Skip to main content

Ένα καλό μάθημα από το Παρίσι για τα μουσεία της Θεσσαλονίκης

Στη Θεσσαλονίκη συχνά οι επισκέπτες απογοητεύονται όταν ξεκινούν να πάνε σε ένα μουσείο ή όταν πέφτουν πάνω σε ένα μουσείο καθώς κυκλοφορούν στην πόλη

Ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν ανακοίνωσε την πρώτη γυναίκα πρόεδρο και διευθύντρια του Λούβρου από την ημέρα της δημιουργίας του μουσείου το 1793. Πρόκειται για την 55χρονη Λοράνς ντε Καρ, η οποία μέχρι να αναλάβει τα νέα της καθήκοντα διευθύνει το μουσείο D’ Orsay, που για πολλούς είναι το δεύτερο σε σημασία και ενδιαφέρον μουσείο της γαλλικής πρωτεύουσας, κυρίως λόγω της μεγάλης συλλογής από πίνακες ιμπρεσιονιστών ζωγράφων που διαθέτει. Και σε αυτό το πόστο η ντε Καρ ήταν η πρώτη γυναίκα. Δεν είναι, όμως, το φύλο της που την οδήγησε στην κορυφή σε δύο από τα σπουδαιότερα μουσεία του κόσμου, αλλά ο δυναμισμός, το έργο και οι ιδέες της. Όπως αναφέρουν οι πληροφορίες από το Μέγαρο των Ηλυσίων η απόφαση για την τοποθέτησή της στο Λούβρο των 10 εκατ. επισκεπτών το χρόνο (στοιχεία 2019) οφείλεται στο πρόγραμμα της «Λούβρο 2030», που η ίδια παρουσίασε στον Μακρόν και έχει στόχο την αύξηση της επισκεψιμότητας και ειδικότερα των νεότερης ηλικίας επισκεπτών, κάτι που έκανε με επιτυχία στο D’ Orsay, το οποίο το 2019 έκανε ρεκόρ με 3,7 εκατ. επισκέπτες. Ως πρώτο μέτρο, μάλιστα, η νέα διευθύντρια σχεδιάζει την επέκταση του ωραρίου, ώστε να αυξηθούν οι ώρες λειτουργίας του Λούβρου, το οποίο σήμερα κλείνει στις 5.30 κάθε απόγευμα.

Η ιστορία αυτή είναι γοητευτική και ταυτοχρόνως διδακτική. Γοητευτική επειδή αφορά την Πόλη του Φωτός και τον κόσμο των μουσείων, δηλαδή των αρχαιοτήτων και της τέχνης ανά τους αιώνες σε μια διαδρομή που συνεχίζεται. Διδακτική επειδή αναφέρεται σε ένα πεδίο μεγάλου ενδιαφέροντος για την Ελλάδα. Μια χώρα με τη μεγαλύτερη ιστορία και τον παλαιότερο πολιτισμό στην Ευρώπη, που διαθέτει πολλά μνημεία, πολλούς αρχαιολογικούς χώρους και εξίσου πολλά μουσεία, τα περισσότερα εκ των οποίων όμως δεν διαθέτουν –τουλάχιστον δεν αναπτύσσουν- κάποια δυναμική. Τα πιο πολλά από τα δημόσια ελληνικά μουσεία –τα ιδιωτικά είναι μια άλλη ιστορία- λειτουργούν ως υπηρεσίες, με γραφειοκρατικές διοικήσεις, τυπικούς υπαλλήλους και βαριεστημένη –στα όρια της νεκρικής- ατμόσφαιρα. Με ακατανόητα για πολύ κόσμο ωράρια, καθώς συχνά παραμένουν κλειστά κρίσιμες για την επισκεψιμότητα μέρες και ώρες, αλλά και χωρίς ιδιαίτερες πρωτοβουλίες για την προσέλκυση κοινού. Ασφαλώς τα γλυπτά του Παρθενώνα, τα ευρήματα της Βεργίνας και οι άλλοι θησαυροί που εκτίθενται στην Ελλάδα προσελκύουν ανθρώπους από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, αλλά όπως μας λέει η μικρή παριζιάνικη ιστορία όλα αυτά δεν αρκούν. Όταν το Λούβρο και το D’ Orsay χρειάζονται διεύρυνση ωραρίου και επιχειρήσεις γοητείας για το δυναμικό νεανικό κοινό, στα ελληνικά μουσεία η προσέγγιση είναι βέβαιον ότι πρέπει να γίνει πιο δημιουργική.

Ειδικά στη Θεσσαλονίκη συχνά οι επισκέπτες απογοητεύονται όταν ξεκινούν να πάνε σε ένα μουσείο ή όταν «πέφτουν» πάνω σε ένα μουσείο καθώς κυκλοφορούν στο κέντρο της πόλης –συμβαίνει κι αυτό- και δεν καταφέρνουν να το επισκεφθούν. Επειδή είναι σαββατοκύριακο. Επειδή η ώρα δεν βολεύει. Επειδή το προσωπικό που υπάρχει δεν επαρκεί. Επειδή, επειδή, επειδή… Κι όμως η πόλη διαθέτει μουσεία με σοβαρές εγκαταστάσεις –για παράδειγμα το Βυζαντινό είναι πρότυπο από αρχιτεκτονική άποψη και επιπλέον συνδεδεμένο με μία από τις ενδοξότερες περιόδους της 23,5 αιώνων ιστορίας της-, που θα μπορούσαν να παίξουν προωθητικό ρόλο στην τουριστική, οικονομική και κοινωνική ζωή της πόλης. Μόνο που αυτό δε συμβαίνει. Οι ίδιοι οι Θεσσαλονικείς, αλλά και πολλοί επισκέπτες προτιμούν –επίσης για παράδειγμα- το καφέ - εστιατόριο στον κήπο του Βυζαντινού, παρά το ίδιο το μουσείο. Κι ας είναι ίσως το μοναδικό Βυζαντινό μουσείο σε μια πραγματικά βυζαντινή πόλη!

Κοινό υπάρχει

Οι κάπως μεγαλύτεροι θα θυμούνται δύο μεγάλες εκθεσιακές εκδηλώσεις που έγιναν 1997 στη Θεσσαλονίκη, στο πλαίσιο της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης, και συγκέντρωσαν τεράστιο ελληνικό και διεθνές ενδιαφέρον. Τους θησαυρούς του Αγίου Όρους και την έκθεση με έργα του Καραβάτζιο. Η επιτυχία τους δείχνει κοινό υπάρχει και μέσα στην πόλη. Απλώς οφείλει κανείς να το κινητοποιήσει με όρους… μάρκετινγκ. Ας μη μας τρομάζουν οι λέξεις. Τα μουσεία, όπως και οτιδήποτε άλλο, χρειάζονται κόσμο και έσοδα. Για να επιτύχουν τους στόχους οφείλουν να χρησιμοποιήσουν όλους τους θεμιτούς τρόπους. Κυρίως, όμως, να μη βασίζονται ούτε στην θεωρητικά αυτονόητη σημασία τους, ούτε στην… ακινησία τους, αλλά να παλεύουν καθημερινά στην αγορά. Αυτό σημαίνει, φυσικά, την αλλαγή νοοτροπίας των ανθρώπων που τα υπηρετούν ή ανθρώπους με άλλη νοοτροπία για να τα… τρέξουν.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στη Θεσσαλονίκη υπάρχουν πολλά μουσεία. Από κλασικές περιπτώσεις, όπως το αρχαιολογικό, το βυζαντινό, το λαογραφικό και το μουσείο Μακεδονικού Αγώνα, μέχρι το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, τα μουσεία Κινηματογράφου και Φωτογραφίας, αλλά και Ολυμπιακό Μουσείο, και Εβραϊκό Μουσείο, ενώ υπό κατασκευήν είναι το Μουσείο Ολοκαυτώματος. Και άλλα μικρότερα σε περιφερειακούς δήμους.  Μάλιστα, η κυβέρνηση έχει εξαγγείλει τρία ακόμη μουσεία στο πρώην στρατόπεδο Παύλου Μελά για τα επόμενα χρόνια. Άρα η μαγιά για κάτι δυναμικό υπάρχει. Μόνο που η δημιουργία υποδομών, οι οποίες μετά απλώς… υπάρχουν, είναι κάτι στατικό, εξαιρετικά εσωστρεφές που αφορά τους επαγγελματίες κάθε κλάδου και καθόλου ελκυστικό για το νεότερο κόσμο, που πιθανώς τα επισκέπτεται στα μαθητικά του χρόνια με το σχολείο, αλλά δεν υπάρχει συνέχεια. Περιττό να υπογραμμίσουμε ότι τα μουσεία της Θεσσαλονίκης δεν συμπεριλαμβάνονται στα τοπόσημα της πόλης, ενώ θα έπρεπε.

Μουσεία παντού!

Το ίδιο συμβαίνει σχεδόν σε όλα τα μουσεία ανά την Ελλάδα. Όπως παλαιότερα είχαμε «κάθε πόλη και στάδιο, κάθε χωριό και γυμναστήριο» και τα τελευταία χρόνια «κάθε νομός και πανεπιστήμιο ή πανεπιστημιακό τμήμα», έτσι έχουμε και το «κάθε αρχαιολογικός χώρος το δικό του μουσείο». Μόνο που –για παράδειγμα-  κάπου μεταξύ Βεργίνας, Πέλλας και Θεσσαλονίκης η ιστορία των αρχαίων Μακεδόνων, του Φιλίππου και του Μεγάλου Αλεξάνδρου εμφανίζεται κατακερματισμένη και ελάχιστα ελκυστική. Μπορεί αυτή η πολιτική να λειτουργεί υπέρ της τόνωσης του φρονήματος των τοπικών κοινωνιών, μπορεί να δημιουργεί κάποιες λίγες θέσεις εργασίας σε τοπικό επίπεδο ή να διαμορφώνει πολιτικές και αυτοδιοικητικές καριέρες –πάλι σε τοπικό επίπεδο-, αλλά δεν είναι αποδοτική. Αδικεί κατάφορα τα εκθέματα και αφαιρεί από τη δυνητική δυναμική που θα μπορούσαν να έχουν οι μεγαλύτερες και πιο οργανωμένες καταστάσεις. Για παράδειγμα –τρίτο στη σειρά που δεν αφορά την Ελλάδα- όποιος έχει πάει στο αρχαιολογικό μουσείο στο Κάιρο, την πρωτεύουσα της Αιγύπτου, της χώρας στην οποία υπάρχει το 25% των αρχαιοτήτων του πλανήτη, εντυπωσιάζεται από το πλήθος και την ποικιλία των εκθεμάτων για τους Φαραώ. Φαντάζεστε κάποιον επισκέπτη να βλέπει ένα δύο σε μια αίθουσα και να χρειαζόταν να οδηγήσει μία ώρα για να δει άλλα δύο και άλλη μία ώρα για άλλα δύο;           

ΥΓ. Το θέμα του μάρκετινγκ για τη νεολαία σε δράσεις πολιτισμού εφαρμόζεται φέτος με επιτυχία στους θερινούς κινηματογράφους της Θεσσαλονίκης. Όπως κατάγραψε χθεσινό ρεπορτάζ της voria.gr τα θερινά σινεμά της Θεσσαλονίκης άνοιξαν στις 21 Μαΐου και από εκείνη την ημέρα πηγαίνουν πολύ καλά καθημερινά. Sold out ή σχεδόν και μάλιστα με κατά βάσιν νεανικό κοινό. Σε αυτό βοηθάει και μια ακόμη τακτική που δοκιμάστηκε πέρσι και επαναλαμβάνεται ενισχυμένη φέτος.  Εκτός από τις ταινίες πρώτης προβολής παίζουν στην οθόνη και θρυλικές ταινίες περασμένων δεκαετιών, οι οποίες μάλιστα προβάλλονται από άψογες μετά από ψηφιακή επεξεργασία κόπιες. Έτσι οι νέοι που ήταν… αγέννητοι όταν γυρίστηκαν τα φιλμ του Τρυφό, του Γκοντάρ και του Χίτσκοκ σπεύδουν γεμίζοντας τις αίθουσες.