Skip to main content

Ο δρόμος του Μίκη Θεοδωράκη και η αγωνία της Θεσσαλονίκης να τον τιμήσει

Η οδός Λαγκαδά ονομάζεται έτσι από... πάντα και για αυτό είναι δύσκολο να αλλάξει. Όχι τυπικά, ουσιαστικά, καθώς υπάρχει η δύναμη της συνήθειας...

Ο θάνατος του Μίκη Θεοδωράκη συγκίνησε τους Έλληνες απανταχού της Γης, ενώ δεν είναι λίγοι οι ξένοι που τον γνώριζαν, εκτιμούσαν τη μουσική του και τις τελευταίες ημέρες τιμούν την απώλεια ενός παγκόσμιου Έλληνα. Όπως ακριβώς όταν ζούσε, δρούσε και δημιουργούσε ο Θεοδωράκης εξακολουθεί να συνεγείρει τα πλήθη και φυσικά τους φορείς της τοπικής και κεντρικής εξουσίας. Ο καθένας μας τον νιώθει δικό του, καθώς αισθάνεται πολύ κοντά είτε σε ένα τουλάχιστον από τα πολλά μουσικά είδη που υπηρέτησε, είτε σε μία τουλάχιστον από τις πολιτικές θέσεις που κατά καιρούς εξέφρασε.

Αυτό δεν σημαίνει πως όσο ζούσε όλα ήταν ρόδινα για τον Θεοδωράκη. Το αντίθετο. Πολλοί απ’ όσους τώρα εξυμνούν το έργο του και τιμούν τη μνήμη του υπήρξαν αδιάφοροι. Ή σχεδόν. Ορισμένοι από αυτούς που έκαναν αυτές τις ημέρες μεγαλόστομες δηλώσεις ίσως είχαν δεκαετίες να πάνε σε συναυλία με τα τραγούδια του, ενώ κάποιοι δίσκοι βινιλίου που έχουν στο σπίτι τους παραμένουν αραχνιασμένοι εδώ και πολύ καιρό.

Η πρόταση του δημάρχου Θεσσαλονίκης, την οποία συνυπογράφουν άλλοι τρεις δήμαρχοι της Δυτικής Θεσσαλονίκης, για μετονομασία της οδού Λαγκαδά σε «Λεωφόρο Μίκη Θεοδωράκη», έγινε μόλις λίγες ώρες μετά τον θάνατο του και έχει αρκετές αναγνώσεις.

Πρώτον, η Θεσσαλονίκη, όπως και οι υπόλοιπες ελληνικές πόλεις, όφειλαν να τιμήσουν συμβολικά τον Θεοδωράκη όσο ζούσε. Το γεγονός ότι έφτασε στα 96 του χρόνια σημαίνει ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να γίνει χωρίς καμία πολιτική, κομματική ή άλλη παρεξήγηση εδώ και δεκαετίες. Αλλά, ως γνωστόν, στην Ελλάδα για να δικαιωθεί κάποιος, όσο μεγάλος και σημαντικός κι αν είναι, πρέπει μάλλον πρώτα να κλείσει τα μάτια του.

Δεύτερον, η οδός Λαγκαδά ονομάζεται έτσι από πάντα και για αυτό είναι δύσκολο να αλλάξει. Όχι τυπικά, ουσιαστικά. Το γραφειοκρατικό σκέλος τακτοποιείται στα γρήγορα με κάποιες αποφάσεις Δημοτικών Συμβουλίων, κάποιες κανονιστικές πράξεις και λίγα μπλε πινακιδάκια με άσπρα γράμματα για τις γωνίες. Επί της ουσία, όμως… Αν εδώ και πολλά χρόνια την οδό Γεωργίου Παπανδρέου στα ανατολικά όλοι εξακολουθούν να την λένε Ανθέων και την λεωφόρο Κωνσταντίνου Καραμανλή να επιμένουν στο Νέα Εγνατία, η μετονομασία της οδού Λαγκαδά θα περάσει μόνο ως καταχώρηση στα gps. Ενδεχομένως θα περάσουν δεκαετίες για να καθιερωθεί το «λεωφόρος Μίκη Θεοδωράκη». Υπάρχει, βλέπετε, η δύναμη της συνήθειας…

Πιθανότατα η πρόταση Ζέρβα για την Λαγκαδά έχει να κάνει με το μέγεθος. Ένας Θεοδωράκης δεν μπορεί να... χωρέσει σε έναν μικρότερο δρόμο -σε ένα «υγρό κι ανήλιαγο στενό», όπως τραγούδησε ο ίδιος ή σε έναν «λερό κι ασήμαντο δρόμο», όπως έχει γράψει ο Καρυωτάκης. Ούτε ακόμη κι αν ένας τέτοιος «μικρός» δρόμος είναι κάπου στο Κρατικό Ωδείο ή το Μέγαρο Μουσικής, όπου θα ήταν ίσως η φυσική του χωροταξία.

Σε κάθε περίπτωση, ο Μίκης Θεοδωράκης προφανώς δεν ενδιαφέρεται για όλα αυτά. Ο ίδιος, αν και αγωνιούσε όσο λίγοι για την υστεροφημία του, σε αντίθεση -για παράδειγμα- με τον Μάνο Χατζιδάκι, ήξερε καλά πως η μουσική ήταν η μεγάλη του παρακαταθήκη προς τις επόμενες γενιές. Το διαβατήριο του προς την αιωνιότητα. Η πραγματική του αγωνία ήταν –μετά βεβαιότητος- το αν η μουσική του θα εξακολουθήσει να ακούγεται ή σιγά σιγά θα φθαρεί και θα περιθωριοποιηθεί. Διότι ενώ γνώριζε καλά την αξία της μουσικής του είχε πλήρη συνείδηση –αλίμονο ήταν σοβαρός και έξυπνος άνθρωπος- ότι οι μεγάλοι δημιουργοί αναμετρώνται μόνο με τον χρόνο.

Ο δήμος Θεσσαλονίκης επιθυμεί να τιμήσει τον Μίκη Θεοδωράκη. Και καλά κάνει. Αν η μετονομασία ενός δρόμου, ο οποίος μάλιστα σήμερα έχει ένα όνομα – σφραγίδα, είναι ο καλύτερος τρόπος, αυτό να φανεί σε βάθος χρόνου. Εάν το νέο όνομα της λεωφόρου καθιερωθεί ή απαξιωθεί καμία σημασία δεν έχει για τον σπουδαίο Έλληνα που αποχαιρετήσαμε χθες. Ίσως έχει κάποια αξία για τους υπεύθυνους του δήμου. Ίσως πάλι μετά τη μετονομασία να μην ασχοληθεί ξανά κανείς. Όπως ξέρουμε ήδη στη Θεσσαλονίκη υπάρχουν κι άλλοι δρόμοι με τυπικό και πραγματικό όνομα. Έτσι κι αλλιώς διαχρονικά στη Θεσσαλονίκη οι άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών αντιμετωπίζονται ως προσωπικότητες... δεύτερης κατηγορίας.

Ο αξέχαστος Μανόλης Ρασούλης, ο οποίος επέλεξε συνειδητά να εγκατασταθεί στα πολλά τελευταία χρόνια της ζωής του στη Θεσσαλονίκη, απορούσε γιατί τα αγάλματα που υπάρχουν ανήκουν σε πολύ μεγάλη πλειοψηφία σε στρατηγούς, επαναστάτες -και γενικότερα σε όσους κρατούσαν όπλα και σπαθιά-, αλλά και κάποιους πολιτικούς. Στο ίδιο πάνω κάτω μήκος κύματος και η κρίση του Ντίνου Χριστιανόπουλου, όταν πληροφορήθηκε ότι η Θεσσαλονίκη ανακηρύχθηκε Πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης: «Πώς είναι δυνατόν να θέλει να γίνει Πολιτιστική Πρωτεύουσα μια πόλη που ανέχεται να ζητιανεύουν στο πεζοδρόμιο της Βενιζέλου ανάπηροι του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου;».