Skip to main content

Με κλειστά μάτια και αφτιά πολλοί επιχειρηματίες στη Θεσσαλονίκη

Το ενεργητικό ενδιαφέρον των επιχειρηματιών και των εκπροσώπων των φορέων της Θεσσαλονίκης για τις συλλογικές δραστηριότητες είναι μειωμένο.

του Γιώργου Δώρα

Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ήταν η εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε χθες το απόγευμα στη Θεσσαλονίκη από το υπουργείο Εξωτερικών, σε συνεργασία με το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Θεσσαλονίκης, τον Σύνδεσμο Βιομηχανιών Ελλάδος και τον Σύνδεσμο Εξαγωγέων. Και μόνο το «No Deal Brexit, προετοιμασία της Δημόσιας Διοίκησης και των Επιχειρήσεων για την περίπτωση αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ χωρίς Συμφωνία» έξι εβδομάδες πριν από την 31 Οκτωβρίου, ημερομηνία πιθανής αποχώρησης της Μεγάλης Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αρκεί για να υπογραμμίσει όχι μόνο την επικαιρότητα, αλλά και την κρισιμότητα της κατάστασης.

Η ΕΕ εν μία νυκτί θα απωλέσει το 13% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος της, ενώ σε περίπτωση άτακτης –μη συντεταγμένης και συμφωνημένης- εξόδου, οι συνέπειες για τις οικονομίες και τους ανθρώπους θα είναι μεγάλες. Πολλές επιχειρήσεις από τη Θεσσαλονίκη και την υπόλοιπη Βόρεια Ελλάδα συναλλάσσονται με τη Βρετανία και θα έχουν συνέπειες.

Χιλιάδες νέοι σπουδάζουν σε αγγλικά πανεπιστήμια και η συνέχεια των σπουδών τους σε κάποιο επόμενο επίπεδο δυσκολεύει. Μεγάλος αριθμός Ελλήνων που εργάζεται στο Νησί, ίσως αναγκαστεί να μετακομίσει, ενώ πολλοί είναι οι Βρετανοί που κάθε χρόνο επισκέπτονται την Ελλάδα, στηρίζουν με τον τρόπο τους τον τουρισμό και τώρα αυτές οι μετακινήσεις θα δυσκολέψουν. Όλα θα αλλάξουν μετά το Brexit – κανείς δεν ξέρει σήμερα ακριβώς σε ποιο βαθμό, ούτε πόσο σύντομα θα γίνουν οι αλλαγές- κι επομένως χρειάζεται προετοιμασία. Αυτό που λέμε plan B, ενδεχομένως και plan C.

Πρόκειται για κατάσταση ακραίας εκκρεμότητας, για την οποία όλοι λίγο πολύ κάτι έχουν ακούσει ακόμη και φευγαλέα στην τηλεόραση, αλλά που δε στάθηκε ικανή να κινητοποιήσει τους επιχειρηματίες και τους εκπροσώπους των παραγωγικών φορέων της Θεσσαλονίκης. Στην αίθουσα του ΕΒΕΘ στην οδό Τσιμισκή, όπου έγινε η εκδήλωση, η προσέλευση ήταν ικανοποιητική σε σχέση με τα πέντε – δέκα άτομα που υπάρχουν στο ακροατήριο άλλες φορές, αλλά τίποτε το εντυπωσιακό. Αν, μάλιστα, κάποιος συνυπολόγιζε από την αρχή το θέμα και τη συγκυρία θα μπορούσε, ίσως, να υποθέσει ότι θα δημιουργηθεί αδιαχώρητο, οπότε θα έπεφτε διπλά έξω.

Η εικόνα με τα άδεια καθίσματα στην αίθουσα του ΕΒΕΘ δεν είναι –δυστυχώς- πρωτόγνωρη. Τα αρκετά τελευταία χρόνια οι μισοάδειες αίθουσες αποτελούν σκηνικό σχεδόν παντού στη Θεσσαλονίκη, όπου κάποιοι επιμένουν να διοργανώνουν εκδηλώσεις με οικονομικό, παραγωγικό και αναπτυξιακό αποτύπωμα. Με αυτό το δεδομένο η χθεσινή εικόνα χαρακτηρίζεται έως και καλή. Αν, όμως, τη δει κανείς με κρύο αίμα και ψυχρό βλέμμα είναι απογοητευτική. Διότι και το θέμα είναι κρίσιμο και το υπουργείο Εξωτερικών έκανε ότι μπορούσε για να ενημερώσει. Δύο μέλη της πολιτικής του ηγεσίας –ο Αναπληρωτής Υπουργός κ. Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης και ο υφυπουργός αρμόδιος για την Οικονομική Διπλωματία και την Εξωστρέφεια κ. Κώστας Φραγκογιάννης ήταν εκεί και μίλησαν. Μαζί τους είχαν και αρκετούς υπηρεσιακούς παράγοντες, όχι μόνο από το ΥΠΕΞ, αλλά και από άλλα υπουργεία, πρόθυμους να απαντήσουν. Οι τελωνειακές διαδικασίες, οι εμπορευματικές μεταφορές, οι Ειδικοί Φόροι Κατανάλωσης, τα δασμολόγια, οι επιπτώσεις ενός no deal Brexit στον αγροτικό τομέα, στις μεταφορές, στον τουρισμό ήταν θέματα για τα οποία θα μπορούσε να ενημερωθεί κάποιος που ενδιαφέρεται. Και είναι βέβαιο ότι στη Θεσσαλονίκη αγγίζουν τη δραστηριότητα πολλών και τη ζωή κάποιων λιγότερων.

Τα τελευταία δέκα χρόνια –ίσως και περισσότερα, για να μη τα ρίχνουμε όλα στην κρίση- το ενεργητικό ενδιαφέρον των επιχειρηματιών και των εκπροσώπων των φορέων της Θεσσαλονίκης για τις συλλογικές δραστηριότητες έχει μειωθεί. Πολλά απ’ όσα γίνονται είναι στον αυτόματο πιλότο και μοιάζουν με κινήσεις ρουτίνας. Κάποιοι πιστεύουν ότι υπάρχει κούραση, κάποιοι το ρίχνουν στην αδιαφορία, κάποιοι άλλοι από αυτούς που παρατηρούν το φαινόμενο και συζητούν το θέμα, εξηγούν τις εξελίξεις με βάση την νοοτροπία των –κατά βάσιν νεότερων- του επιχειρείν της Θεσσαλονίκης.

Σε μια περίοδο με μεγάλα προβλήματα που έχουν οδηγήσει πολλούς στην καταστροφή ή έστω στο χείλος της καταστροφής, η τάση είναι φυγόκεντρη. Σχεδόν κανείς δεν δείχνει να πιστεύει στον επιχειρηματικό συνδικαλισμό, τη συνεργασία και την κοινή δράση. Όλο και περισσότεροι κλείνονται στο καβούκι τους και προτάσσουν τα στενά προσωπικά τους θέματα, ακόμη και από τα επιχειρηματικά. Λογιστή και δικηγόρο πληρώνω, σου λέει ο άλλος, ας ενημερωθεί να μου τα πει και να τα εφαρμόσει στη δουλειά. Μόνο που τα πράγματα δεν είναι μόνο έτσι.

Κατ’ αρχήν τα προβλήματα δεν είναι μόνο γραφειοκρατικά ή τεχνικής φύσεως. Συχνά ενώπιον άδειων καθισμάτων γίνονται συζητήσεις για τις οικονομικές και επιχειρηματικές εξελίξεις με βάση τις νέες τεχνολογίες, τον ψηφιακό κόσμο, τα δίκτυα, την παγκοσμιοποίηση και την προσπάθεια ανάσχεσης, αν όχι ανατροπής της. Δηλαδή με βάση όλα τα κύρια συστατικά του μέλλοντος, που δεν είναι θεωρητικό, έχει ήδη φτάσει. Παρουσιάζονται θέματα, τα οποία κάποιος που θα πάρει επιχειρηματικές αποφάσεις οφείλει να γνωρίζει ή έστω να έχει μια απ’ ευθείας ιδέα κι όμως δεν δείχνει να ενδιαφέρεται. Σα να έχει κλειστά τα μάτια και τα αφτιά.

Το ίδιο συνέβη τα προηγούμενα χρόνια με διάφορα προβλήματα που οφείλονται στη δύσκολη οικονομική συγκυρία της κρίσης και της ύφεσης σε συνδυασμό με την γεωγραφική διάσταση του βορειοελλαδίτικου επιχειρείν. Αν εξαιρέσει κανείς τη γκρίνια και τη μουρμούρα το ενδιαφέρον των επιχειρηματιών καταγράφηκε μειωμένο. Είναι η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος. Σα να μη ενδιαφέρονται αρκετοί αν θα πάνε τα πράγματα μπροστά. Σα να μην καταλαβαίνουν ότι στην οικονομία προχωρούν όλοι μαζί. Όσοι ξεφεύγουν πολύ μπροστά ή όσοι μένουν πολύ πίσω συνήθως είναι οι εξαιρέσεις.

Όπως έλεγε πρόσφατα έμπειρος παράγων της αγοράς και της πιάτσας της Θεσσαλονίκης «λες και όλοι είναι υπνωτισμένοι και κινούνται αργά και μηχανικά». Σε αυτό απέδιδε ο ίδιος τόσο την αδυναμία ανανέωσης της επιχειρηματικής εκπροσώπησης της Θεσσαλονίκης, όσο και το γεγονός ότι στο προσκήνιο βρίσκονται επί πολλές δεκαετίες οι ίδιοι άνθρωποι. Σε εμφανείς ή αφανείς, αλλά πάντως καθοριστικούς, ρόλους.