Skip to main content

Κορωνοϊός: Ηλικιακό όριο και για το εμβόλιο της Johnson συστήνουν οι ειδικοί

Τι δείχνουν τα επιστημονικά δεδομένα για τις πιθανές επιπτώσεις της δεύτερη δόσης του εμβολιασμού με AstraZeneca ή με εμβόλιο τύπου mRNA

Την εκτίμηση ότι πρέπει να μπει ηλικιακό όριο και για το εμβόλιο της Johnson & Johnson αντίστοιχο με αυτό που έχει επιβληθεί για την AstraZeneca εκφράζουν οι ειδικοί.

Όπως αναφέρουν, μιλώντας στη Voria.gr, το συγκεκριμένο εμβόλιο έχει πολλές ομοιότητες με αυτό της AstraZeneca, για το οποίο ανακοινώθηκε ότι θα χορηγείται μόνο σε πολίτες άνω των 60 ετών, ενώ όριο έχει υιοθετηθεί και στη χώρα παραγωγής του, τις ΗΠΑ.

«Ό,τι ισχύει για το AstraZeneca ισχύει και για την Johnson & Johnson. Αυτός είναι ο πιο ασφαλής τρόπος να το δεις. Το Johnson & Johnson, παρά το γεγονός ότι είναι μονοδοσικό, έχει πάρα πολλές ομοιότητες με της AstraZeneca. Ελλείψει, λοιπόν, άλλων δεδομένων εκτιμώ ότι αυτή είναι η σωστή προσέγγιση», ανέφερε ο καθηγητής Φαρμακολογίας του ΑΠΘ, Αντώνης Γούλας.

«Το Johnson & Johnson στην Αμερική, η οποία δεν έχει αδειοδοτήσει το AstraZeneca και είναι δικό της εμβόλιο, δεν συστήνεται σε γυναίκες κάτω των 50 ετών, που κινδυνεύουν περισσότερο από θρομβοεμβολικά επεισόδια», σημείωσε από την πλευρά της η καθηγήτρια Επιδημιολογίας στο ΕΚΠΑ και μέλος της επιτροπής εμπειρογνωμόνων, Αθηνά Λινού.

Τι γίνεται με όσους έκαναν την πρώτη δόση με AstraZeneca

Σχολιάζοντας την αλλαγή του ορίου ηλικίας για το AstraZeneca από τα 30 στα 60 έτη, ο κ. Γούλας τόνισε πως δεν είναι κάτι καινούργιο. «Αρκετές ευρωπαϊκές χώρες έχουν θεσπίσει τέτοια ηλικιακά όρια. Για παράδειγμα το Βέλγιο για τους άνω των 40, η Εσθονία άνω των 50, η Φινλανδία άνω των 65, η Γαλλία άνω 55, η Ιρλανδία, η Ολλανδία, η Ιταλία, η Πορτογαλία άνω των 60. Εμείς σε αυτό το ζήτημα αποφασίσαμε να ακολουθήσουμε τους Βρετανούς. Απλώς κάποια στιγμή καταλήξαμε στο ίδιο συμπέρασμα ίσως με βάση ανανεωμένα δεδομένα», ανέφερε.

Σε ό,τι αφορά το τι πρέπει να κάνουν με τη δεύτερη δόση όσοι εμβολιάστηκαν με AstraZeneca ο καθηγητής σημείωσε: «Περιστατικά στα οποία να αναφέρθηκε θρομβοεμβολικό επεισόδιο μετά τη δεύτερη δόση είναι ελάχιστα, δηλαδή ένα στο εκατομμύριο. Με τα δεδομένα δηλαδή που έχουμε στη διάθεσή μας, αν δεν παρουσιάσεις ανεπιθύμητη ενέργεια μετά την πρώτη δόση, είναι σχεδόν απίθανο να παρουσιάσεις μετά τη δεύτερη. Αν λοιπόν δεν παρουσιάστηκε επεισόδιο μετά την πρώτη δόση και δεν υπάρχει ιστορικό θρομβοεμβολικών παθήσεων, θα έλεγα ότι η δεύτερη δόση με το ίδιο εμβόλιο είναι ασφαλής. Οι περισσότερες χώρες στην Ευρώπη, σύμφωνα με μία τεχνική αναφορά του ECDC, συνεχίζουν με δεύτερη δόση του AstraZeneca, εκτός αν υπάρχει ιστορικό θρομβοεμβολικών επεισοδίων ή αυτό το θρομβοεμβολικό - θρομβοπενικό σύνδρομο, το οποίο θεωρείται απότοκο της πρώτης δόσης σε έναν μικρό αριθμό ατόμων. Σε αυτές τις περιπτώσεις στις χώρες αυτές σου δίνουν την επιλογή να πας σε εμβόλιο mRNA (σ.σ. Pfizer ή Moderna). Αυτό που λένε επίσημα είναι ότι δεν μπορεί κανείς να σου εγγυηθεί την αποτελεσματικότητα, γιατί δεν έχουν γίνει μελέτες, αυτή τη στιγμή τρέχουν κάποιες μελέτες, αλλά δεν έχουν ολοκληρωθεί. Και κανείς δεν μπορεί να σου εγγυηθεί πιθανή τοξικότητα, ότι δηλαδή θα βγάλεις κάτι άλλο. Ωστόσο, μέχρι τώρα δεν έχει παρατηρηθεί κάτι. Υπάρχουν τέτοιες περιπτώσεις σε χώρες όπως η Σουηδία, η Γερμανία, η Φινλανδία, όπου η δεύτερη δόση της AstraZeneca έχει αντικατασταθεί από mRNA, όμως δεν υπάρχουν κλινικές μελέτες κάτω από ελεγχόμενες συνθήκες».

Όσον αφορά στην αποτελεσματικότητα του συνδυασμού δύο διαφορετικών τύπων εμβολίων, ο κ. Γούλας επισήμανε ότι δεν συνιστά πρόβλημα. «Η αποτελεσματικότητα δεν θα έπρεπε να είναι πρόβλημα, γιατί όλα τα εμβόλια διεγείρουν ανοσιακή αντίδραση, δηλαδή δημιουργούν αντισώματα έναντι της ακιδωτής πρωτεΐνης. Έχουν την ίδια δράση, απλώς ο τρόπος είναι διαφορετικός. Άρα από την άποψη της αποτελεσματικότητας δεν πρέπει να περιμένει κανείς διαφορά», υπογράμμισε.

Εγχειρίδιο για τους γιατρούς

Την εκτίμηση ότι είναι ασφαλής ο εμβολιασμός και με τη δεύτερη δόση της AstraZeneca, εφόσον δεν υπάρχει προηγούμενο ιστορικό με προβλήματα στην πήξη του αίματος, εξέφρασε και η κ. Λινού.

Η ίδια, πάντως, τόνισε πως πρέπει να υπάρξουν σαφείς οδηγίες προς τους γιατρούς, προκειμένου να γνωρίζουν τι χρειάζεται να κάνουν. «Πρέπει να υπάρξει ένα εγχειρίδιο για τους γιατρούς, ώστε να ξέρουν τι να συμβουλεύσουν τους ασθενείς τους. Γιατί αυτούς εμπιστεύονται οι πολίτες», είπε χαρακτηριστικά.