Skip to main content

Στα 290 εκατ. ευρώ το ετήσιο συνολικό κόστος για την άρδευση στην Ελλάδα

Η αλόγιστη χρήση του νερού για άρδευση δημιουργεί σοβαρά προβλήματα τόσο στον υδροφόρο ορίζοντα, όσο και στο περιβάλλον σε όλη τη χώρα

Το 80% περίπου της ετήσιας συνολικής ζήτησης του νερού στην Ελλάδα απορροφάται από τη χρήση της άρδευσης, όπως αναφέρεται σε μια πολύ ενδιαφέρουσα έρευνα που εκπόνησε η Σουζάνα-Χριστιάννα Σταυροπούλου, απόφοιτος του Τμήματος Μηχανικών Χωροταξίας και Ανάπτυξης της Πολυτεχνικής Σχολής του ΑΠΘ.

«Στην Ελλάδα καλλιεργούνται περίπου 35.000.000 στρέμματα, από τα οποία τα 14.000.000 (ποσοστό 40% της συνολικής καλλιεργούμενης έκτασης), αρδεύονται είτε από οργανωμένα συλλογικά δίκτυα, είτε από ιδιωτικές γεωτρήσεις», επισημαίνει η Σουζάνα-Χριστιάννα Σταυροπούλου.
Από το ποσοστό των αρδευόμενων στρεμμάτων, είναι εντυπωσιακό πως περίπου το 43% αρδεύεται με τρόπους και μέσα των ΤΟΕΒ, ενώ το υπόλοιπο 57% από ιδιωτικές πρωτοβουλίες που δεν είναι πάντα σύννομες.


«Το ετήσιο συνολικό κόστος άρδευσης στη χώρα μας ανέρχεται περίπου στα 290.000.000€ κι αυτό κατανέμεται ως εξής: το 52% είναι το χρηματοοικονομικό κόστος, το 42,2% το κόστος φυσικού πόρου και το υπόλοιπο 5,7% αντιστοιχεί στο περιβαλλοντικό κόστος, όπως προκύπτει από την πρώτη αναθεώρηση των διαχειριστικών σχεδίων των 14 υδατικών διαμερισμάτων της χώρας μας», λέει στη Voria, η κ. Σταυροπούλου, η εργασία της οποίας για την Πολυτεχνική Σχολή του Α.Π.Θ., έχει θέμα «Ανάλυση του κόστους νερού στην ελληνική γεωργία και οι χωρικές διαφοροποιήσεις του, σύμφωνα με τα διαχειριστικά σχέδια των λεκανών απορροής».

Επεξηγηματικά, προσθέτει ότι «το χρηματοοικονομικό κόστος αφορά στις άμεσες χρηματικές δαπάνες των φορέων που διαχειρίζονται τα εγγειοβελτιωτικά έργα (ΓΟΕΒ – ΤΟΕΒ), το περιβαλλοντικό κόστος αποτιμά σε χρηματικές μονάδες την περιβαλλοντική υποβάθμιση από τη χρήση της άρδευσης, ενώ το κόστος φυσικού πόρου δηλώνει σε γενικές γραμμές μια κακή ποσοτική κατάσταση κάποιου υδατικού διαμερίσματος ή λεκάνης απορροής ποταμών».

Όπως η ίδια αναφέρει «τα τρία αυτά μεγέθη συνιστούν τα θεμελιώδη οικονομικά εργαλεία, τα οποία η Οδηγία Πλαίσιο για τα Ύδατα προτείνει στα κράτη μέλη να χρησιμοποιήσουν, με απώτερο σκοπό να αποτιμάται κάθε φορά το συνολικό κόστος κάθε χρήσης νερού».

Σύμφωνα με την κ. Σταυροπούλου, «στην Ελλάδα σχεδόν το 80% της ζήτησης νερού απορροφάται από τη χρήση της άρδευσης κι αυτή η υπέρογκη κατανάλωση, δημιουργεί σημαντικές πιέσεις, ποσοτικές και ποιοτικές, τόσο στα υδατικά συστήματα της χώρας -επιφανειακά και υπόγεια ύδατα-, όσο και στις λοιπές ανταγωνιστικές χρήσεις του νερού».
Από το υπόλοιπο 20%, το μεγαλύτερο μέρος αφορά στην ύδρευση, 2,2% στη βιομηχανική χρήση, 0,76% στην κτηνοτροφία και ποσοστό 7% καλύπτει άλλες ανάγκες.

Η δραστηριότητα της άρδευσης σε μια περιοχή, δεν αφορά μόνο τους αγρότες. Επηρεάζει και μάλιστα σημαντικά και τους άλλους χρήστες του νερού. Η υπεράντληση για τη χρήση στη γεωργία μπορεί να οδηγήσει σε ελλείψεις στην κατανάλωση ή στην βιομηχανία, ή ακόμη κι αν δεν υπάρξει πρόβλημα έλλειψης σε ποσότητα μπορεί το νερό που διατίθεται για τις άλλες χρήσεις να είναι αλλοιωμένο ποιοτικά, λόγω της χρήσης φυτοφαρμάκων και αγροχημικών.

Δεν είναι λίγα τα παραδείγματα, ειδικά σε περιοχές, όπου υπάρχουν υδροβόρες καλλιέργειες (βαμβάκι), λ.χ. στο θεσσαλικό κάμπο, οι αγρότες να τρυπούν τη γη σε βάθος κάτω από τα 350 μέτρα για να βρουν νερό και φυσικά συναντούν υφάλμυρο νερό.

Σύμφωνα με την εργασία της κ. Σταυροπούλου, «η Κεντρική Μακεδονία είναι το δεύτερο -μετά τη Θεσσαλία- υδατικό διαμέρισμα που καταναλώνει ποσότητες νερού για την άρδευση πάνω από τον εθνικό μέσο όρο (όπως αυτός προκύπτει από την κατανάλωση νερού στα 14 υδατικά διαμερίσματα).»

Όπως εξηγεί η ίδια «στο υδατικό διαμέρισμα της Θεσσαλίας καταγράφεται η μεγαλύτερη ζητούμενη ποσότητα νερού για άρδευση, δηλαδή το 92% περίπου της συνολικής ζήτησης νερού στο εν λόγω διαμέρισμα καταλήγει στην γεωργία και ακολουθεί σε ζήτηση αγροτικού νερού το υδατικό διαμέρισμα της Κεντρικής Μακεδονίας».

Οι υδατικοί πόροι της χώρας, τόσο ποσοτικά, όσο και ποιοτικά, δεν παρουσιάζουν καλή εικόνα. Αυτό οφείλεται σε πολλούς παράγοντες, με βασικότερους το κλίμα -η Ελλάδα έχει ήπιους και σχετικά ψυχρούς χειμώνες και θερμά και ξηρά καλοκαίρια-, ενώ δεν υπάρχουν έντονες βροχοπτώσεις κατά την ξηροθερμική περίοδο. Και φυσικά το νερό δεν είναι ανεξάντλητος φυσικός πόρος.

Επιπλέον οι ανθρωπογενείς παρεμβάσεις με κυριότερη την ανεξέλεγκτη χρήση των γεωτρήσεων, οδηγεί στο φαινόμενο της υφαλμύρωσης, κυρίως στις παράκτιες περιοχές.

«Η Κεντρική Μακεδονία, η Δυτική Μακεδονία και η Θεσσαλία, αποτελούν τα τρία υδατικά διαμερίσματα με την πλειονότητα των υπόγειων συστημάτων νερού να έχουν χαρακτηριστεί από το Εθνικό Δίκτυο Παρακολούθησης Υδάτων ως κακής ποσοτικής κατάστασης» αναφέρεται στην εργασία.

«Αυτό σημαίνει ότι τα υδατικά διαμερίσματα, τα οποία παρουσιάζουν σημαντική υποβάθμιση της ποσότητας των υπόγειων υδάτων τους, έχουν ταυτόχρονα και αυξημένες ανάγκες για αρδευτικό νερό. Κι αυτή η υποβάθμιση που προκύπτει από την αρδευόμενη γεωργία οδηγεί σε πρόβλημα στην ίδια την αρδευόμενη γεωργία», τονίζει η κ. Σταυροπούλου.

Σε αντίθεση με αυτό που πιστεύουμε, τα επιφανειακά νερά καλύπτουν πιο μικρό ποσοστό των αρδευτικών αναγκών σε σχέση με τα υπόγεια ύδατα. Είναι χαρακτηριστικό πως, όπως αναφέρει η Σταυροπούλου «το υδατικό διαμέρισμα της Θεσσαλίας απομυζεί το μεγαλύτερο ποσοστό (22%) των συνολικών υπόγειων απολήξεων για αρδευτική χρήση της Ελλάδας και μόλις το 2% των συνολικών επιφανειακών ποσοτήτων νερού, γεγονός που δικαιολογεί ότι το εν λόγω υδατικό διαμέρισμα παρουσιάζει τα πιο επιβαρυμένα υπόγεια ύδατα από αντλήσεις.

Αλλά και η Κεντρική Μακεδονία ακολουθεί με 13% σε κατανάλωση αρδευτικού νερού από υπόγειες απολήξεις, αν και η περιοχή χρησιμοποιεί το υψηλότερο ποσοστό (13%) των συνολικών επιφανειακών υδάτων σε όλη τη χώρα". Αυτό εξηγείται λόγω των μεγάλων ποταμών που την διασχίζουν, αλλά ως δεδομένο είναι σχετικό. Για παράδειγμα ο κάμπος της Θεσσαλονίκης και των Σερρών καλύπτεται σε μεγάλο ποσοστό από τα επιφανειακά νερά του Αξιού, του Αλιάκμονα, του Στρυμόνα. Στη Χαλκιδική όμως οι αγρότες αναγκάζονται να χτυπήσουν γεωτρήσεις σε μεγάλο βάθος και συχνά βγάζουν υφάλμυρο νερό.

Συμπληρωματικά, στο υδατικό διαμέρισμα της Κεντρικής Μακεδονίας λειτουργεί ο μεγαλύτερος ΓΟΕΒ της χώρας με τη μεγαλύτερη έκταση συλλογικών δικτύων άρδευσης, γεγονός που και αυτό δύναται να αιτιολογήσει το υψηλό ποσοστό επιφανειακών απολήξεων νερού, σύμφωνα με τη διπλωματική της Σταυροπούλου.

«Ένα επίσης ενδιαφέρον στοιχείο είναι πως το υδατικό διαμέρισμα της Κεντρικής Μακεδονίας σημειώνει και το υψηλότερο χρηματοοικονομικό κόστος άρδευσης, καθώς έχει τις περισσότερες εκτάσεις που καλύπτονται από συλλογικά έργα», αναφέρει η κ. Σταυροπούλου.


«Η διαχείριση του νερού για την άρδευση είναι ένα πολυπαραγοντικό ζήτημα», λέει στη Voria ο αναπληρωτής καθηγητής του τμήματος Μηχανικών Χωροταξίας και Ανάπτυξης της Πολυτεχνικής Σχολής του Α.Π.Θ., Διονύσης Λατινόπουλος και εξηγεί:«Δεν μπορεί να προταθεί μία μοναδική λύση για την ορθολογική χρήση του που να ισχύει για όλες τις περιοχές της Ελλάδας, καθώς είναι διαφορετικές τόσο οι καλλιέργειες, όσο και οι ανάγκες. Ο περιορισμός της άρδευσης μπορεί να επιτευχθεί με πολλούς τρόπους. Η αναθεώρηση της τιμολογιακής πολιτικής του νερού (που θα λάμβανε υπόψη το κόστος του φυσικού πόρου και το περιβαλλοντικό κόστος) αναμένεται να οδηγήσει σε μια πιο ορθολογική χρήση, όπως επίσης ο εκσυγχρονισμός των δικτύων άρδευσης θα μπορούσε να περιορίσει τη σπατάλη. Η ώθηση σε νέες και λιγότερο υδροβόρες καλλιέργειες θα βοηθήσει σημαντικά, αλλά αυτό είναι μια στρατηγική που απαιτεί μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και πρέπει να συνδυαστεί με την αγροτική πολιτική αλλά και με τις διατροφικές ανάγκες της χώρας. Σε γενικές γραμμές το ζήτημα της διαχείρισης του νερού για την άρδευση χρειάζεται μια κεντρική κατεύθυνση, με αλλαγή φιλοσοφίας, κατάλληλη ενημέρωση και επιπλέον χρηματοδότηση».


Προς αυτή την κατεύθυνση έρχονται το προσεχές διάστημα και οι προκηρύξεις εγγειοβελτιωτικών έργων για την άρδευση με άμεσες επενδύσεις και μέσα από το Ταμείο Ανάκαμψης.


Η διπλωματική εργασία της Σταυροπούλου είναι διαθέσιμη στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://ikee.lib.auth.gr/record/325067/files/STAVROPOYLOYCHRIST_DE.pdf