Skip to main content

Κλινικάρχες-ιδιώτες γιατροί:Χρωστούν πολλά στα χάλια του ΕΣΥ, ας το ανταποδώσουν

Οι παραδοχές για την κατάσταση του Εθνικού Συστήματος Υγείας εν μέσω πανδημίας και η στάση του ιδιωτικού τομέα. Γράφει ο Νίκος Ηλιάδης

Ας ξεκινήσουμε κατ' αρχάς με κάποιες παραδοχές.

Παραδοχή Νο1: όλα τα εθνικά συστήματα υγείας σχεδιάζονται στη βάση κάποιων γενικών παραδοχών και δεδομένων, με τις ανάλογες βεβαίως προσαρμογές κατά περίπτωση. Υπό αυτή την έννοια κανένα σύστημα υγείας, όσο προηγμένο κι αν είναι, δεν θα μπορούσε να διαχειριστεί με επάρκεια τις ακραίες καταστάσεις με τις οποίες έρχονται αντιμέτωπα εξ αιτίας της πανδημίας του νέου κορωνοϊού SARS-CoV-2. Όπως και κανένα κτήριο για παράδειγμα δεν είναι μελετημένο και κατασκευασμένο για να αντέξει δονήσεις άνω των οκτώ Ρίχτερ.

Παραδοχή Νο2: το ελληνικό εθνικό σύστημα υγείας απέχει παρασάγγας από τα διεθνή στάνταρ. Τόσο σε υλικοτεχνική υποδομή, όσο κυρίως και σε υγειονομικό προσωπικό. Το ότι τα κατάφερε, όπως τα κατάφερε, ως αυτή την ώρα της μεγάλης δοκιμασίας, είναι ένα θαύμα, οφειλόμενο εν πολλοίς στις υπεράνθρωπες προσπάθειες όλων όσοι εργάζονται στον κλάδο της υγείας.

Παραδοχή Νο3: κάθε κράτος (οφείλει να) έχει ένα σχέδιο έκτακτης ανάγκης προκειμένου να μπορεί να ανταποκρίνεται υποτυπωδώς σε απρόβλεπτες ακραίες καταστάσεις. Από τις κινήσεις οι οποίες γίνονται τις τελευταίες δέκα, δεκαπέντε μέρες είναι φανερό ότι η κυβέρνηση, ακόμη και εάν είχε ένα τέτοιο σχέδιο, καθυστέρησε σημαντικά να το θέσει σε εφαρμογή.

Παραδοχή Νο4: οι ελλείψεις στο Εθνικό Σύστημα Υγείας, σε τέτοιες ακραίες περιπτώσεις, καλύπτονται με δάνεια, εν προκειμένω από τον ιδιωτικό τομέα. Είτε αυτά αφορούν υλικοτεχνική υποδομή (ιδιωτικά θεραπευτήρια) είτε ανθρώπινο δυναμικό (ιδιώτες γιατρούς). Όπως κατ' αντιστοιχία συμβαίνει και σε άλλες ακραίες καταστάσεις, για παράδειγμα σε έναν μεγάλο σεισμό. Το κράτος απευθύνεται στους ιδιώτες μηχανικούς προκειμένου να συνδράμουν στην ταχεία αποτίμηση και αποκατάσταση των ζημιών διότι δεν δύναται να διαθέτει εφεδρείες μηχανικών για να τους χρησιμοποιήσει εάν και όταν θα παραστεί μια τέτοια ανάγκη.

Υπό αυτήν την ένοια θα περίμενε κανείς οι κλινικάρχες, όπως και οι ιδιώτες γιατροί να ανταποκριθούν στην, έστω καθυστερημένη έκκληση της πολιτείας, για να συνδράμουν στη γιγαντιαία προσπάθεια την οποία κάνουν συνάδελφοί τους του ΕΣΥ. Στο κάτω κάτω πρόκειται για κλάδους οι οποίοι χρωστούν την ύπαρξή τους στις παθογένειες του ΕΣΥ και τα κέρδη τους στις αποζημιώσεις από τα ασφαλιστικά ταμεία.

Η στάση όμως των μεν και σε μικρότερο βαθμό και των δε, είναι αποκαρδιωτική. Οι κλινικάρχες θέτουν μια σειρά ζητήματα, κάποια από τα οποία είναι μεν εύλογα αλλά θα μπορούσαν, εάν υπήρχε καλή θέληση, να έχουν διευθετηθεί από καιρό, ώστε αυτή την κρίσιμη ώρα να προστρέξουν κι αυτοί στη μεγάλη μάχη. Αντ' αυτού, βλέπουμε απροθυμία και συνεχείς προσχηματικές δικαιολογίες προκειμένου να αποφύγουν τη συστράτευσή τους στην εθνική προσπάθεια.

Όμως και η ανταπόκριση των ιδιωτών γιατρών είναι κατώτερη των περιστάσεων. Σύμφωνα με τον πρόεδρο του Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου Αθανάσιο Εξαδάκτυλο, έως χθες το βράδυ λιγότεροι από τριακόσιοι γιατροί είχαν δηλώσει προθυμία να συνδράμουν το ΕΣΥ παρότι, μάλιστα, οι αμοιβές τους για το διάστημα που θα απασχοληθούν στα νοσοκομεία, είναι υπερδιπλάσιες από αυτές των συναδέλφων τους στο ΕΣΥ. Το παρήγορο είναι ότι περισσότεροι από τους μισούς, περίπου 170, είναι γιατροί από τη Θεσσαλονίκη η οποία βρίσκεται σε δυσχερέστερη θέση. Ας φροντίσει τουλάχιστον το υπουργείο Υγείας να τους αξιοποιήσει, μαζί και τα τρία ιδιωτικά θεραπευτήρια που έχουν επιταχθεί, το ταχύτερο δυνατόν.