Skip to main content

Ο Μακρυγιάννης του Χριστιανόπουλου κάνει διακοπές σε Μύκονο-Χαλκιδική

Την ώρα που η μισή Ελλάδα συζητούσε για ξενύχτια και συντάξεις, η μακεδονική γη υποδεχόταν τη σωρό του Ντίνου Χριστιανόπουλου.

Την ώρα που η μισή Ελλάδα αγωνίζεται για το ιερό και αναφαίρετο δικαίωμα στο ξενύχτι και στη διασκέδαση στα κλαμπ, στα μπαρ, στα μπουζούκια και στα πανηγύρια, παρά την καταστροφή της πανδημίας του κορωνοϊού, η μακεδονική γη υποδεχόταν τη σωρό του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Ενός ποιητή που ανάμεσα στα άλλα έγραψε:

«Καημένε Μακρυγιάννη να ’ξερες /
γιατί το τζάκισες το χέρι σου /
το τζάκισες για να χορεύουν σέικ /
τα κωλόπαιδα».

Τη στιγμή που η ίδια ή άλλη μισή Ελλάδα συζητάει σε καθημερινή βάση για τις συντάξεις που παίρνει, που θα πάρει, που προσδοκά, αλλά και για τα αναδρομικά που δικαιούται, άφηνε την τελευταία του πνοή ο ποιητής που έγραψε:

«Ὅταν σέ περιμένω καί δέν ἔρχεσαι, /
ὁ νοῦς μου πάει στούς τσαλακωμένους, /
σ᾿ αὐτοὺς ποὺ ὧρες στέκονται σὲ μία οὐρά, /
ἔξω ἀπὸ μία πόρτα ἢ μπροστά σ᾿ ἕναν ὑπάλληλο, /
κι ἐκλιπαροῦν μὲ μία αἴτηση στὸ χέρι /
γιὰ μία ὑπογραφή, γιὰ μία ψευτοσύνταξη. /
Ὅταν σὲ περιμένω καὶ δὲν ἔρχεσαι, /
γίνομαι ἕνα με τοὺς τσαλακωμένους.»

Αλλά έτσι είναι η ζωή. Γεμάτη αντιφάσεις, αντινομίες και αλλοπρόσαλλες καταστάσεις. Για παράδειγμα, ο άνθρωπος που είχε ως απόφαση ζωής από τα 18 του να μη δουλέψει στο δημόσιο και αρνήθηκε την οποιαδήποτε οικονομική βοήθεια του πρόσφεραν κάποιοι φορείς επιλέγοντας να κλείσει τη «Μικρή Διαγώνιο» της οδού Μητροπόλεως, λόγω των περίφημων φορολογικών αντικειμενικών κριτηρίων της δεκαετίας του 1990, κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη. Ή δημοτική δαπάνη, το ίδιο κάνει. Κάπως έτσι ο ποιητής που αρνήθηκε κάθε κρατική τιμή για την προσφορά του στα γράμματα αρνούμενος βραβεύσεις, θα παρακολουθεί τώρα από ψηλά να γίνονται εκδηλώσεις προς τιμήν του.

Μάλλον, όμως, έτσι πρέπει να γίνουν τα πράγματα. Προφανώς οι προθέσεις είναι καλές. Αλλά ως γνωστόν ο δρόμος για την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις. Άλλωστε στην Ελλάδα την εκτίμησή μας σε κάποιον ξεχωριστό άνθρωπο τη δείχνουμε συνήθως όταν δεν είναι καλά. Όταν αρρωσταίνει ή όταν πεθαίνει. Όσο είναι όρθιος μπορούμε να τον αγνοούμε, να τον ζηλεύουμε, να τον μοχθούμε άνετα. Είναι επικίνδυνος και γι’ αυτό τον χαρακτηρίζουμε γραφικό και πάμε παρακάτω. Το καλό με τους ποιητές –όπως και με τους τροβαδούρους, τους συγγραφείς, τους ζωγράφους, τους μουσικούς, αλλά ιδιαίτερα τους ποιητές- είναι ότι πολλές φορές προλαβαίνουν να δώσουν τις απαντήσεις τους στα της ζωής και του θανάτου έγκαιρα, οπότε αντιστρέφουν τον καθρέφτη και οι… γραφικοί βλέπουν επάνω του το δικό τους είδωλο.

«Καὶ τί δὲν κάνατε γιὰ νὰ μὲ θάψετε /
ὅμως ξεχάσατε πὼς ἤμουν σπόρος»

έγραψε πολλά χρόνια πριν ο Χριστιανόπουλος και σε δύο στίχους ξεμπέρδεψε με τους απέναντι. Πάντως, ο θάνατος του πριν από λίγες ημέρες απέδειξε κάτι που το γνωρίζουμε, αλλά κάθε φορά το πιστοποιούμε με αισθήματα αγανάκτησης, απογοήτευσης και στεναχώριας μαζί. Κανείς δεν μπορεί να φύγει από τον μάταιο τούτο κόσμο με την ησυχία του. Φεύγει με τον τρόπο που θέλουν οι άλλοι. Ειδικά εάν είναι επώνυμος και τον… περιλάβουν οι αξιωματούχοι της κοινωνίας και τα συστήματα εξουσίας. Πρωθυπουργοί, υπουργοί, δήμαρχοι, κόμματα, σύλλογοι, πρόεδροι, γραμματείς και φαρισαίοι.

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος είχε πολλά κοινά με τους προπολεμικούς ρεμπέτες, ίσως γι’ αυτό τους ανακάλυψε νωρίς στη δεκαετία του 1950. Και κάποιους από αυτούς τους αγάπησε, όπως τον Τσιτσάνη, τη φωτογραφία του οποίου είχε στον τοίχο πίσω από το γραφείο του, δίπλα σε αυτήν του Καβάφη. Όπως και οι ρεμπέτες ήταν αυθεντικός και γι’ αυτό σε πολλές φάσεις της ζωής του ακολούθησε υπόγειες διαδρομές. Τυλιγμένος στη μοναξιά του. Κυνηγημένος στη σκιά του περιθωρίου. Ενδεχομένως χωρίς εμφανείς διώκτες με ονοματεπώνυμο, αλλά αποκλεισμένος ανάμεσα σε ψηλά τείχη, φτιαγμένα από την άρνηση του διαφορετικού.

Ο ίδιος είχε πει σε μια συνέντευξη του προ εικοσαετίας και βάλε ότι από την ηλικία των 18 ετών είχε πάρει κάποιες μεγάλες αποφάσεις και στην ουσία είχε λύσει όλα του τα προβλήματα. Είχε αποδεχθεί τη σεξουαλική του ταυτότητα. Είχε αποφασίσει να μην εγκαταλείψει ποτέ τη Θεσσαλονίκη, ικανοποιώντας την επιθυμία της μητέρας του –«παιδί μου αυτή η πόλη μας υποδέχθηκε πρόσφυγες και μας περιέθαλψε, μην την αφήσεις» του είχε πει. Και είχε επιλέξει να μην εργαστεί στο δημόσιο, παρά το ότι στην εποχή του ο διορισμός ενός φιλολόγου γινόταν σε λίγες ημέρες, όσο χρόνο έκανε η αίτηση να φτάσει με το ταχυδρομείο στο υπουργείο Παιδείας. Με αυτό το οπλοστάσιο –δεν είχε χρησιμοποιήσει αυτή τη λέξη, αλλά αυτό εννοούσε- δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα που να μην μπορούσε να ξεπεράσει, συμπεριλαμβανομένου του βιοπορισμού.

Με τα ρεμπέτικα και τους ρεμπέτες η ταύτισή του ήταν μεγάλη. Ξεκίνησε από μικρός «κλέβοντας» στίχους από τραγούδια που άκουγε έξω από ταβέρνες ή από τους περαστικούς στους δρόμους και τα φύλαγε σε ένα τετράδιο. Αργότερα γνώρισε κάποιους ρεμπέτες, έφτασε μέχρι συνέντευξη να πάρει από τον Βασίλη Τσιτσάνη, που δημοσιεύθηκε σε εφημερίδα της Θεσσαλονίκης στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Αργότερα έγραψε ο ίδιος τραγούδα με τον ρεμπέτικο τρόπο –στίχους και μουσική, χωρίς να είναι σπουδαγμένος μουσικός- σε ρεμπέτικο ύφος και με ρεμπέτικη θεματολογία, που δεν κολακεύει κανέναν, αλλά μιλάει για το ψυχικό περιθώριο στο οποίο ζούσε. Επίσης έγραψε πολλά κείμενα για τα ρεμπέτικα και ακόμη περισσότερα για τον αγαπημένο του Τσιτσάνη, τον οποίο θαύμαζε. Για τα αισθήματα που κατάφερνε να συλλάβει και να μεταφράσει με τρομερό ταλέντο στους κώδικες της τέχνης του. Να φτιάξει, δηλαδή, σπουδαία λαϊκά τραγούδια που δεν έχαναν τίποτε από τη δύναμή τους, όσο μεγάλες επιτυχίες κι αν γίνονταν. Τον Τσιτσάνη για τον οποίο έγραψε το

«Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας /
ποτέ δε λένε την αλήθεια /
ο κόσμος υποφέρει και πονά /
κι εσείς τα ίδια παραμύθια. /

Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας /
είναι πολύ ζαχαρωμένα /
ταιριάζουν για σοκολατόπαιδα /
μα δεν ταιριάζουνε για μένα»

αλλά εκείνος το απέρριψε και τελικά οι στίχοι κατέληξαν στον Σαββόπουλο. Στο τέλος τραγούδησε, κιόλας, Τσιτσάνη σε συναυλίες, αλλά και σε έναν δίσκο. Δεν τον ενδιέφερε η καλλιφωνία αν και προσπαθούσε. Τον έκαιγε όμως να βγάλει το μεράκι του σε κάτι που θεωρούσε σημαντικό. Ευτυχώς πολλά από αυτά –τα ποιήματα, τα τραγούδια, τα βιβλία- θα παραμείνουν για να συντηρούν μιάν ατμόσφαιρα, που ήταν χαρακτηριστική του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Που ζούσε ασκητικά, που ήταν πάντα ντυμένος προσεκτικά, που βάδιζε καθημερινά μεγάλες αποστάσεις, που δούλευε ατελείωτες ώρες με το αναμμένο πορτατίφ και τον μεγεθυντικό φακό, που όταν έλεγε κάτι το τηρούσε χωρίς δεύτερη κουβέντα, που απαντούσε σε όλους και πάντα ευχαριστούσε ιδιοχείρως όταν κάποιος έκανε κάτι που θεωρούσε καλό. Σε κάποιους θα μείνουν, ενδεχομένως, κάποιες αρνητικές κρίσεις και κάποιες σκληρές κουβέντες. Και κάποιες κακίες. Αλλά στο βάθος του χρόνου τα δημιουργικά και φωτεινά πράγματα επιβιώνουν περισσότερο, αφού –σε τελευταία ανάλυση- αξίζουν και περισσότερο.

ΥΓ. Τα τελευταία χρόνια ο Ντίνος Χριστιανόπουλος είχε ταλαιπωρημένη υγεία και στην πράξη είχε αποσυρθεί. Καλύτερα. Ο κόσμος του ήταν άλλος και παρά το ότι τα σημαντικά ποιήματα δεν έχουν εποχές, οι ποιητές έχουν. Κάποιοι σε αυτή τη συγκυρία ηθελημένα ή άθελα τους τον εξέθεσαν, δημοσιεύοντας κρίσεις και εξομολογήσεις του χωρίς την έγκρισή του, παρά το ότι τίποτε δικό του δεν έβγαινε προς τα έξω χωρίς τον έλεγχο και τη συγκατάθεσή του. Για να οικονομήσουν. Σιγά τον… πολυέλαιο!