Skip to main content

Ο Αριστοτέλης, ο Αλέξανδρος και οι χαμένες ευκαιρίες για τη Β. Ελλάδα

Η αξιοποίηση των μνημείων δεν γίνεται στη Β. Ελλάδα με ιδιαίτερη επιτυχία. Ούτε ο Όλυμπος και το Δίον, ούτε η Πέλλα και η Βεργίνα, ούτε η Αμφίπολη.

του Γιώργου Δώρα

Η ανακοίνωση της ανακάλυψης του τάφου του Αριστοτέλη στη γενέτειρα του, τα αρχαία Στάγειρα της Χαλκιδικής, επιβεβαίωσε ότι στη σύγχρονη Ελλάδα οι πιο αποδοτικές επενδύσεις έρχονται από το παρελθόν, από την αρχαιότητα. Μόλις δύο καλοκαίρια πριν ο πλανήτης είχε αναστατωθεί με τα ευρήματα στον τύμβο Καστά, στην Αμφίπολη. Η ταυτότητα του ενοίκου παραμένει αμφίβολη, αλλά τα ονόματα που έχουν ακουστεί από λιγότερο ή περισσότερο υπεύθυνα χείλη είναι στο σύνολό τους παγκόσμιας απήχησης. Από τον Νέαρχο, πλοίαρχο του Μακεδονικού Στόλου και τον Ηφαιστίωνα, κολλητό του Μεγάλου Αλεξάνδρου, μέχρι τον ίδιο τον Μακεδόνα στρατηλάτη. Τέσσερις δεκαετίες πριν, η ανακάλυψη από τον Μανόλη Ανδρόνικο του τάφου του βασιλιά Φιλίππου, πατέρα του Αλέξανδρου, πιστοποίησε πέραν πάσης αμφιβολίας την ελληνικότητα της Μακεδονίας και μέχρι ένα σημείο έβγαλε από την τουριστική αφάνεια της περιοχή της Βεργίνας.

Είναι δεδομένο ότι οι μεγάλες αρχαιολογικές ανακαλύψεις λειτουργούν ως τουριστικός πόλος. Στην Αίγυπτο, τη χώρα στην οποία βρίσκεται το 25% των αρχαιοτήτων ολόκληρου του πλανήτη, ο τουρισμός είναι πολύ μεγάλη πηγή πλούτου, παρά τα σημαντικά κλιματολογικά προβλήματα που υπάρχουν, αλλά και τα ζητήματα υγιεινής και ασφάλειας που ανακύπτουν συνεχώς στη μεγάλη χώρα της Βόρειας Αφρικής. Το ίδιο ισχύει και για πολλές περιοχές στην Ελλάδα: Ανάμεσά τους η Αθήνα –και η ευρύτερη Αττική-, που βρίσκεται στο επίκεντρο του τουριστικού κόσμου λόγω των αρχαιοτήτων (Παρθενώνας, Ηρώδειο, Στήλες Ολυμπίου Διός, Ναός Ποσειδώνα κ.λπ.). Η Κρήτη λόγω της Φαιστού και της Κνωσού και η Πελοπόννησος λόγω της Επιδαύρου και των Μυκηνών.

Σε αντίθεση με όλα αυτά η Β. Ελλάδα δεν έχει καταφέρει να αξιοποιήσει τουριστικά την ιστορία και τα μνημεία της. Είναι ενθαρρυντικό το γεγονός ότι οι φορείς της Χαλκιδικής επενδύουν, πλέον, στον Αριστοτέλη, ο οποίος γεννήθηκε και –όπως φαίνεται- ετάφη στα Στάγιρα. Ο μεγαλύτερος φιλόσοφος της αρχαιότητας, ο μαθητής του Πλάτωνα και δάσκαλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, στον οποίο οφείλονται οι βάσεις της δυτικής σκέψης, ακτινοβολεί μέχρι σήμερα στα πέρατα της οικουμένης. Δεν τον διαβάζουν μόνο στα πανεπιστήμια και στις αναρίθμητες φιλοσοφικές σχολές. Τον επικαλούνται συνεχώς στην πολιτική, τις επιχειρήσεις, την καθημερινότητα. Δικαιολογημένα, λοιπόν, πολλοί άνθρωποι στον πλανήτη θέλουν να επισκεφθούν τον τόπο που είδε το φως και σκορπίστηκε η στάχτη του. Να περπατήσουν στα ίδια χώματα, να αναπνεύσουν τον ίδιο αέρα, να νιώσουν την ίδια λάμψη του ήλιου, να εισπράξουν την ίδια ενέργεια. Αρκεί να το μάθουν και να τους δοθεί αυτή η δυνατότητα. Αρκεί, δηλαδή, να δημιουργηθεί η κατάλληλη οργάνωση, ώστε η επίσκεψη να έχει ενδιαφέρον και ουσία. Ενδεχομένως να συνδυάζει κι άλλα πράγματα από αυτά που αναζητούν οι σύγχρονοι ταξιδιώτες.  

Η αξιοποίηση των μνημείων δεν γίνεται στη Β. Ελλάδα με ιδιαίτερη επιτυχία. Ούτε ο Όλυμπος και το Δίον, ούτε η Πέλλα και η Βεργίνα, ούτε η Αμφίπολη, όπου ακόμη υπάρχουν εκκρεμότητες, ούτε οι Φίλιπποι, ούτε η ίδια η Θεσσαλονίκη  έχουν την επισκεψιμότητα που θα δικαιολογούσε η πλούσια και σημαντική ιστορία τους. Όλα γίνονται αργά και νωχελικά. Χωρίς όραμα, συντονισμό, προγραμματισμό ή σοβαρό προϋπολογισμό. Η ιστορία μοιάζει να παλεύει μόνη της για να υποδηλώσει την παρουσία και το μεγαλείο της. Κόντρα στην μίζερη πραγματικότητα των ημερών και των βυθισμένων στη δημοσιοϋπαλληλία φορέων της σημερινής Ελλάδας.