Skip to main content

Ενστάσεις της Κομισιόν για 120 δόσεις, α΄κατοικία, προσλήψεις

Η Αθήνα έχει περιθώριο λίγων ημερών προκειμένου να ολοκληρώσει μεταρρυθμίσεις για να εξασφαλίσει την εκταμίευση δόσης 1 δισ. ευρώ.

Με συστάσεις για επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων και ανησυχίες για ορισμένες από τις πρόσφατες αποφάσεις της κυβέρνησης, όπως αυτή για αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 11%, η δεύτερη μετα-προγραμματική αξιολόγηση της Κομισιόν, η οποία θα τεθεί επί τάπητος στο Eurogroup της 11ης Μαρτίου.

Στο πλαίσιο του καθεστώτος ενισχυμένης εποπτείας οι Βρυξέλλες διαπιστώνουν μεν σημαντική πρόοδο σε μία σειρά από δεσμεύσεις, αλλά εκφράζουν ενστάσεις για ευαίσθητα πολιτικά ζητήματα, όπως το σχέδιο για την προστασία της πρώτης κατοικίας ή οι εξαγγελίες για προσλήψεις στο Δημόσιο. Φαίνεται να βάζουν πάγο στη νέα ρύθμιση των 120 δόσεων, ζητούν από την Αθήνα να «τρέξει» σε ιδιωτικοποιήσεις και ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου και χτυπούν καμπανάκι σχετικά με το κόστος δικαστικών αποφάσεων.

Βάζουν δε στο τραπέζι και πιο «ανώδυνα» θέματα, όπως η στελέχωση της ΑΑΔΕ. Η Αθήνα έχει περιθώριο λίγων ημερών προκειμένου να ολοκληρώσει μεταρρυθμίσεις για να εξασφαλίσει την εκταμίευση δόσης 1 δισ. ευρώ από το Eurogroup της 11ης Μαρτίου. Αν η απόφαση των υπουργών Οικονομικών είναι αρνητική, η δόση δεν χάνεται, αλλά η εκταμίευσή της θα καθυστερήσει και πιθανότατα δεν θα έρθει πριν από το καλοκαίρι.  

Η ρύθμιση για τις οφειλές

Στην έκθεση αναφέρεται ότι η κυβέρνηση έχει ενημερώσει τους ευρωπαϊκούς θεσμούς ότι δεν σκοπεύει στο προσεχές μέλλον να αναθεωρήσει το σχήμα των δόσεων για τις οφειλές φόρων και ασφαλιστικών εισφορών, καθώς χρειάζεται ακόμη να εξεταστούν τεχνικά και άλλα ζητήματα. «Είναι σημαντικό να αποφευχθούν κίνδυνοι για τα δημόσια έσοδα και να διασφαλιστεί η κουλτούρα πληρωμής των οφειλών» υπογραμμίζει η Κομισιόν. Η αναφορά αυτή φαίνεται να επιβεβαιώνει ουσιαστικά τις πληροφορίες, που ήθελαν οι θεσμοί να είναι αρνητικοί σε μια νέα οριζόντια ρύθμιση 120 δόσεων για οφειλές προς την εφορία.

Τα ληξιπρόθεσμα του Δημοσίου

Η Ελλάδα συνεχίζει να μειώνει τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου, ωστόσο ο ρυθμός μείωσης έχει πέσει και νέες οφειλές εξακολουθούν να δημιουργούνται από τον Αύγουστο του 2018 και έπειτα, τονίζει η Κομισιόν και ζητεί από τις ελληνηικές αρχές να βελτιώσουν περαιτέρω το σύστημα εκκαθάρισης οφειλών και να αντιμετωπίσουν τις ρίζες της δημιουργίας νέων.

Οι τράπεζες και η προστασία της πρώτης κατοικίας

Παρά την πρόοδο στο μέτωπο των κόκκινων δανείων, το ύψος τους παραμένει υπερβολικά υψηλό (κοντά στο 47% του συνόλου) ή 85 δισ. ευρώ σύμφωνα με στοιχεία του Σεπτεμβρίου 2018. Η αξιοποίηση εργαλείων για την αντιμετώπιση αυτού του βάρος είναι «κατώτερη των προσδοκιών» σχολιάζουν οι Βρυξέλλες. Η κερδοφορία των τραπεζών παραμένει επίσης υπό πίεση και σε συνδυασμό με τα υψηλά επίπεδα αναβαλλόμενων φορολογικών υποχρεώσεων στους ισολογισμούς τους συγκρατεί τον ρυθμό μείωσης των μη εξυπηρετούμενων υποχωρεώσεων. Ο εξωδικαστικός μηχανισμός φαίνεται να προχωράει με πιο ικανοποιητικούς ρυθμούς.

Η Κομισιόν δεν κρύβει ότι αυτό που την ανησυχεί είναι πως «ένας μεγάλος αριθμός σοβαρών ζητημάτων για το νέο σχήμα προστασίας της πρώτης κατοικίας παραμένουν ανοιχτά». Το θεωρεί υπερβολικά ευρύ, καθώς επεκτείνεται και στα επιχειρηματικά δάνεια, αλλά και φοβάται ότι θα μπορούσε να ευνοήσει στρατηγικούς κακοπληρωτές. «Βάσει της προκαταρκτικής εκτίμησης η πρόταση της κυβέρνησης εγείρει σοβαρές ανησυχίες για την κουλτούρα αποπληρωμής των δανείων και την επιβάρυνση των τραπεζικών ισολογισμών, καθώς θα μπρορούσε να δώσει τη δυνατότητα για πτωχεύσεις στρατηγικής» προειδοποιεί η Κομισιόν. Σημειώνει δε πως η πρόταση δεν στοχεύει επαρκώς στους πιο ευάλωτους δανειολήπτες, ενώ έχει άμεση αλληλεπίδραση με άλλες διαδικασίες, όπως το καθεστώς πτώχευσης/ ειδικής διαχείρισης. Ενέχει δε τον κίνδυνο για περαιτέρω καθυστερήσεις από δανειολήπτε με εκκρεμείς αιτήσεις στο υφιστάμενο σχήμα προστασίας, οι οποίοι καταθέτουν αίτηση και για το νέο σχήμα. Επιπλέον δεν περιλαμβάνει εκτίμηση για τον αντίκτυπο στην κεφαλαιακή βάση των τραπεζών.

Το αγκάθι των αναδρομικών

Οι Βρυξέλλες χτυπούν το καμπανάκι για τις δικαστικές αποφάσεις, που θα μπορούσαν να ανατρέψουν μεταρρυθμίσεις και να εκτροχιάσουν τα δημοσιονομικά. Όπως επισημαίνεται στην έκθεση, οι ελληνικές αρχές έχουν αρχίσει να υπολογίζουν τον δημοσιονομικό αντίκτυπο και πιθανούς κινδύνους. Μέχρι στιγμής η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας του 2015 για τη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση του 2012 έχει «αμελητέο» δημοσιονομικό κόστος. «Ωστόσο το ζήτημα δεν έχει ακόμη κλείσει, καθώς ορισμένα δικαστήρια έχουν αποφανθεί κατά της περιορισμένης επιλεκτικότητας, ενώ εκκρεμεί ακόμη η οριστική απόφαση  για τη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση του 2016» θυμίζει η Κομισιόν. Ακόμη μία σημαντική απόφαση είναι και αυτή, που που αφορά την αποκατάσταση επιδομάτων (δώρο Πάσχα- Χριστουγέννων, επίδομα αδείας) σε δημοσίους υπαλλήλους. Το κόστος της θα μπορούσε να ανέρχεται στο 1,3% του ΑΕΠ.

Ο κατώτατος μισθός και οι σχεδιαζόμενες προσλήψεις

Οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας έχουν βοηθήσει τα τελευταία χρόνια την Ελλάδα να ανακτήσει την ανταγωνιστικότητά της να αυξήσει τα επίπεδα απασχόλησης, αναγνωρίζουν οι Βρυξέλλες, αλλά προειδοποιούν πως η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων σε μακροπρόθεσμη βάση είναι καθοριστικής σημασίας.

Κάνουν ιδιαίτερη αναφορά στην αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 10,9% και την κατάργηση του υποκατώτατου. Αν και αναφέρουν ότι μία αύξηση ήταν αναμενόμενη και καλοδεχούμενη από τη στιγμή, που τα επίπεδα των μισθών είχαν παγώσει από το 2012, ξεκαθαρίζουν ότι δεν περίμεναν να είναι τόσο μεγάλη. «Η αύξηση σε διψήφιο ποσοστό εγείρει ανησυχίες για μεσοπρόθεσμες αρνητικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα, όπως και στις προοπτικές απασχόλησης συγκεκριμένων ομάδων» επισημαίνουν στην έκθεση.

Ανησυχίες για την Κομισόν εγείρουν και οι «πρόσφατες ανακοινώσεις για προσλήψεις στο δημόσιο». Αν αυτές εφαρμοστούν πλήρως, τότε το 2019 θα έχουμε υπέρβαση του κανόνα για προσλήψεις- αποχωρήσεις κατά 1.800 άτομα, υπολογίζει η Κομισόν. «Είναι καθοριστικής σημασίας για τις αρχές να συνεχίσουν να δίνουν προσοχή στην εξέλιξη του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων» σημειώνει, ώστε να αποφευχθεί μία επιστροφή στην προ κρίσεως κατάσταση.

Η στελέχωση της ΑΑΔΕ

Στο φορολογικό πεδίο η Κομισιόν διαπιστώνει πρόοδο στη μεταρρύθμιση του ΕΝΦΙΑ. Ζητεί πάντως να ενισχυθεί με μόνιμο προσωπικό η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ). Ο αριθμός των υπαλλήλων μειώθηκε κατά το 2018 σε 11.492 από 11.682, ωστόσο οι ελληνικές αρχές έχουν προσφέρει διαβεβαιώσεις ότι έως τα τέλη του 2019 θα επιτευχθεί ο στόχος των 12.500 μονίμων υπαλλήλων.

Οι ιδιωτικοποιήσεις

Η πρόοδος σε ιδιωτικοποιήσεις που αναμένεται να ολοκληρωθούν μέσα στο 2019 είναι καλοδεχούμενη, αλλά την συνολική εικόνα επισκιάζουν επίμονες καθυστερήσεις σε ορισμένες συναλλαγές, επισημαίνεται στην έκθεση. Ικανοποιητικα είναι τα βήματα, που έχουν γίνει για τη Μαρίνα Αλίμου και την πώληση πλειοψηφικού μεριδίου στα ΕΛΠΑ. Αντιθέτως η διαδικασία παραχώρησης της Εγνατίας εξακολουθεί να παρουσιάζει εμπόδια, με τις αρχές να μην έχουν εφαρμόσει επαρκή μέτρα για να ξεπεραστούν.

Οι οικονομικές προβλέψεις

Η Κομισιόν αναμένει ρυθμούς ανάπτυξης 2,2% φέτος και 2,3% το 2020, με βασικούς «οδηγούς» την ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις, ενώ προειδοποιεί για μικρότερη συμβολή των εξαγωγών εξαιτίας της προβλεπόμενης επιβράδυνσης της Ε.Ε. Σε γενικές γραμμές πάντως οι κίνδυνοι για την ελληνική οικονομιά είναι «καθοδικοί».

Όσον αφορά τους δημοσιονομικούς στόχους, υπολογίζει ότι για τέταρτη διαδοχική χρονιά το 2018 το πρωτογενές πλεόνασμα ξεπέρασε τον στόχο και πιθανότατα ήταν υψηλότερο από την εκτίμηση για 3,7% στις φθινοπωρινές προβλέψεις της Κομισιόν. Όσο για το 2019, ο προϋπολογισμός που έχει υιοθετηθεί διασφαλίζει την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ.