Skip to main content

Μαχαιρίτσας μπλουζ στο καφέ του Μύλου ένα κρύο βράδυ της Θεσσαλονίκης

Από τους Τερμίτες και τη Σκόνη του Νταλάρα, στο σοκ του Διδυμότειχου μπλουζ και στις εμφανίσεις στον Μύλο με τον Τσακνή και τον Μητροπάνο.

Φεβρουάριος 1984. Λίγες ημέρες μετά το θάνατο του Βασίλη Τσιτσάνη. Όπως κάθε δύο μήνες η καινούρια φουρνιά νέων Ελλήνων ντύνεται στο χακί. Ανάμεσά τους κι ένας κολλητός φίλος από το σχολείο. Οι δύο πρώτοι μήνες στα Θερμά, λίγο έξω από τη Νιγρίτα του νομού Σερρών. Αμέσως μετά με τρένο στην Ορεστιάδα και από εκεί με φορτηγά Στάγιερ στο 617 Τάγμα Πεζικού, που κάποτε βρίσκονταν στο Κιλκίς, αλλά από την επιστράτευση του 1974 είχε ξεμείνει στη Χελιδόνα του Έβρου, ακριβώς στο τριεθνές. Ένα στρατόπεδο με προχειροκατασκευές σαν τα σημερινά hot spot και γύρω γύρω τα 13 φυλάκια του στα ελληνοτουρκικά και στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Ένα χωριό σε ίση απόσταση από την Ορεστιάδα και το Διδυμότειχο, με την ξανθούλα στο περίπτερο να πουλάει εφημερίδες της προηγούμενης ημέρας και τον παππού και τη γιαγιά στο ταβερνείο να σερβίρουν ομελέτες. Πραγματικό σοκ για ένα παιδί της πόλης, που δεν ευτύχησε να έχουν οι γονείς του κάποιο χωριό και γνώριζε την ελληνική επαρχία μόνο από κάποιες εκδρομές και τις καλοκαιρινές διακοπές στη Χαλκιδική και τη Θάσο.

Ο καιρός πέρασε, η θητεία ολοκληρώθηκε, η παρέα έσμιξε και πάλι. Όταν κάποιες φορές η συζήτηση έφτανε στο στρατό, ο φίλος που αγαπούσε παθολογικά τη μουσική, λυπόταν που δεν ήταν ο ίδιος τροβαδούρος για να γράψει ένα κομμάτι για τα βόρεια του νομού Έβρου. Για το πώς ένιωθαν όσοι έφταναν στην περιοχή για να υπηρετήσουν την πατρίδα, τόσο μακριά από τα σπίτια τους και –κυρίως- σε ένα περιβάλλον εντελώς διαφορετικό, που στα μάτια τους συχνά έμοιαζε με την αμερικάνικη Άγρια Δύση.

Μέχρι που φτάνουμε στο σωτήριο έτος 1996, όταν σε κάποια φάση ο φίλος καλεί στο σπίτι τους κολλητούς του και τους βάζει στο πικ απ το «Διδυμότειχο μπλουζ», που μόλις είχε κυκλοφορήσει.

«Διδυμότειχο blues /
τ’ όνομά του είναι αιτία /
Διδυμότειχο blues /
τρύπα στη γεωγραφία /
Διδυμότειχο blues /
αδειανή φωτογραφία /
του παράλογου η θητεία /
αγχωμένη μαλακία /
Διδυμότειχο blues»

Πραγματικό σοκ. Ειδικά αυτό το «τρύπα στη γεωγραφία»...

«Κάπως έτσι φανταζόμουν ένα τραγούδι για το Διδυμότειχο, την Ορεστιάδα και τα πέριξ, αυτοί οι στίχοι, αυτοί οι ήχοι, αυτές οι φωνές – κραυγές ταιριάζουν σε μια άλλη Ελλάδα από αυτήν που ζούμε στη Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα, στη Λάρισα, στην Πάτρα στα τουριστικά νησιά» ήταν τα λόγια του φίλου, που επιτέλους αισθανόταν δικαιωμένος.

Από τότε η παρέα σημείωσε το όνομα του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, που τον είχε ακουστά από τους Τερμίτες, αλλά τον εκτίμησε πολύ από το «Διδυμότειχο μπλουζ», που έπρεπε όχι απλώς να είναι μπλουζ κομμάτι, αλλά και να το δηλώνει στον τίτλο. Μακάρι να το τραγουδούσε ο Τζόνι Κας ντυμένος στα μαύρα!

Κι όπως συμβαίνει συχνά με κεφάλαια τα οποία ανοίγουν νωρίς, όπως –για παράδειγμα- σε νεανικές παρέες που αντέχουν στο χρόνο, η συζήτηση δεν έκλεισε ποτέ. Επανερχόταν κάθε φορά που ο Μαχαιρίτσας έβγαζε δίσκο ή ερχόταν για εμφανίσεις στην πόλη. Μερικές φορές η παρέα βρέθηκε να τα πίνει στο «Μύλο» ακούγοντας τον κάποτε με τον Τσακνή, κάποτε με τον Μητροπάνο. Μια βραδιά, μάλιστα, μετά το τέλος της μουσικής παράστασης τον είδαν να κάθεται μόνος στο καφέ του Μύλου. Ήταν χειμώνας, έκανε κρύο κι έβρεχε εκείνη τη μονότονη, αργή βροχή της Θεσσαλονίκης που ξεκινάει σήμερα και σταματάει μετά από πέντε μέρες. Τον πλησίασαν, τον χαιρέτησαν, τους είπε να καθίσουν, μίλησαν για τη μουσική, αλλά και για τη ζωή που πάλι μουσική είναι.

Όταν χώρισαν είχε ξημερώσει. Έκανε ακόμη πολύ κρύο και συνέχιζε να βρέχει. Στη διαδρομή της επιστροφής οι φίλοι συνειδητοποίησαν ότι αν και το πρόσωπό του Μαχαιρίτσα δεν ήταν κομμάτι από τη στενή μουσική μυθολογία της δικής τους παρέας, τα τραγούδια του δεν περνούσαν απαρατήρητα. Ούτε τα πιο εμπορικά, όπως το «Ο Τούρκος στο Παρίσι» και το «Και τι ζητάω», το οποίο λόγω στιχουργού και Σαββόπουλου είχε πολύ Θεσσαλονίκη μέσα του. Ήταν τραγούδια καλού γούστου, παρά το ότι τα θέματα τους πέριξ της ταλαιπωρίας και της αγωνίας που υπομένουν οι άντρες επειδή ζηλεύουν ή ερωτεύονται επί ματαίω τις λάθος γυναίκες δεν είναι πρωτότυπα.

Ούτε, όμως, τα πιο αφαιρετικά και φευγάτα κομμάτια του τροβαδούρου -αυτά για τα οποία μάλλον θα κερδίσει το στοίχημα του χρόνου- περνούσαν απαρατήρητα. Το «Διδυμότειχο μπλουζ» βεβαίως. Αλλά και τρία ακόμη. Ο «Νότος», από την προσωπική του δισκογραφία, η «Σκόνη» και το «Πόσο σε θέλω» από την εποχή που έπαιζε με τους Τερμίτες. Κομμάτια που όσες φορές κι αν τα ακούσει κανείς παραμένουν… ατελείωτα. Η ποίηση του λόγου συνδυάζεται με τις απλωμένες και ταυτόχρονα… ασαφείς μελωδίες, με αποτέλεσμα να «μεταφράζονται» σε ανολοκλήρωτα συναισθήματα, που υπόσχονται κάποια συνέχεια. Αυτή η διαδικασία κρατάει το ενδιαφέρον για το κάθε ένα από αυτά τα τραγούδια ανοιχτό εις το διηνεκές.

«Ποια πόλη, ποια χώρα /
ποια θάλασσα σε ταξιδεύει τώρα. /
Σωπαίνεις, θυμάσαι /
και μεθυσμένη μες τον ύπνο σου γελάς.»

Ένα τετράστιχο ρεφρέν, η αρχή μιας ιστορίας ή ενός μυθιστορήματος που περιμένει να εξελιχθεί ένα ξημέρωμα στα στα Χανιά, ένα καυτό μεσημέρι στο Κάιρο, ένα νωχελικό απομεσήμερο στο Μαρακές, μια μαγική νύχτα στην Καζαμπλάνκα –για να περιοριστούμε στο δικό μας Νότο, στη δική μας γειτονιά.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1980 οι Τερμίτες, το συγκρότημα στο οποίο είχε ηγετική θέση ο Μαχαιρίτσας και προήλθε από την μετεξέλιξη του αγγλόφωνου PLG BAND, που –όπως ο ίδιος έλεγε- ξεκίνησαν για να γίνουν σούπερ γκρουπ, να κυκλοφορούν με ελικόπτερα και να διαμένουν σε πολυτελή ξενοδοχεία, αλλά η πραγματικότητα τους προσγείωσε απότομα, κυκλοφορούν το δίσκο «Η αμαρτωλή Μαρία», με τραγούδια σε στίχους του Μιχάλη Μαρματάκη. Στο δίσκο «Συμμετέχει ο Γιώργος Νταλάρας», ο οποίος ήταν σε μια από τις πιο εμπορικές φάσεις της καριέρας του.

Με προτροπή του Μαχαιρίτσα τραγούδησε τη «Σκόνη», που στην πραγματικότητα μεταφέρει εικόνες και κλίμα από μια σκονισμένη πόλη, όπως είναι όλες οι ελληνικές πόλεις, πιθανόν και όλες οι πόλεις του κόσμου, αλλά κάποιοι υπέθεσαν ότι μιλάει για ναρκωτικές ουσίες.



«Ζωή μου που καίγεσαι /
στον κίτρινο αέρα. /
Η αγάπη που χάθηκε στη σκόνη /
η ζωή που χάθηκε στη σκόνη.»
 
Το κομμάτι έγινε γνωστό και ακούγεται άνετα μέχρι σήμερα, γιατί ανήκει στην κατηγορία των τραγουδιών που αφήνουν εκκρεμότητες και ανοιχτούς λογαριασμούς. Και φτάνουμε στο 1986, όταν οι Τερμίτες αναγνώρισαν μεταξύ τους την αδυναμία να συνυπάρξουν και ταυτόχρονα να επιβιώσουν οικονομικά κι έδωσαν τέλος Σεπτεμβρίου την τελευταία τους συναυλία στο θέατρο Λυκαβηττού, που εκείνα τα χρόνια ήταν ό,τι πιο must για συναυλίες στην Αθήνα.

Λίγες μέρες πριν η παρέα του γκρουπ έγραψε στην ακροθαλασσιά, γύρω από μία φωτιά, το τελευταίο της τραγούδι, ένα από τα καλύτερα που είχαν παρουσιάσει. Το «Πόσο σε θέλω» ακούστηκε στο Λυκαβηττό και αγαπήθηκε αμέσως. Συγκίνησε με την ένταση της απελπισίας, που έφτανε στα όρια του μελό:

«Κόντρα στους νόμους /
ερήμου προφήτης. /
Σημάδια στην άμμο /
που απόψε θα σβήσεις. /
Ασπρόμαυρο μέλλον /
σκυφτός μετανάστης. /
Σταθμός στο ραδιόφωνο /
που πρέπει ν’ αλλάξεις./
Σου μοιάζει η σελήνη /
που να ΄βρω γαλήνη /
στον Άδη ανατέλλω /
πόσο σε θέλω…».
 
Όλα αυτά –και με αφορμή όλα αυτά πολύ περισσότερα- συζητήθηκαν και πάλι από την παρέα τις προάλλες. Με αφορμή όχι ένα καινούριο κομμάτι ή έναν ακόμη δίσκο, αλλά μια οριστική απώλεια. Ο ξαφνικός θάνατος του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα προκάλεσε σοκ, αλλά ποιος θάνατος δεν προκαλεί σοκ; Βέβαια με τους καλλιτέχνες, μουσικούς και άλλους, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Τελεσίδικα τους χάνουν οι δικοί τους άνθρωποι. Οι υπόλοιποι, όσοι τους βλέπουν, τους ακούνε, τους διαβάζουν, τους μελετούν τους έχουν πάντα δίπλα τους. Στην προκειμένη περίπτωση με τα τραγούδια, τους ήχους, αλλά και τη φωνή με το ελαφρό γρέζι, που ήταν η υπογραφή του Μαχαιρίτσα.