Skip to main content

Ο Μπόνο τραγουδάει Ντίλαν, Λένον και Μαντόνα στη Θεσσαλονίκη

Στο μυαλό και στην καρδιά ενός καλλιτέχνη ο καημός από την απουσία ανταπόκρισης αρχικά την σκεπάζει και κατόπιν την πνίγει.

Στη σύγχρονη μουσική βιομηχανία το μάρκετινγκ είναι εξίσου απαραίτητο με την έμπνευση. Διότι πόση αξία έχει η φοβερή μελωδία ενός συνθέτη, η εκπληκτική ερμηνεία ενός τραγουδιστή, η καταπληκτική διασκευή ενός μουσικού ή η ενέργεια που βγάζει εοί σκηνής και επί μικροφώνου ένα συγκρότημα, εάν το κοινό δεν αντιληφθεί το παραμικρό; Στην πράξη καμία, αφού η εσωτερική ικανοποίηση μετράει μεν, αλλά λίγο. Στο μυαλό και στην καρδιά ενός καλλιτέχνη ο καημός από την απουσία ανταπόκρισης αρχικά την σκεπάζει και κατόπιν την πνίγει.

Στην πορεία του προς την κορυφή ο Μπόνο, ο φυσικός ηγέτης των Ιρλανδών U2, ίσως του τελευταίου σούπερ γκρουπ που έπαιξε και στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης σε μια αξέχαστη συναυλία τον Σεπτέμβριο του 1997, έμαθε τα κόλπα καλά. Όταν δεν απασχολεί την επικαιρότητα με ένα τραγούδι, έναν δίσκο ή μια επιτυχία –κάτι που τα τελευταία χρόνια σπανίως συμβαίνει- το κάνει με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους. Παίζοντας «ανώνυμα» σε κάποιον σταθμό του μετρό της Νέας Υόρκης, προβάλλοντας τις οικολογικές του ιδέες, κάνοντας φιλανθρωπίες, υποστηρίζοντας πολιτικούς ή… κράζοντας κάποιους άλλους προβάλλει συχνά το πρόσωπο ενός διεθνούς κοινωνικού παράγοντα. Κάτι που –μεταξύ μας- δεν δείχνει να αφορά και τόσους πολλούς, αν αναλογιστεί κανείς την ανταπόκριση των ενεργειών του σε σχέση με την εμβέλεια και την αναγνωρισιμότητα που ο ίδιος έχει λόγω της μουσικής.     

Τις προάλλες, με αφορμή τα γενέθλια των 60 του χρόνων, ο Μπόνο είχε μία ακόμη φαεινή ιδέα. Να επιλέξει τα 60 τραγούδια που τον έσωσαν στη ζωή του. Και να στείλει 60 γράμματα στους μουσικούς που έγραψαν και τραγούδησαν αυτά τα κομμάτια. Που τον στήριξαν αυτά τα 60 χρόνια –από μικρός να μεγαλώσει και από μεγάλος να γίνει διάσημος. Εξήντα τραγούδια, 60 διαφορετικοί καλλιτέχνες. Δεν υπάρχει ούτε ένας που να έσωσε την ψυχούλα του Μπόνο με δύο ή περισσότερα τραγούδια. Αλλά στο μικρόψυχο καλλιτεχνικό κόσμο –σίγουρα στον μικρόψυχο κόσμο των σούπερ σταρς της μουσικής- και μόνο το ότι ο Μπόνο αναγνωρίζει 60 τραγούδια που του άρεσαν, τον επηρέασαν και τον βοήθησαν είναι ήδη αρκετό. Η λίστα δεν παρουσιάζει κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον υπό την έννοια ότι είναι αρκετά μεγάλη για να χωρέσει θρυλικά, αλλά και σύγχρονα ονόματα της μουσικής.

Ταυτόχρονα είναι εξαιρετικά ισορροπημένη, καθώς δύσκολα μπορεί κάποιος να φέρει αντιρρήσεις. Ανάμεσα στα ονόματα που μνημονεύει ο Μπόνο είναι κορυφαίοι καλλιτέχνες, διάσημες μπάντες, αλλά και αμφιλεγόμενες μουσικές προσωπικότητες, οι οποίες, πάντως, έχουν απήχηση στο ευρύ κοινό. Από τους Μπιτλς και τους Ραμόνς μέχρι την Μπιγιονσέ και την Billie Eilish Μπίλι Έλις. Από τον Έλβις Πρίσλεϊ και την Πάτι Σμιθ, μέχρι τους Sex Pistols και τη Μαντόνα. Και από τον Παβαρότι και τον Αντρέα Μποτσέλι μέχρι τον Kanye West και την Lady Gaga.  
 
Λίστα άνευ σημασίας
 
Η συγκεκριμένη λίστα έχει ενδιαφέρον μόνο για τους φανατικούς φίλους του Bono. Πολύ απλά διότι δεν κάνει σοφότερο κανέναν. Προφανώς είναι πολλοί ανάμεσα μας οι 60άρηδες, οι οποίοι θα ταυτιστούν. Είναι όσοι με λίγη προσοχή ως προς την απαιτούμενη πολιτική ορθότητα, θα πρότειναν τα ίδια τραγούδια και τους ίδιους καλλιτέχνες, ως σωσίβια στη ζωή τους κι ας μην είναι τόσο λαμπερή, όσο η ζωή του frontman και αρχηγού των U2. Το κεφάλαιο, όμως, που εμμέσως ανοίγει η «λίστα Μπόνο» είναι η επιδραστικότητα κάθε καλλιτέχνη στους ομότεχνους του, κάτι που στην πραγματικότητα είναι ότι πολυτιμότερο θα μπορούσε να ποθήσει ένας μουσικός. Αν και σε πολλές περιπτώσεις μία εμπορική επιτυχία κι ένας ευρύτατα αποδεκτός μουσικός επηρεάζουν επί της ουσίας τους ακροατές, τα πρότυπα των ίδιων των μουσικών, οι πρωταγωνιστές της προσωπικής τους μυθολογίας και τα ακούσματα καλλιτεχνών που καταφέρνουν να διακριθούν και να αγαπηθούν από τον κόσμο, έχουν πάντοτε ενδιαφέρον. Συχνά πυκνά και εκπλήξεις, αφού από που ξεκινάει κάποιος και τι πραγματικά μετράει για τον καθένα το γνωρίζει μόνο ο ίδιος. Αυτό δεn φαίνεται ότι συμβαίνει στην περίπτωση του Μπόνο, πέραν όλων των άλλων και επειδή μεγάλωσε σε αστικό περιβάλλον, στη Βρετανία των δεκαετιών του 1960 και του 1970, όταν ήδη η μουσική βιομηχανία και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, ως επιχειρησιακός της βραχίονας,  εξαπλώνονταν δυναμικά και επέβαλαν τους δικούς τους κώδικες.  
 
Από Μάρκο μέχρι Νιόνιο
 
Στην Ελλάδα, μια χώρα που υπήρξε μέχρι πρόσφατα αγροτική και πολιτιστικά κατακερματισμένη, οι φτασμένοι μουσικοί και τραγουδιστές ξεκινούν συνήθως από αλλού. Από ψαλμωδίες στις εκκλησίες, από χορωδίες με παραδοσιακά τραγούδια, από τα δημοτικά που ακούγονταν στα πανηγύρια του χωριού, από τα ρεμπέτικα που άκουγαν γονείς και θείοι στα οικογενειακά τραπέζια, όταν η κουβέντα έφτανε στις χαμένες πατρίδες. Για τους νεότερους, οι οποίοι μεγάλωσαν παράλληλα με τους δίσκους, που από μικρά 45άρια έγιναν μεγάλα βινύλια των 33 στροφών, υπάρχουν ορισμένα κλασικά –και γι’ αυτό μυθικά- ονόματα. Στους τραγουδιστές τα πράγματα είναι μάλλον απλούστερα: ο Παγιουμτζής, η Νίνου και η Μπέλλου, σε πρώτη φάση και ο Καζαντζίδης, ο Μπιθικώτσης και η Πόλυ Πάνου σε δεύτερη καθόρισαν το ύφος και την χροιά των περισσότερων μέχρι σήμερα. Περισσότερο επιδραστικοί, όμως, είναι οι δημιουργοί, κυρίως οι συνθέτες, και ειδικότερα πέντε από αυτούς, ανάμεσα σε πολλούς άξιους:  

Ο Μάρκος Βαμβακάρης, πάνω στον οποίο «πάτησαν» πολλοί. Χαρακτηριστικός παράδειγμα ο Δήμος Μούτσης, που χάρη στα τραγούδια του Μάρκου εγκατέλειψε την κλασική μουσική και το βιολί και ξεκίνησε την τραγουδοποιία.

Ο Βασίλης Τσιτσάνης, για τους περισσότερους ο κορυφαίος όλων των Ελλήνων μουσικών και συνθετών. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Μίκης Θεοδωράκης θέλει να λογίζεται απλώς ως μαθητής του.

Ο Μάνος Χατζιδάκις, ο οποίος αφενός απενοχοποίησε τα ρεμπέτικα και αφετέρου με την αύρα, την ευαισθησία και την αισθητική του διαμόρφωσε πολλούς νεότερους μουσικούς.

Ο Μίκης Θεοδωράκης, ο οποίος πίστεψε στη δύναμη της μελοποιημένης ποίησης και παρέσυρε τους πάντες και τα πάντα με την ορμή του και το αδιαίρετον μουσικής και πολιτικο–κοινωνικού αγώνα.

Ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο οποίος έδωσε διέξοδο στους νέους της δεκαετίας του 1960 που δεν βολεύονταν ούτε στον ρομαντικό έρωτα, ούτε στα νταλγκαδιάρικα ζεϊμπέκικα, ούτε στα θούρια και τα εμβατήρια των συνθημάτων και της ουτοπίας. Ο «Ντύλαν της Ελλάδος» -ο ίδιος ο Σαββόπουλος απορρίπτει ως αφελή τον συγκεκριμένο χαρακτηρισμό- φορμαλιστικό όρο- κατάφερε στον να ξεχωρίσει χάρη στη λοξή –και γι’ αυτό διεισδυτική- ματιά του στα πράγματα να ξεχωρίσει την εποχή της απόλυτης επιρροής του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη. Ο ίδιος ξεκίνησε στις μπουάτ του νέου κύματος χάρη σε λίγη κιθάρα που του έμαθε ο Μάνος Λοϊζος και την επιθυμία του να τραγουδήσει όπως ο Θεοδωράκης στην «Όμορφη πόλη»-, αλλά τα τραγούδια του ήταν απαλλαγμένα από κάθε ελαφρότητα και επιπολαιότητα. Δεν ήταν επιφανειακά. Είχαν βάθος. Μέχρι σήμερα οι «σκαπανείς» ακροατές τα δικαιώνουν ανακαλύπτουν νέα νοήματα και διαστάσεις στους στίχους, που συχνά στέκονται σε ένα απόλυτα ποιητικό επίπεδο. Διότι μπορεί ο Καζαντζίδης να μεγάλωσε τα παιδιά της εποχής στα σφαιριστήρια, ο Μπιθικώτσης να υπογράμμισε την καταγωγή και ο Θεοδωράκης με το Λοϊζο να τα συνόδευσαν σε διαδηλώσεις και καταλήψεις, αλλά πολλούς μουσικούς των τελευταίων 40 – 50 χρόνων σφράγισε ανεξίτηλα το «Φορτηγό» του 1966. Ένας από τους πιο επιδραστικούς δίσκους που έχουν ηχογραφηθεί στην Ελλάδα ήταν ο πρώτος του Διονύση Σαββόπουλου. Τότε που ακόμη ο ίδιος ψευτόπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε σε στυλ Θεοδωράκη.

Φωτογραφία: Kevin Davies

 


 
ΥΓ. Ήταν Παρασκευή στα τέλη Σεπτεμβρίου, νωρίς το απόγευμα. Η ζέστη ήταν ακόμη καλοκαιρινή και η υγρασία έβγαινε κατ’ ευθείαν από το Θερμαϊκό. Στη γωνία Τσιμισκή με Κομνηνών, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, ένας τύπος με ανοιχτόχρωμα χαρακτηριστικά, καλοξυρισμένος, που φορούσε μπλουτζίν, άσπρο πουκάμισο και κόκκινα γυαλιά  τραγουδάει μπαλάντες παίζοντας την κιθάρα του. Μπροστά του η ανοιχτή θήκη της κιθάρας και μια χειρόγραφη πινακίδα «I am Irish» δεν άφηναν αμφιβολία για τις προθέσεις του. Να βγάλει μεροκάματο με τον τίμιο ιδρώτα του μουσικού, σε μια εποχή που ακόμη στην Ελλάδα οι μουσικοί του δρόμου αντιμετωπίζονταν από το νόμο σαν επαίτες.

Όταν άρχισε να τραγουδάει το «Mother» του Τζον Λένον τα πρώτα νομίσματα προσγειώθηκαν στο πιατάκι και κάποιοι κοντοστάθηκαν. Ακολούθησαν το «People Have the Power» της Πάτι Σμιθ, το «Ruby Tuesday» των Ρόλινγκ Στόουνς, το «Hurt» του Τζόνι Κας. Ο μουσικός ίδρωνε, το τασάκι γέμιζε, ο κόσμος που στεκόταν να ακούσει γίνονταν περισσότερος. Ο Ιρλανδός επέμεινε να τα δίνει παίζοντας το «Satellite of Love» του Λου Ριντ, το «Live Forever» των Όασις, το «The Sounds of Silence» Σάιμον & Γκαρφάνκελ, το «Most of the Time» του Ντίλαν, το «Into My Arms» του Νικ Κέιβ. Χειροκροτήματα στη μέση του δρόμου. Διάλειμμα για τσιγάρο. Και μετά από δέκα λεπτά ξανά η κιθάρα και η φωνή: Το «I’ ve Got You Under My Skin» του Φρανκ Σινάτρα, το «Born This Way» της Lady Gaga, το «Heroes» του  David Bowie, το «A Sense of Wonder» του Βαν Μόρισον, το «There Goes My Miracle» του Σπρίνγκστιν, το  «Show Me The Way» του Πήτερ Φράμπτον. Είχε περάσει 1,5 ώρα από τα πρώτα ακόρντα, όταν ο μουσικός του δρόμους μάζεψε διακριτικά τα λεφτά, το τασάκι, την κιθάρα και την αυτοσχέδια μικροφωνική και απομακρύνθηκε από το σημείο, με κατεύθυνση προς τον Λευκό Πύργο. Το απόγευμα είχε προχωρήσει και ο κόσμος περπατούσε στην Τσιμισκή προς το λιμάνι, όπου το βράδυ θα έπαιζαν οι U2, προερχόμενοι από το Σαράγιεβο και καθ’ οδόν προς το Τελ Αβίβ, στην πιο ακριβή συναυλία που διοργανώθηκε ποτέ στη Θεσσαλονίκη. Ανάμεσα τους δυο φίλοι, ο Νίκος και ο Γιώργος, που από μικροί είχαν… τάμα να πηγαίνουν μαζί στις ροκ συναυλίες. Από το σχολείο μέχρι τώρα που ήταν παντρεμένοι με παιδιά.

Είχαν παρακολουθήσει τον μουσικό του δρόμου για ένα τέταρτο και άφησαν δυο νομίσματα στο τασάκι. Τα κομμάτια που έπαιζε ήταν γνωστά και αγαπημένα. Δεν κάθισαν όμως πολύ. Βιάζονταν να προσεγγίσουν το λιμάνι για να πιάσουν μια όσο το δυνατόν καλύτερη θέση για τη συναυλία. Στις 9 περίπου η σκηνή πήρε ζωή. Ο Νίκος Πορτοκάλογλου και οι συνεργάτες έπαιξαν κάποια κομμάτια, ζέσταναν την ατμόσφαιρα και αποχώρησαν καταχειροκροτούμενοι. Η αδημονία των δεκάδων χιλιάδων θεατών στα ύψη. Καπνοί και φώτα, στην αρχή κίτρινα, μετά ασημιά. Ακούστηκε μουσική, ο ενθουσιασμός στα ουράνια.

Οι μουσικοί άρχισαν να παίζουν το Mofo από το άλμπουμ Pop που μόλις είχε κυκλοφορήσει και ο τραγουδιστής του γκρουπ βγήκε μέσα από ένα σύννεφο καπνού. Αποθέωση. Ο Νίκος γύρισε τότε στον αποσβολωμένο Γιώργος και του φώναξε για να μπορέσει να ακουστεί: «Ρε συ, ο Ιρλανδός που τραγουδούσε το απόγευμα στην Τσιμισκή!».  

Κεντρική φωτογραφία - Reuters