Skip to main content

Μια επέτειος κάτω από τις σημαίες που ανεμίζουν στα μπαλκόνια της Θεσσαλονίκης

Δύο αιώνες μετά τον εθνικό ξεσηκωμό οι Έλληνες δεν έχουν πια δικαιολογίες να μη μελετήσουν και να μην αξιολογήσουν την Επανάσταση.

Όπως η ζωή δεν συντίθεται από εγκυκλοπαιδικές πληροφορίες έτσι και η ιστορία δεν περιορίζεται σε ημερομηνίες και ονόματα. Ο φετινός εορτασμός των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821, που επίσημα ξεκίνησε σαν σήμερα 25 Μαρτίου και οδήγησε στη δημιουργία του νέου Ελληνικού κράτους, είναι μια σημαντική χρονική επέτειος, η οποία ενδέχεται στο μέλλον να καταγραφεί ως ιδιαίτερης αξίας λόγω όσων θα συμβούν και όσων τη συνοδεύουν. Η αφορμή είναι καλή. Η κινητοποίηση γύρω από την επέτειο είναι μεγάλη. Οι εκδηλώσεις, που εκ των πραγμάτων χάνουν από τη λάμψη τους επειδή πραγματοποιούνται κατά βάσιν διαδικτυακά, αλλά ταυτόχρονα μεγεθύνουν την επιρροή τους σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη όπου ζουν Έλληνες, είναι συγκινητικές. Οι εκδόσεις ιστορικών μελετών και αναλύσεων είναι, επίσης, εντυπωσιακές σε αριθμό, ποικιλία, ποιότητα και –όπως μαθαίνουμε- ανταπόκριση. Ακόμη και στη σχετικώς μίζερη ελληνική τηλεόραση γίνονται προσπάθειες για την αναπαράσταση γεγονότων και καταστάσεων μέσω δραματοποιημένων ντοκιμαντέρ. Υπάρχει ενδιαφέρον.  

Δύο αιώνες μετά τον εθνικό ξεσηκωμό οι Έλληνες δεν έχουν πια δικαιολογίες να μη μελετήσουν και να μην αξιολογήσουν την Επανάσταση. Αλλά και όσα συνέβησαν στα 200 χρόνια που ακολούθησαν μέχρι σήμερα. Στα σχολεία –διαχρονικά- έμαθαν κουτσά στραβά ημερομηνίες, τοποθεσίες και ονόματα. Ήρθε η ώρα για την αξιοποίηση της ιστορίας αφενός για την κατανόηση του τόπου, της κοινωνίας και των εξελίξεων και αφετέρου για λόγους αυτογνωσίας. Διότι όταν η ιστορία –τόσο η μελέτη της όσο και οι γιορτές που συχνά συνοδεύουν τις επετείους της- δεν οδηγούν στον αναστοχασμό έχουν την αξία μιας διήγησης, που μπορεί να είναι γοητευτική, αλλά παραμένει εφήμερη. Όταν η εμπειρία δεν αποτελεί τον καθρέφτη για κάθε πολίτη και κάθε κοινωνία, τότε η επιρροή της είναι καταδικασμένη να ξεθωριάσει σύντομα, να ξεχαστεί, με τελικό αποτέλεσμα να επαναληφθούν τα ίδια λάθη.  

Το νέο ελληνικό κράτος είναι 200 ετών. Με όρους και με χρόνους ιστορίας η ελληνική κοινωνία εισέρχεται στην πρώτη νεότητά της. Το επόμενο διάστημα θα δείξει εάν έχει ξεπεράσει τις παιδικές της αρρώστιες και τις εφηβικές της εμμονές. Εάν έχει αποκτήσει τη δυνατότητα να προχωρεί με συνείδηση τόσο της πραγματικότητας όσο και της συγκυρίας.  

Οι σύγχρονοι ιστορικοί υπογραμμίζουν ότι η Επανάσταση του 1821 οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στην αυτοπεποίθηση που είχαν οι Έλληνες στις αρχές του 19ου αιώνα. Διότι Έλληνες ήταν τότε οι πιο πετυχημένοι έμποροι στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και οι μεγαλύτεροι καραβοκύρηδες στην Ανατολική Μεσόγειο. Επίσης ελληνικό ήταν το σημαντικότερο δίκτυο των καλών σχολείων στα Βαλκάνια.  Υπήρχε, δηλαδή μια θεμελιωμένη και απόλυτα δικαιολογημένη αίσθηση υπεροχής, ως πρόσφορο έδαφος για να καρπίσουν οι ιδέες για ένα ανεξάρτητο κράτος με ευρωπαϊκή ταυτότητα, αποκομμένο από την υπανάπτυξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Σήμερα τα πράγματα είναι διαφορετικά. Η χώρα  έχει μεγαλώσει 2,5 φορές σε σχέση με τα πρώτα της σύνορα και βρίσκεται στον πυρήνα των Ευρωπαϊκών και δυτικών θεσμών και συνασπισμών, αλλά η κοινωνία βρίσκεται σε αναζήτηση ταυτότητας. Τα τελευταία δέκα χρόνια –για να αναφερθούμε μόνο στην πρόσφατη περίοδο που μας οδήγησε στο σήμερα- βολοδέρνει ταλαιπωρημένη από την οικονομική κρίση και την ύφεση, απόλυτα εξαρτώμενη από τα δάνεια των Ευρωπαίων εταίρων της. Η πανδημία, που έχει συνέπειες σε όλες τις πτυχές της ζωής, είναι κάτι σαν το κερασάκι στην τούρτα για μια Ελλάδα που αγωνίζεται να σταθεί στα πόδια της. Μια δύσκολη προσπάθεια, που γίνεται, πλέον, ακόμη δυσκολότερη. Με πολλά πισωγυρίσματα, ίσως επειδή στη διαδρομή εμφανίζονται διλήμματα, πολλά από τα οποία συντηρούνται τεχνηέντως στην επικαιρότητα, παρά το ότι είναι ξεπερασμένα από τη ζωή και η θέση τους είναι στο χρονοντούλαπο. Διακόσια χρόνια από την Επανάσταση του 1821, την πρώτη για τη δημιουργία κράτους – έθνους τον 19ο αιώνα στην Ευρώπη, οι Έλληνες μπορεί να μη χρειάζεται να ανακαλύψουν τον τροχό του εκσυγχρονισμού και της ανάπτυξης –το έχουν κάνει άλλοι γι’ αυτούς-, αλλά για να προοδεύσουν οφείλουν να απαντήσουν σε σημερινές ερωτήσεις και να ανταποκριθούν στις σύγχρονες συνθήκες. Το πνεύμα του εμφυλίου είναι εντελώς εκτός εποχής, η έννοια της ρεβάνς δεν απασχολεί κανέναν σοβαρό άνθρωπο, ενώ το «εμείς» τούς περιλαμβάνει όλους όσους θέλουν να κοιτούν μπροστά.

Δυστυχώς τίποτε από αυτά δεν έχει κατοχυρωθεί στο πεδίο του δημόσιου βίου. Στην κεντρική πολιτική σκηνή η αντιπαράθεση εξελίσσεται εντελώς βαρετά, κυρίως λόγω της εμμονής της αντιπολίτευσης στο παλαιομοδίτικο «όχι σε όλα». Τόσο προβλέψιμη που κάθε διαφοροποίηση συνιστά είδηση. Στην αυτοδιοίκηση επικρατούν κατά κανόνα άνθρωποι χαμηλού ορίζοντα, επαρχιώτικης νοοτροπίας και μικρομεσαίων τοπικών συμφερόντων, ενώ οι περισσότερες συλλογικότητες –από τον συνδικαλιστικό μέχρι τον επιχειρηματικό χώρο και από τους αλληλέγγυους μέχρι τους δικαιωματιστές- χαρακτηρίζοντας από τις περιχαρακώσεις αποκλειστικά στα δικά τους. Στην… κοσμάρα τους, όπως λέει ο θυμόσοφος λαός. Για παράδειγμα το να προβάλλεις στο ίδιο κάδρο τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον Άρη Βελουχιώτη δεν βγάζει άκρη. Δεν οδηγεί πουθενά.  

Έναντι όλων αυτών που φιγουράρουν στη βιτρίνα και σε σημαντικό βαθμό εκφράζουν τη σημερινή Ελλάδα –περισσότερο σαν μουτζούρα και όχι σαν κάποιο σχήμα με καθαρές γραμμές- υπάρχουν οι δημιουργικές εξαιρέσεις. Τα πρόσωπα της διπλανής πόρτας που βάζουν στόχους και τους πετυχαίνουν. Οι εθελοντές που βοηθούν συνανθρώπους τους και σώζουν ζωές. Οι Έλληνες που διακρίνονται στο εξωτερικό. Οι επιχειρηματίες που δημιουργούν κοινωνικό πλούτο, καθώς οι εταιρείες τους αναπτύσσονται, προσφέρουν εργασία, πληρώνουν φόρους, κάνουν εξαγωγές.

Σε αυτό το σκηνικό έχουμε σήμερα μια κορύφωση των εορταστικών εκδηλώσεων για τα 200 χρόνια από την Επανάσταση. Θα ήταν κρίμα να μείνουμε στον Κάρολο και την Καμίλα, στη θεαματική παρέλαση στην πλατεία Συντάγματος και στις σημαίες που κυματίζουν -μελαγχολικά είναι η αλήθεια- στα στενά μπαλκόνια της Θεσσαλονίκης.     

Χρόνια πολλά!