Skip to main content

Ο αθηνοκεντρισμός ως αιτία αλλά και ως άλλοθι για τα δεινά της Θεσσαλονίκης

Στην Αθήνα το πρόβλημα διαγνώστηκε έγκαιρα και η κατάσταση μαζεύτηκε, ωστόσο στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης, αυτή έγινε πρωτεύουσα του κορωνοϊού.

Θέτω εξ αρχής και ευθέως το ερώτημα: «εάν όσα συνέβησαν στη Θεσσαλονίκη, με το επιδημιολογικό φορτίο να βρίσκεται εκτός ελέγχου επί τρεις συνεχείς εβδομάδες, συνέβαιναν στην Αθήνα, υπήρχε περίπτωση η κυβέρνηση να παραμείνει αδρανής;».

Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, δεν επαναφέρω δια της πλαγίας τη γνωστή θεωρία περί «της αδικημένης από το αθηνοκεντρικό κράτος, Θεσσαλονίκης», πάνω στην οποία χτίστηκαν ουκ ολίγες πολιτικές καριέρες. Ωστόσο, ο εκτροχιασμός του αριθμού των κρουσμάτων στη Θεσσαλονίκη, σε αυτό το δεύτερο κύμα της πανδημίας, αποκαλύπτει τις δύο τεράστιες παθογένειες οι οποίες ευθύνονται εν πολλοίς για πολλά από τα δεινά τα οποία μαστίζουν την πόλη.

Η πρώτη αφορά το διοικητικό μοντέλο το οποίο παραμένει ασφυκτικά συγκεντρωτικό και αθηνοκεντρικό. Παρά την αύξηση των αρμοδιοτήτων στον πρώτο και στον δεύτερο βαθμό αυτοδιοίκησης κατά την τελευταία εικοσαετία, όλες οι σοβαρές αποφάσεις εξακολουθούν να λαμβάνονται από την Αθήνα. Στο θέμα της διαχείρισης της πανδημίας κάτι τέτοιο, βεβαίως, είναι επιβεβλημένο, ωστόσο, η απόσταση από το «κέντρο», αποδεικνύεται ότι λειτουργεί παραλυτικά. Προκαλεί σημαντική καθυστέρηση στην έγκαιρη αντίληψη του προβλήματος και, κατά συνέπεια, και στη λήψη των αναγκαίων μέτρων.

Αυτό συνέβη στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης. Παρότι τα κρούσματα άρχισαν να αυξάνονται με σχεδόν εκθετική μορφή, ήδη από τις 18 Οκτωβρίου, χρειάστηκε να φτάσουμε στις αρχές του Νοεμβρίου για να αποφασίσει η κυβέρνηση να επιβάλει lockdown. Αντιθέτως, στην Αθήνα, η οποία βίωνε πολύ δυσκολότερες καταστάσεις στις αρχές Οκτωβρίου, το πρόβλημα διαγνώσθηκε έγκαιρα και η κατάσταση «μαζεύτηκε», με αποτέλεσμα να γίνει η Θεσσαλονίκη πρωτεύουσα του κορωνοϊού.

«Και καλά, αυτοί δεν το πήραν είδηση, εσείς τι κάνατε;» είναι το εύλογο ερώτημα. Αυτή ακριβώς είναι η δεύτερη παθογένεια της πόλης και αφορά την τοπική ηγεσία της, υπό οποιαδήποτε μορφή: αυτοδιοίκηση, βουλευτές, πρυτανικές αρχές κ.ο.κ.· και όχι μόνον τώρα, αλλά σε βάθος δεκαετιών. Οι τοπικοί άρχοντες έβλεπαν την κατάσταση να εκτροχιάζεται. Τον κορωνοϊό να κάνει πάρτι, στα κλαμπ, στις πλατείες, στο πανεπιστήμιο, στις εκκλησίες. Τους αριθμούς των κρουσμάτων καθημερινά να πολλαπλασιάζονται με γεωμετρική πρόοδο, τις δε συγκεντρώσεις του γονιδιώματος του SARS- CoV-2 στα λύματα της πόλης να αυξάνουν με εκθετικό ρυθμό. Αλλά εκείνοι σιωπούσαν. Και μόνον όταν ο πρωθυπουργός τούς συμπεριέλαβε κι αυτούς στο κάδρο των ευθυνών, μόνον τότε βγήκαν για να ψελλίσουν ότι «να, εμείς τους τα λέγαμε αλλά...». Ωστόσο, όσο κι αν αναζητήσει κανείς μια δημόσια παρέμβαση, από οποιονδήποτε, δεν θα βρει το παραμικρό. Καμία δήλωση, καμία επιστολή, καμία απαίτηση για άμεση λήψη μέτρων, παρά μόνον μετά την κήρυξη του lockdown.

Όμως, πάντα έτσι συμπεριφέρονταν οι τοπικές ηγεσίες της Θεσσαλονίκης, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Ολιγαρκείς, αρκούμενες στα περισσεύματα του αθηνοκεντρισμού. Τα παραδείγματα αμέτρητα. Από το μετρό, το οποίο στην Αθήνα κατασκευάστηκε στον προβλεπόμενο χρόνο κι εδώ πάμε για εικοσαετία, τις αθλητικές εγκαταστάσεις (αλήθεια, πότε έγινε τελευταία φορά καινούργιο γήπεδο στην πόλη;), τους οδικούς άξονες, τα έργα στο λιμάνι και στο αεροδρόμιο, τα νοσοκομεία, αλλά και τώρα, το flyover της περιφερειακής το οποίο προγραμματίζεται να γίνει με ΣΔΙΤ και όχι με δημόσιους πόρους, το ίδιο και η ανάπλαση του εκθεσιακού χώρου της ΔΕΘ και πάει λέγοντας...

Αν «πίσω από κάθε κρίση κρύβεται και μια ευκαιρία», όπως λέγεται, τα δεινά τα οποία βιώνει η Θεσσαλονίκη εξ αιτίας της πανδημίας μπορούν να αποτελέσουν πράγματι μια χρυσή ευκαιρία αφύπνισης. Υπάρχει κανείς πρόθυμος να την εκμεταλλευτεί;