίσει όλες τις ελληνικές οργανώσεις της Μακεδονίας, ώστε να δρουν αποτελεσματικά, σχεδόν υπό ενιαία διοίκηση.

Στο κτίριο του Προξενείου, γνωστό ως «Κέντρο», εγκαταστάθηκαν επίλεκτοι αξιωματικοί, που ανέλαβαν ως «ειδικοί γραφείς», το ρόλο των επιτελών. Αυτοί ήταν οι ουσιαστικοί αποδέκτες των σχετικών αναφορών, εκτιμούσαν την κατάσταση, έδιναν οδηγίες, συναντούσαν εκκλησιαστικούς και εκπαιδευτικούς παράγοντες. Επιπλέον, το κτίριο του Προξενείου συχνά φιλοξενούσε Μακεδονομάχους που περνούσαν απαρατήρητοι από ένα παραπόρτι στη μάντρα, το οποίο χώριζε τον μητροπολιτικό ναό από το Προξενείο. Στο ναό έφταναν μέσω μια κρύπτης που υπήρχε στο υπόγειο και επικοινωνούσε με τούνελ με το Προξενείο. Η κρύπτη αυτή ήταν 4 μέτρα κάτω από το έδαφος και από το 1980 που αποκαλύφθηκε ως σήμερα, αποτελεί χώρο φύλαξης εκκλησιαστικών κειμηλίων.

Τις συναντήσεις αυτές περιγράφει παραστατικά η Πηνελόπη Δέλτα στο βιβλίο της «Τα μυστικά του Βάλτου».

«Εμπρός στη μακρόστενη αυλή του Προξενείου στάθηκε το αμάξι. Κατέβηκε ο Χαλίλμπεης με τον Άγρια και τον Αποστόλη κι ένας καβάσης Αλβανός με χρυσομάνικο γιαταγάνι στο πλευρό. Τους έμπασε στην αυλή. Χαιρέτησε βαθιά τον Χαλίλμπεη σα γνωστό του, αλά τον Άγρια, μετα χωριάτικα τούρκικα ρούχα, τον στραβοκοίταξε και δίστασε να τον αφήσει να περάσει.

Χρειάστηκε να του πει ο Χαλίλμπεης, «δικός μου άνθρωπος είναι», για να τους ανεβάσει και τους τρεις από μιας εξωτερικλη σκάλα, στο πρώτο πάτωμα όπου ήταν το Προξενείο».

Η προξενική υπηρεσία έπαψε να λειτουργεί μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας και την ενσωμάτωσή της στο ελληνικό κράτος. Το 1915 φιλοξενήθηκε εκεί η Γεωργική Τράπεζα Μακεδονίας, το 1917 και για τα επόμενα τρία χρόνια η Εθνική Τράπεζα, ενώ το 1923 στεγάστηκε το 21ο Δημοτικό Σχολείο Θεσσαλονίκης.

Την περίοδο της γερμανικής Κατοχής στο κτήριο διανέμονταν συσσίτιο του Ερυθρού Σταυρού, ενώ στο τέλος του Εμφυλίου Πολέμου και για λίγους μήνες το υπόγειο μετατράπηκε σε κρατητήριο πολιτικών κρατουμένων. Τις επόμενες δεκαετίες φιλοξένησε τη νυχτερινή σχολή «Σχολή Θηλέων» και από το 1970 έως το 1982 το 43ο Δημοτικό Σχολείο.

«Ο σεισμός του 1978 προκάλεσε μεγάλες ζημιές, αλλά και αποκάλυψε τον αρχιτέκτονα του κτηρίου, Ερνέστο Τσίλλερ. Στα επόμενα χρόνια κρίθηκε διατηρητέο μνημείο και συνέχισε την ιστορία του με τη φιλοξενία των συλλογών του Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα.

Σήμερα παραμένει ένα από τα ελάχιστα νεοκλασικά της Θεσσαλονίκης με σταθερή επιδίωξη του Ιδρύματος Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα και της Νεότερης Ιστορίας της Μακεδονίας τη διατήρηση και ανάδειξή του ως κόσμημα αρχιτεκτονικής και δημόσιας τέχνης», σημειώνει η κ. Τσατσάια.

Η ιδέα για την ίδρυση του Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα

Η ιδέα για την ίδρυση ενός Μουσείου που θα παρουσιάζει την ιστορία της Μακεδονίας υπήρχε ήδη από την περίοδο του Μεσοπολέμου. Τον Απρίλιο του 1917, η Προσωρινή Κυβέρνηση του Πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου θέσπισε το διάταγμα 2134 για την ίδρυση ενός Μουσείου της Μακεδονίας.

Το Μουσείο θα συγκέντρωνε όλα τα αρχαιολογικά ευρήματα που θα σηματοδοτούσαν τις διάφορες ιστορικές και καλλιτεχνικές περιόδους μέσα από τις οποίες πέρασε η Μακεδονία, από την αρχαιότητα μέχρι το τέλος της Οθωμανικής περιόδου.

Τη δεκαετία του 1940, συνεχίστηκαν οι προσπάθειες για τη δημιουργία Μουσείου από τη Μακεδονική Φιλεκπαιδευτική Αδελφότητα, ενώ μετά τη δεκαετία του 1950 η πρωτοβουλία πέρασε σε ομάδα ιδιωτών, απογόνων γνωστών Μακεδονομάχων. Το Δεκέμβριο του 1965, ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Στέφανος Στεφανόπουλος υπέγραψε διάταγμα για την ίδρυση Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα, που θα στεγάζεται στο κτίριο του πρώην Γενικού Προξενείου της Ελλάδας στη Θεσσαλονίκη. Μετά, όμως, από τον μεγάλο σεισμό στη Θεσσαλονίκη το 1978, το κτίσμα κρίθηκε ακατάλληλο και κατεδαφιστέο.

Η σύσταση το 1979 του Σωματείου «Οι Φίλοι του Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα» έσωσε το ιστορικό κτήριο, το οποίο και αναστηλώθηκε από ομάδα επιστημόνων της Πολυτεχνικής Σχολής του Α.Π.Θ. και αποδόθηκε από τον Οργανισμό Σχολικών Κτηρίων στο Σωματείο, προκειμένου να στεγάσει το Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα. Στις 27 Οκτωβρίου 1982, το Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα εγκαινιάστηκε από τον τότε πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνο Καραμανλή.

* Οι φωτογραφίες παραχωρήθηκαν από το Ίδρυμα Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα και της Νεότερης Ιστορίας της Μακεδονίας (ΙΜΜΑ)