Skip to main content

Κάποιοι πρέπει να καταλάβουν ότι η Θεσσαλονίκη δεν είναι… Μονακό

Η Θεσσαλονίκη, η Β. Ελλάδα και η χώρα χρειάζεται να ενθαρρύνουν την επιχειρηματικότητα των νέων ανθρώπων με δεξιότητες για να ανοίξουν τα φτερά τους

Ο Αλέξης Τσίπρας κυβέρνησε την Ελλάδα επί 4,5 χρόνια. Εκλέχθηκε το 2015 για να σκίσει τα Μνημόνια και να ακυρώσει τις συνέπειες τους με έναν νόμο και ένα άρθρο. Διαπραγματεύθηκε με τους Θεσμούς και το άγριο καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς η Ελλάδα λίγο έλειψε να βρεθεί εκτός Ευρώπης. Τελικά υπέγραψε ένα τρίτο μνημόνιο, έγινε προνομιακός συνομιλητής της Μέρκελ και για μια τετραετία ο πρώην πρωθυπουργός ασχολήθηκε πολύ με την οικονομία. Φαίνεται, όμως, ότι για τον επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ «άλλο η κυβέρνηση, άλλο η αντιπολίτευση».

Σήμερα που η χώρα αντιμετωπίζει επιπλέον τις οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες από την κρίση του κορωνοϊού, τα προβλήματα του κ. Τσίπρα ως αρχηγού της αντιπολίτευση είναι διαφορετικά. Προσπαθεί να «σώσει οτιδήποτε κι αν σώζεται» στο κόμμα του, το οποίο συγκλονίζεται από την εσωστρέφεια και τις αποκαλύψεις. Δυστυχώς, όμως, για τον ίδιο, εκτός από την πολιτική ευελιξία που δείχνει προκειμένου να πείσει όλες τις τάσεις και όλα τα πρόσωπα στον ΣΥΡΙΖΑ ότι είναι μαζί τους, πρέπει να πει μια κουβέντα και για την οικονομία. Και την είπε το περασμένο Σάββατο από το βήμα της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος του. Κατά την άποψη, λοιπόν, ενός πρωθυπουργού που εφάρμοσε κατά γράμμα το τρίτο Μνημόνιο και στο τέλος -όπως ο ίδιος διακηρύττει- παρέδωσε στον Κ. Μητσοτάκη «κουμπαρά» 37 δισ. ευρώ, εκείνο που φταίει σήμερα στην αγορά είναι ότι η κυβέρνηση δεν μοιράζει λεφτά στον κόσμο για να ψωνίσει και αυτό το κενό στην κατανάλωση δημιουργεί τα προβλήματα.

Μακάρι να ήταν έτσι, μόνο που δεν είναι. Μακάρι η εξίσωση της οικονομίας να λύνονταν με τόσο απλό -ή μάλλον απλοϊκό- τρόπο. Τότε ούτε υπουργοί Οικονομικών θα χρειάζονταν, ούτε η Ελλάδα θα έφτανε στη δεκαετία του 2010 στη χρεοκοπία. Το μελαγχολικό της ιστορίας είναι ότι ένα άνθρωπος που έζησε στο πετσί του τις συνέπειες μιας προβληματικής στη διάρθρωσή της οικονομίας, υπό την πίεση των δικών του προβλημάτων -παρά λίγο να πιστέψουμε ότι το πολιτικό θέμα της Ελλάδας θα λυνόταν με έναν κυρίαρχο ΣΥΡΙΖΑ και γι’ αυτό οι κακοί τού επιτίθενται και τον συκοφαντούν-  επιστρέφει στα εύκολα λόγια. Κατά κάποιον τρόπο θυμίζει τους πολιτικούς υποστηρικτές της επιστροφής στη δραχμή, οι οποίοι πριν από μερικά χρόνια  γυρνούσαν στα χωριά και προσπαθούσαν να πείσουν τους γέροντες στα καφενεία ότι δεν πρέπει να τους ενδιαφέρει το ευρώ, αφού με τη δραχμούλα θα είχαν λεφτά στην τσέπη. Εκατομμύρια με πολλά μηδενικά και… μηδενική αξία.

Για την Ελλάδα η αλλαγή παραγωγικού μοντέλου και η ταυτόχρονη ενίσχυση κλάδων που σήμερα ευημερούν, όπως ο τουρισμός, είναι μονόδρομος. Μια χώρα που παράγει ελάχιστα, υποδέχεται πολλά εκατομμύρια χαμηλού και μετρίου επιπέδου τουρίστες κι έχει για το μέγεθός της μια θηριώδη κατανάλωση εισαγόμενων κατά 70% - 80% προϊόντων και μια ακόμη πιο θηριώδη γκρίζα οικονομία έχει προδιαγεγραμμένη οικονομική πορεία. Κάποια στιγμή οι αγορές θα πάψουν να τη δανείζουν διαπιστώνοντας ότι δεν θα πάρουν πίσω τα λεφτά τους και οφέλη δεκαετιών από την εικονική πραγματικότητα της κατανάλωσης και του αράγματος στον ήλιο, θα γίνουν καπνός σε λίγους μήνες. Η απόλυτη καταστροφή. Απ’ τα ψηλά στα χαμηλά και απ’ τα πολλά στα λίγα. Το ζήσαμε, το νιώσαμε, δεν είναι ούτε σενάριο ούτε άσκηση επί χάρτου, ούτε δυσοίωνες προφητείες κάτι καλόπαιδων από το London School Of Economics. Δεν είναι, καν, μηχανορραφία των οικονομικών δολοφόνων του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.

Ειδικά για τη Θεσσαλονίκη το έργο «πόλη του εμπορίου και των υπηρεσιών» παίχθηκε στις δεκαετίες του 1990 και του 2000. Δηλαδή εξαγγέλθηκε, αλλά ουδέποτε κατέστη δυνατόν να… γυριστεί και να προβληθεί, ώστε από την επιτυχία του να σωθούν οι πάντες και η πόλη να ανέβει επίπεδο. Αντίθετα μαράζωσε λόγω της αποβιομηχάνισης. Από εδώ και πέρα η εξέλιξη της περιοχής είναι απόλυτα συνυφασμένη με τη διεύρυνση της παραγωγικής βάσης και την αύξηση των εξαγωγών. Ασφαλώς με όρους 21ου αιώνα, κάτι που σημαίνει σύμφωνα με τους κανόνες της ψηφιακής εποχής και της 4ης βιομηχανική επανάστασης. Η περιοχή -αλλά και η Β. Ελλάδα και η χώρα- χρειάζεται να ενθαρρύνει την επιχειρηματικότητα των νέων ανθρώπων με δεξιότητες για να ανοίξουν τα φτερά τους. Ήδη πολλές μικρές start ups δουλεύουν αθόρυβα από τη Θεσσαλονίκη με το εξωτερικό, κάτι που αποδεικνύει ότι δυνατότητες υπάρχουν. Επίσης, θα πρέπει να στηριχθούν περισσότερο οι παραδοσιακές μεταποιητικές δραστηριότητες και επιχειρήσεις, που έχουν αποδείξει ότι τα καταφέρνουν καλά στο πεδίο του διεθνούς ανταγωνισμού. Όπως άλλωστε, και να εκσυγχρονιστεί ο αγροτικός τομέας, τον οποίο τόσο παραμελήσαμε στη χώρα τις δεκαετίες πριν το 2010. Ακόμη να ενισχυθούν -για την ακρίβεια να ολοκληρωθούν επιτέλους!- υποδομές που αξιοποιούν τη θέση της Θεσσαλονίκης ως διαμετακομιστικό κέντρο στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, ενώ αθόρυβα και κάτω από τα ραντάρ του κράτους η πόλη εξελίσσεται σε σημαντικό εκπαιδευτικό κέντρο με τρία δημόσια πανεπιστήμια και πολλά ιδιωτικά, που λειτουργούν με τον… φερετζέ των κολεγίων. Όλα τα άλλα, όπως τα εμπορικά καταστήματα, η εστίαση, η διασκέδαση, τα ξενοδοχεία, ακόμη και οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, θα αναπτυχθούν υποχρεωτικά ως υποστηρικτικές δραστηριότητες μιας στ’ αλήθεια πραγματικής οικονομίας. Επειδή θα καλύπτουν τις ανάγκες επιχειρήσεων και ανθρώπων, οι οποίοι δημιουργούν στην παραγωγή. Το αντίθετο σχήμα, δηλαδή να δημιουργήσουμε μια τεράστια εμπορική αγορά στην οποία θα δαπανώνται δανεικά λεφτά, με την ελπίδα ότι αυτός ο κύκλος θα κρατήσει για πάντα και, μάλιστα, θα διευρύνεται, δεν υπάρχει. Για την ακρίβεια δεν έχει δουλέψει ποτέ και πουθενά. Εκτός κι αν κάποιοι πιστεύουν ότι η Θεσσαλονίκη είναι κάτι σαν το… Μονακό!     

ΥΓ. Πριν από μερικά χρόνια ένας Γιαπωνέζος εμφανίστηκε σε ένα ορεινό χωριό της Πελοποννήσου. Πήγε στη μοναδική πανσιόν και είπε στον ξενοδόχο ότι του αρέσει η περιοχή και θέλει να μείνει δύο ημέρες. Εκείνος του εξήγησε ότι τα δωμάτια του κοστίζουν 50 ευρώ τη βραδιά και ότι μπορούσε να διαλέξει όποιο ήθελε, όλα ήταν άδεια. Ο Ιάπωνας έβγαλε 100 ευρώ τα ακούμπησε πάνω στον πάγκο και ξεκίνησε για το επάνω πάτωμα να διαλέξει δωμάτιο. Ο ξενοδόχος πήρε το 100άρικο κι έτρεξε στον χασάπη, στον οποίο χρωστούσε βερεσέ και του τα έδωσε. Εκείνος τα πήρε κι έτρεξε στο μίνι μάρκετ, όπου χρωστούσε, τα έδωσε και ζήτησε συγγνώμη για την καθυστέρηση. Ο παντοπώλης με τη σειρά του τα πήρε κι έτρεξε στην πανσιόν, όπου χρωστούσε από τη φιλοξενία κάποιων συγγενών στον γάμο της κόρης του. Άφησε τα λεφτά στον πάγκο κι έπιασε κουβέντα με τον ξενοδόχο. Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε ο Γιαπωνέζος και είπε ότι τον ειδοποίησαν από την Αθήνα, όπου παρέμεινε η υπόλοιπη οικογένεια του, ότι αρρώστησε η κόρη του και πρέπει επειγόντως να επιστρέψει. Μια άλλη φορά σίγουρα θα γυρνούσε στο όμορφο χωριό. Πήρε τα 100 ευρώ από τον πάγκο, μπήκε στο αυτοκίνητό του κι έφυγε. Αν αυτή τη μικρή ιστορία, κατά την οποία χωρίς καθόλου λεφτά πληρώνονται χρέη συνολικά 300 ευρώ, την προβάλει κανείς σε επίπεδο χώρας, απλώς… χάθηκε.