Skip to main content

Ο Νίκος Ξανθόπουλος, η Μάρθα Βούρτση και ο σύγχρονος κόσμος

Στην ελληνική κοινωνία υπάρχει ένα είδος... απέχθειας στην κατηγορία των ανθρώπων που ονομάζεται «πλούσιοι και διάσημοι».

Για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο, στην ελληνική κοινωνία υπάρχει ένα είδος απέχθειας στην κατηγορία των ανθρώπων που ονομάζεται «πλούσιοι και διάσημοι». Ενδεχομένως να έχει να κάνει με το (εύλογο) κριτήριο: «Γιατί αυτοί κι όχι εμείς». Μόνο που αυτό παραπέμπει περισσότερο στα μέσα της δεκαετίας του '50 και του '60, άντε και του '70 («Νίκος Ξανθόπουλος – Μάρθα Βούρτση»), αλλά σε κάθε περίπτωση, όχι στις μέρες μας. Που, μόλις προχθές, ο Ρίτσαρντ Μπράνσον πήρε τρεις υπαλλήλους του και πήγε για μισή ώρα βόλτα στην στρατόσφαιρα. Προσοχή: Όχι αποστολή, αλλά βόλτα. Η διαφορά είναι τεράστια.

Γιατί όλος αυτός ο «πρόλογος»;

Ο «Τειρεσίας» ακόμα δεν μπορεί να καταλάβει το λόγο που ξέσπασε τόσος θόρυβος επειδή ο πρωθυπουργός, συνοδευόμενος από τη σύζυγό του, έφαγε ένα βράδυ, πριν από δυο Σαββατοκύριακα, με μια παρέα σούπερ πλουσίων και διάσημων αμερικανών. Αρκεί να αναφερθεί ότι σ' αυτό το τραπέζι ήταν μεταξύ άλλων ο πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο αυτή τη στιγμή, ο Τζεφ Μπέζος. Υπό κανονικές συνθήκες, για να συναντηθεί ο Μητσοτάκης μαζί του, θα έπρεπε το ελληνικό δημόσιο να πληρώσει μερικά εκατομμύρια δολάρια σε λομπίστες, για να κλείσουν το ραντεβού, σε ατζέντηδες, για να βρουν το κατάλληλο τάιμινγκ και να πάρει το αεροπλάνο, για να πάει στην Καλιφόρνια, για να το δει για κανέναν εικοσάλεπτο.

Ποιο φέρεται να ήταν το λάθος; Στην αρχή, το γεγονός ότι πήγε με σκάφος του λιμενικού από την Τήνο στην Αντίπαρο. Μετά ότι έφαγαν σε ένα ευρύτερο χώρο που χαρακτηρίζεται αρχαιολογικός. Μπορεί το γεγονός ότι ήταν με την γυναίκα του. Προσθέστε και καμιά δεκαπενταριά ακόμα «λόγους» και θα φτιάξετε το μωσαϊκό.

Στην πραγματικότητα, αυτό που δεν μπορούμε ακόμα να καταλάβουμε είναι πως «οι πλούσιοι και διάσημοι» είναι οι κυρίαρχοι στη σημερινό κόσμο. Κακώς; Κάκιστα, αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα. Ο πρωθυπουργός – ο όποιος πρωθυπουργός – θα μπορούσε να πει: «Και ποιοι είναι αυτοί; Ας έρθουν, αν θέλουν να με δουν, στο γραφείο μου, στο Μέγαρο Μαξίμου». Με μια διαφορά: Δεν θέλουν. Για διακοπές είναι στην Ελλάδα. Παρουσιάσθηκε μια ευκαιρία να γνωριστούν κι απλώς δεν πήγε χαμένη. Και δεν έπρεπε να πάει χαμένη.

Προχθές, στέλεχος μεγάλη εταιρείας, που «τρέχει» αυτόν τον καιρό ένα πολύ μεγάλο project, έλεγε στον «Τειρεσία»: «Ξέρεις τι κάνουμε αυτόν τον καιρό; Μαθαίνουμε ποιος σούπερ πλούσιος πάει στη Μύκονο για διακοπές. Τον αφήνουμε μια – δυο μέρες να ξεκουραστεί και βάζουμε κοινούς γνωστούς να μας κλείσουν ραντεβού, για να του μιλήσουμε για τη δουλειά. Αν "τσιμπήσει" ζήτω μας!»

Με όρους «Νίκου Ξανθόπουλου», «αυτά δεν είναι δουλειές, μάνα μου». Βεβαίως. Μόνο που δεν βρισκόμαστε στο 1964...