Skip to main content

Ο εγκλεισμός μακραίνει, η υπομονή μικραίνει, τα ερωτήματα πληθαίνουν

Κανείς δεν αμφισβητεί την αναγκαιότητα του εγκλεισμού, αλλά για πόσο ακόμη θα αντλούμε κουράγιο, μετρώντας απλώς τα φέρετρα των γειτόνων μας;

Χειρότερο και από τον ίδιο τον εγκλεισμό είναι ότι ουδείς γνωρίζει πόσο ακριβώς θα διαρκέσει. Εντάξει, κανείς μας, ούτε οι πλέον αφελείς, δεν πίστεψαν ότι η απαγόρευση των άσκοπων μετακινήσεων θα διαρκούσε μόνον δύο εβδομάδες όπως είχε ανακοινωθεί στις 22 Μαρτίου από τον πρωθυπουργό. Ελάχιστοι είναι και αυτοί που πιστεύουν ότι θα τελειώσει στις 27 Απριλίου, μετά τη νέα παράταση η οποία ανακοινώθηκε χθες.

Διαβάζοντας πίσω από τις λέξεις που ακούμε καθημερινά από το δίδυμο Τσιόδρα-Χαρδαλιά, δημιουργείται πια η πεποίθηση ότι μόλις τώρα μπαίνουμε στη δεύτερη φάση του εγκλεισμού, έχοντας συγχρόνως τη βεβαιότητα ότι θα ακολουθήσει οπωσδήποτε και τρίτη.

Τα ερωτήματα τα οποία πλανώνται μέσα μας, αναζητώντας μάταια απαντήσεις, είναι πολλά.

Το πρώτο, το οποίο έχει να κάνει με το πλέον ισχυρό εκ των ενστίκτων μας, είναι «εάν τελικά θα τα καταφέρουμε». Ερώτημα το οποίο είναι εντονότερο στους ανθρώπους οι οποίοι κουβαλάνε σοβαρά υποκείμενα νοσήματα ή είναι υπερήλικες. Δυστυχώς, η παγκόσμια κοινότητα, συμπεριλαμβανομένου και του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, πολύ αργά αντιλήφθηκαν τη σοβαρότητα της covid-19 με αποτέλεσμα να χαθεί πολύτιμος χρόνος και μαζί, δεκάδες χιλιάδες ζωές.

Το δεύτερο ερώτημα είναι πότε επιτέλους θα τελειώσει ο πρώτος κύκλος αυτής της πρωτόγνωρης δοκιμασίας. Πότε θα αρθεί, δηλαδή, ο εγκλεισμός. Για πόσες εβδομάδες μπορούμε να ακούμε ακόμη τον Χαρδαλιά να επαναλαμβάνει διαρκώς πως «οι επόμενες δύο εβδομάδες θα είναι κρίσιμες;». Κανείς δεν αμφισβητεί την αναγκαιότητα του εγκλεισμού, αλλά για πόσο ακόμη θα αντλούμε κουράγιο, μετρώντας απλώς τα φέρετρα των γειτόνων μας;

Από τα συμφραζόμενα των Τσιόδρα-Χαρδαλιά αλλά και έγκριτων επιστημόνων οι οποίοι αξιολογούν την πορεία της πανδημίας, αντιλαμβάνομαι ότι ο τρίτος κύκλος του εγκλεισμού θα διαρκέσει περίπου όσο και ο δεύτερος, φτάνοντας δηλαδή ως κάπου στις 10 Μαΐου. Υπό την προϋπόθεση, βεβαίως, ότι η πορεία της νόσου θα εξελιχθεί σύμφωνα με τις εκτιμήσεις και τις προσδοκίες μας. Ότι η καμπύλη θα γίνει κάποια στιγμή πτωτική και ότι το Εθνικό Σύστημα Υγείας θα αντέξει, όχι μόνο το τωρινό βάρος, αλλά και το ρίσκο της άρσης του εγκλεισμού.

Ρίσκο, το οποίο για να είναι το μικρότερο δυνατό θα πρέπει η κυβέρνηση να αξιοποιήσει με τον καλύτερο τρόπο το χρόνο τον οποίο έχει αγοράσει δια του εγκλεισμού μας. Να θωρακίσει δηλαδή έτι περαιτέρω το ΕΣΥ, με τις αναγκαίες προσλήψεις σε υγειονομικό προσωπικό και προμήθεια εξοπλισμού καθώς και να προετοιμάσει το σχέδιο εκτεταμένης ανίχνευσης της πορείας της νόσου στην κοινότητα. Αυτό προϋποθέτει ότι θα έχει εξασφαλίσει εκατοντάδες χιλιάδες αντιδραστήρια αλλά και ικανό δίκτυο εργαστηρίων για τη διενέργεια μαζικών τεστ τα οποία θα δείχνουν πόσοι ασθενούν, προκειμένου να απομονωθούν, αλλά και πόσοι έχουν περάσει τη νόσο, ώστε να βγουν αυτοί πρώτοι στην παραγωγή.

Τέλος, υπάρχει ποταμός ερωτημάτων που αφορούν την «επόμενη μέρα»: «Σε τι ψυχολογική κατάσταση θα βρισκόμαστε αλήθεια, στο τέλος του εγκλεισμού; Πόσοι θα αντέξουν έως τότε; Πόσοι από μας θα καταφέρουν να σύρουν προς την 'ελευθερία' τους το βαρύ ψυχολογικό φορτίο που θα μας κληροδοτήσουν οι δύο μήνες εγκλεισμού;». Ερωτήματα τα οποία συμπυκνώνονται, εν ολίγοις, στο ένα και μοναδικό ερώτημα «πώς άραγε θα 'ναι η ζωή μας έπειτα απ' όλο αυτό; ], για το οποίο την απάντηση θα κληθεί να δώσει η ίδια η ζωή...