Skip to main content

Οι αφανείς ήρωες της Μακεδονίας στην επανάσταση του 1821 - Ο ρόλος της Χαλκιδικής

Πώς οι αγωνιστές της Χαλκιδικής συνέβαλαν στον απελευθερωτικό αγώνα – Η μάχη των Βασιλικών και το βαρύ τίμημα που πλήρωσαν τα χωριά της περιοχής

Η επανάσταση του 1821 έχει συνδεθεί με την εθνεγερσία στη Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο και τους οπλαρχηγούς του νότου, τα ονόματα των οποίων είναι γραμμένα με χρυσά γράμματα στο πάνθεον των ηρώων του απελευθερωτικού αγώνα.

Καθοριστικό ρόλο όμως στην τελική έκβαση της επανάστασης διαδραμάτισαν οι αγωνιστές της Χαλκιδικής και ευρύτερα της Μακεδονίας, που θυσίασαν τη ζωή τους δίνοντας άνιση μάχη απέναντι στους Οθωμανούς κατακτητές ή συνέχισαν να πολεμούν σε άλλα μέτωπα. Η δράση τους παραμένει στα «ψιλά» της ιστορίας, όπως και το βαρύ τίμημα που πλήρωσαν γι’ αυτήν τα χωριά της περιοχής.

Η εξέγερση της Χαλκιδικής, που κορυφώθηκε με την ηρωική Μάχη και το Ολοκαύτωμα των Βασιλικών, υπήρξε η πρώτη μεγάλη επαναστατική δράση στη Βόρεια Ελλάδα. Και μπορεί ο ένοπλος αγώνας να μην είχε αίσιο τέλος, όμως καθυστέρησε επί έξι μήνες τις τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις, δίνοντας τον απαιτούμενο χρόνο στους αγωνιστές της Νότιας Ελλάδας να εδραιώσουν την επανάσταση και να δημιουργήσουν τον πυρήνα του ελληνικού κράτους.

«Η εξέγερση στη Χαλκιδική είναι άγνωστη στον πολύ κόσμο, γιατί δεν συμπεριλήφθηκε στα σχολικά εγχειρίδια, παρά μόνο σε πέντε γραμμές κι αυτό μάλιστα μόλις τελευταία. Ο ίδιος ο Παπαρρηγόπουλος (σ.σ. ιστορικός που έγραψε την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους), ο οποίος ήταν πιο κοντά χρονικά στα γεγονότα, στην εξέγερση της Χαλκιδικής αφιερώνει ένα τρίτο της σελίδας. Κάνει απλώς μία υπόμνηση. Δεν είναι γνωστή ούτε η εξέγερση, ούτε πόση έκταση είχε, ούτε το μέγεθος της καταστροφής, ούτε η συμβολή της στην επανάσταση. Γιατί οι Χαλκιδικιώτες αγωνίστηκαν από τον Μάιο του 1821 μέχρι σχεδόν τον τέλος του χρόνου, καθώς επίσημα τέλος στην εξέγερση μπήκε τον Ιανουάριο του 1822 με την υπογραφή της συνθήκης του Αγίου Όρους, η οποία είχε επαχθείς όρους. Το διάστημα από τον Μάιο μέχρι τον Δεκέμβριο οι Χαλκιδικιώτες κρατούσαν τις τουρκικές δυνάμεις και δεν μπορούσαν αυτές να φτάσουν στη Νότια Ελλάδα και να ενισχύσουν τους μουσουλμάνους που μάχονταν εκεί εναντίον των Ελλήνων. Έτσι δόθηκε πολύτιμος χρόνος στους οπλαρχηγούς της Νότιας Ελλάδας να εδραιώσουν την επανάσταση. Εξάλλου, οι Χαλκιδικιώτες οπλαρχηγοί και αγωνιστές, μετά την κατάπνιξη της εξέγερσης, κατέβηκαν μέσω Σκοπέλου και Σκιάθου στην Εύβοια και κατόπιν πήγαν στον νότο και στα νησιά του Αιγαίου. Από εκεί εντάχθηκαν στις δυνάμεις των άλλων οπλαρχηγών, του Κολοκοτρώνη, του Υψηλάντη, του Καραϊσκάκη μέχρι το τέλος της επανάστασης του 1829. Είναι οι παραγνωρισμένοι ήρωες της επανάστασης. Ούτε τα ονόματά τους δεν ξέρουμε παρότι είναι καταγεγραμμένες πάρα πολλές μαρτυρίες στα ιστορικά αρχεία του κράτους και του ελληνικού στρατού, ακόμα και στα αρχεία του Όθωνα και στα οθωμανικά αρχεία. Άγνωστοι είναι και οι χιλιάδες άμαχοι που θυσιάστηκαν, βασανίστηκαν, θανατώθηκαν, εκτοπίστηκαν, εξανδραποδίστηκαν. Όλα αυτά είναι άγνωστα, ενώ η Χαλκιδική είναι η μοναδική περιοχή στην Ελλάδα που καταστράφηκε ολοσχερώς. Ο Μπαϊράμ πασάς μετά τη μάχη στα Βασιλικά κατέστρεψε 42 χωριά σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην υπάρχει πέτρα στην πέτρα και να μην λαλεί ούτε πετεινάρι. Αυτό περιγράφει ο ίδιος σε μία αναφορά στον διοικητή της Βέροιας, από τον οποίο ζητά να εξασφαλίσει ζωοτροφές και καταλύματα για τον στρατό του στην πορεία του προς τη Νότια Ελλάδα», εξηγεί στη Voria.gr ο καθηγητής Εκπαιδευτικής και Κοινωνικής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, Δημήτρης Γουδήρας, πρόεδρος της της επιστημονικής επιτροπής των εκδηλώσεων «Βασιλικά 200 χρόνια».

Οι εκδηλώσεις που διοργάνωσε πέρσι ο δήμος Θέρμης είχαν στόχο να φέρουν στο φως αυτές τις άγνωστες στο ευρύ κοινό πτυχές της επανάστασης, αποκαθιστώντας κατά κάποιον τρόπο την ιστορική «αδικία». «Αποφασίσαμε να προβάλουμε τα όσα συνέβησαν κυρίως στα Βασιλικά και παράλληλα να παρουσιάσουμε τα διάφορα γεγονότα που έγιναν στην Χαλκιδική. Διοργανώσαμε επιστημονική ημερίδα και τις εισηγήσεις τις βάλαμε σε έναν τόμο που ετοιμάζουμε, μαζί με πολλά άλλα διάσπαρτα δεδομένα που έχουμε συλλέξει, ώστε να έχει ο κάθε Έλληνας μία σαφή πληροφόρηση για τα γεγονότα, τα οποία αναφέρονται -αναλυτικά σε ορισμένες περιπτώσεις- στα Χρονικά της Χαλκιδικής της Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας Χαλκιδικής. Σκοπεύουμε να κάνουμε ένα υπόμνημα στο υπουργείο Παιδείας και στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, στο οποίο με βάση τα δεδομένα αυτά θα περιγράφουμε σύντομα τα ιστορικά γεγονότα εξέλιξη της Χαλκιδικής, ώστε να ενταχθεί στα βιβλία της Ιστορίας», τονίζει ο κ. Γουδήρας.

Η επανάσταση στη Χαλκιδική

Με την έναρξη της ελληνικής Επανάστασης του 1821 από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη στις παραδουνάβιες χώρες (Βλαχία, Μολδαβία) έρχονταν στην Ελλάδα από τις επαναστατημένες περιοχές ειδήσεις, οι οποίες προκαλούσαν στους υπόδουλους Έλληνες εθνικό ενθουσιασμό και επαναστατική αγωνιστική διάθεση. Στη Μακεδονία οι περιοχές που ανταποκρίθηκαν σχετικά γρήγορα στο κάλεσμα της εθνικής εξέγερσης ήταν η Θεσσαλονίκη, η Χαλκιδική και οι μονές του Αγίου Όρους.

Στις 23 Μαρτίου του 1821, ο Εμμανουήλ Παπάς αποβιβάστηκε σε έναν όρμο του Αγίου Όρους, πιθανόν στη Mονή Βατοπεδίου, με πλοίο του θρακιώτη φιλικού Αντώνη Βισβίζη μεταφέροντας όπλα και πολεμοφόδια που είχε αγοράσει ο ίδιος.

Σε σύσκεψη των μοναχών στη Μονή Εσφιγμένου αποφασίστηκε η γενική στρατολογία όλων των ανδρών της Χαλκιδικής που μπορούσαν να φέρουν όπλα.

Το πρώτο δεκαήμερο του Απριλίου του 1821 ο σουλτάνος Μαχμούτ Β΄ έστειλε στη Θεσσαλονίκη φιρμάνι με το οποίο ανήγγειλε ότι ο Αλέξανδρος Υψηλάντης επαναστάτησε στη Βλαχία και ότι ακολούθησε στη συνέχεια και ο ηγεμόνας της Μολδαβίας Μιχαήλ Σούτσος. Μετά από αυτό, ο αναπληρωτής διοικητής της Θεσσαλονίκης Γιουσούφ μπέης άρχισε να συλλαμβάνει και να φυλακίζει πολλούς Έλληνες, τους οποίους κρατούσε ως ομήρους, για να προλάβει γενικότερη εξέγερση. Ακολούθησε άγρια σφαγή Ελλήνων ομήρων με τα θύματα να υπολογίζονται σε περίπου 3.000 Έλληνες. Με αυτόν τον τρόπο αποκλείστηκε σχεδόν κάθε απόπειρα εξέγερσης στη Θεσσαλονίκη.

Οι Τούρκοι πήραν θάρρος και άρχισαν να προκαλούν και να απειλούν τους χριστιανούς. Οι προκλήσεις της τουρκικής φρουράς του Πολυγύρου ανάγκασαν τους κατοίκους να αντισταθούν. Στον Πολύγυρο υπήρχαν αρκετοί πρόκριτοι που ήταν μυημένοι στη Φιλική Εταιρεία και στις 17 Μαΐου οι κάτοικοι πήραν τα όπλα, συνέλαβαν και εκτέλεσαν τη μικρή τουρκική φρουρά και κατέλαβαν κατάλληλα στρατηγικά σημεία στον δρόμο προς τον Πολύγυρο, με αποτέλεσμα να αποτρέψουν τους Τούρκους να μπουν στη Χαλκιδική.

Οι επιτυχίες των επαναστατών εξόργισαν τον Γιουσούφ μπέη και διέταξε τη σφαγή των ομήρων που κρατούσε στις φυλακές της Θεσσαλονίκης. Τα γεγονότα αυτά έλαβαν έκταση και ο Εμμανουήλ Παπάς έκρινε πως ήταν ο κατάλληλος χρόνος για να παρακινήσει τους μοναχούς του Αγίου Όρους και τους οπλαρχηγούς της Χαλκιδικής σε εξέγερση. Μετά από πανηγυρική δοξολογία στο Πρωτάτο των Καρυών, οι συναθροισμένοι εκεί μοναχοί και πρόκριτοι κήρυξαν επίσημα την Επανάσταση και ο Εμμανουήλ Παπάς ορίστηκε ως «αρχηγός και υπερασπιστής της Μακεδονίας».

Η επανάσταση επεκτείνεται

Σε σύσκεψη που έγινε στην Αρναία με πρόεδρο τον Εμμανουήλ Παπά, οι πρόκριτοι της Χαλκιδικής αποφάσισαν να συνεχίσουν τον ένοπλο αγώνα, παρά τις επιφυλάξεις που εξέφρασαν οι εκπρόσωποι των Βασιλικών, επειδή θεωρούσαν ότι δεν υπήρχε σοβαρή προετοιμασία γενικότερα στη Χαλκιδική και, επιπλέον τα Βασιλικά ήταν εκτεθειμένα μέσα στον κάμπο και κοντά στη Θεσσαλονίκη όπου μπορούσαν να ανεφοδιαστούν οι τουρκικές δυνάμεις.

Στις 29 Μαΐου επαναστάτησαν οι κάτοικοι της Ορμύλιας, του Παρθενώνα, της Νικήτης και των Μαντεμοχωρίων. Ταυτόχρονα επαναστάτησαν και οι κάτοικοι των χωριών της Καλαμαριάς, της νότιας Χαλκιδικής. Από τους περίπου 3.900 πολεμιστές που συγκεντρώθηκαν στη Χαλκιδική, ο Εμμανουήλ Παπάς δημιούργησε δύο επαναστατικά σώματα. Το ένα περιελάμβανε περίπου 1.000 μοναχούς και Μαντεμοχωρίτες που είχαν καταφύγει στον Άθω. Σε αυτό έγινε αρχηγός ο ίδιος. Στο δεύτερο σώμα, το οποίο περιλάμβανε πολεμιστές από τη Νότια Χαλκιδική, όρισε ως αρχηγό τον οπλαρχηγό Στάμο Χάψα (Σταμάτης Κάψας ήταν το πραγματικό του όνομα). Ο Χάψας καταγόταν από τα Παζαράκια της Κασσάνδρας, αλλά κατοικούσε στη Συκιά Χαλκιδικής.

Στόχος των επαναστατών ήταν η κατάληψη της Θεσσαλονίκης. Το σώμα του Εμμανουήλ Παπά θα περιέσφιγγε τον κλοιό της Θεσσαλονίκης από τη ΒΔ πλευρά και το επαναστατικό σώμα του Καπετάν Χάψα από τη ΝΔ. Το επαναστατικό σώμα του Εμμανουήλ Παπά διασκόρπισε τη μικρή τουρκική δύναμη που υπήρχε στην Ιερισσό και ελευθέρωσε την κωμόπολη. Μετά από συγκρούσεις με μικρές τουρκικές φρουρές προχώρησε και κατέλαβε θέσεις στα στενά της Ρεντίνας και στο Εγρί Μπουντζάκ (Νέα Απολλωνία), με στόχο να αναχαιτίσει τις τουρκικές δυνάμεις που έρχονταν από τη Μ. Ασία και να ανακόψει την πορεία τους από την Καβάλα προς τη Θεσσαλονίκη και τη Νότια Ελλάδα.

Η επανάσταση στα Βασιλικά

Στις 29 Μαΐου 1821 έφθασαν στα Βασιλικά ο καπετάν Χάψας και ο κασσανδρινός οπλαρχηγός Αναστάσης Χιμευτός μαζί με αγωνιστές από τη Συκιά και τα χωριά της Νότιας Χαλκιδικής. Μόλις άκουσαν την είδηση οι κάτοικοι των Βασιλικών μαζεύτηκαν στην Εκκλησία. Οι ιερείς πήραν τα λάβαρα και τις εικόνες και βγήκαν να υποδεχθούν τους επαναστάτες με χαρά και ενθουσιασμό ψάλλοντας το «Αναστάσεως ημέρα». Αμέσως συγκροτήθηκαν οι πρώτες επαναστατικές ομάδες με αρχηγούς τον Βασίλειο Κοτζιά, τον Γραμμένο Χρειαζούμενο και τον Φίλιππα Θέο ή Καραφίλιππα, οι οποίοι ενώθηκαν με το επαναστατικό σώμα του Χάψα και του Χιμευτού. Οι επαναστάτες επιτέθηκαν εναντίον του τούρκου διοικητή της περιοχής του Πισιώνα, Αγκούς μπέη, στην τοποθεσία Λαμώματα, κοντά στο εξωκλήσι της Αγίας Παρασκευής.

Ο Γιουσούφ μπέης της Θεσσαλονίκης, όταν πληροφορήθηκε για την επανάσταση των Βασιλικών, έστειλε ως ενίσχυση ένα απόσπασμα αποτελούμενο από 300 Τούρκους ιππείς. Παρόλα αυτά οι Τούρκοι νικήθηκαν από το επαναστατικό σώμα του καπετάν Χάψα. Στο μεταξύ κατέφθασαν στα Βασιλικά αγωνιστές από τον Βάβδο και τη Γαλάτιστα με αρχηγούς τον Παύλο Χαλάτη, τον Αυγερινό Καραγιάννη και τον Θεολόγο Τουρλάκη και ενίσχυσαν τους επαναστάτες. Μετά από σύσκεψη, αποφάσισαν ο μεν καπετάν Χιμευτός να κατευθυνθεί προς την Κασσάνδρα, για να προφυλάξει τη νότια Χαλκιδική από ενδεχόμενη απόβαση των Τούρκων και ο καπετάν Χάψας μαζί με τον Βασίλειο Κοτζιά, τον Άγγελο Βασιλικό από τον Γαλαρινό και τους άλλους οπλαρχηγούς να μείνουν στα Βασιλικά.

Στις επόμενες ημέρες, το επαναστατικό σώμα του καπετάν Χάψα επιτέθηκε εναντίον των τουρκικών δυνάμεων του Τσιρίμπαση Χασάν αγά, διοικητή της πολιτοφυλακής της Παζαρούδας (Απολλωνίας), που είχαν έρθει για ενίσχυση, και τις κατεδίωξε μέχρι το χωριό Σέδες. Ο Γιουσούφ μπέης ανησύχησε πολύ για την προέλαση των επαναστατών προς τη Θεσσαλονίκη και ζήτησε ενισχύσεις από την Πύλη. Ταυτόχρονα, προέτρεψε τον Αχμέτ μπέη των Γιαννιτσών να εκστρατεύσει εναντίον των επαναστατών του Χάψα με 500 άτακτους Γιουρούκους ιππείς. Οι ελλιπώς εξοπλισμένοι και μη εκπαιδευμένοι ασύντακτοι Έλληνες, που ήταν κυρίως χωρικοί, βρέθηκαν εκτεθειμένοι στην πεδινή περιοχή του Σέδες. Μη μπορώντας να αναχαιτίσουν τις επιθέσεις των Τούρκων ιππέων σε αυτό το μέρος, υποχώρησαν στα Βασιλικά.

Ο χαλασμός

Ο Γιουσούφ μπέης, μετά τις ήττες που υπέστη, αντικαταστάθηκε από τον σερασκέρη και βεζύρη Χατζή Μεχμέτ Μπαϊράμ πασά, ο οποίος είχε ξεκινήσει από τη Μικρά Ασία με μεγάλες δυνάμεις πεζών και ιππέων με στόχο να καταστείλει την επανάσταση στη Μακεδονία και τη Νότια Ελλάδα. Ο Μπαϊράμ πασάς είχε συγκρουστεί στις αρχές Ιουνίου με το επαναστατικό σώμα του Εμμανουήλ Παπά στην περιοχή της λίμνης Βόλβης, στην Παζαρούδα και το Εγρί Μπουτζάκ, και το διασκόρπισε. Τώρα προχώρησε εναντίον των επαναστατών του Καπετάν Χάψα έχοντας στρατολογήσει 30.000 πεζούς και 3.000 ιππείς. Οι κάτοικοι των Βασιλικών, όταν πληροφορήθηκαν για την προετοιμαζόμενη επίθεση, έστειλαν τα γυναικόπαιδα στο μοναστήρι της Αγίας Αναστασίας.

Η σύγκρουση των επαναστατών με τις τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις έγινε στο τσιφλίκι του Αγκούς αγά, κοντά στο εξωκλήσι της Αγίας Παρασκευής των Βασιλικών. Οι Βασιλικιώτες, αμύνονταν γύρω από τον λόφο της Αγίας Παρασκευής και έδωσαν καιρό στον καπετάν Χάψα να καταλάβει την ανατολική πλευρά των Βασιλικών. Σύμφωνα με την προφορική παράδοση, οι αγωνιστές του καπετάν Χάψα αποφάσισαν να αντισταθούν στους πρόποδες του βουνού Βούζιαρης δεχόμενοι τη συμβουλή του δημογέροντα των Βασιλικών Γ. Κοτζιά. Οι Βασιλικιώτες της Αγίας Παρασκευής αφού εκτέλεσαν την αποστολή τους οπισθοχώρησαν και ενώθηκαν με το σώμα του καπετάν Χάψα. Έτσι τα Βασιλικά έμειναν τελείως ανυπεράσπιστα.

Την 9η Ιουνίου 1821 ο Αχμέτ μπέης μαζί με τις στρατιωτικές δυνάμεις του Μπαϊράμ πασά κατέλαβαν τα Βασιλικά, προτού οι κάτοικοι προλάβουν να φύγουν. Ακολούθησε ο μεγάλος χαλασμός. Οι Τούρκοι στρατιώτες και οι Εβραίοι κατέστρεψαν τα πάντα. Έσφαξαν, βίασαν και αιχμαλώτισαν τους κατοίκους, λεηλάτησαν και πυρπόλησαν τα σπίτια. Από τα 400 σπίτια των Βασιλικών έμειναν μόνο τρία. Τότε κάηκε και ο ναός.

Η μάχη των Βασιλικών

Ο Μπαϊράμ πασάς, καταδίωξε τους επαναστάτες με ένα ισχυρό απόσπασμα ιππέων, το οποίο κατευθύνθηκε προς τον δρόμο Θεσσαλονίκης – Πολυγύρου. Οι αγωνιστές του καπετάν Χάψα βάδισαν μέσα στην κοίτη του χειμάρρου Ανθεμούντα και οι Τούρκοι ιππείς προχώρησαν μέσα από τα αθέριστα σπαρτά, χωρίς να αντιληφθεί ο ένας τον άλλον, παρά μόνο όταν τους χώριζε μικρή απόσταση. Σε αυτή την κρίσιμη στιγμή ο καπετάν Χάψας και τα παλικάρια του ήταν αναγκασμένοι ή να διανύσουν γρήγορα την απόσταση που οδηγούσε στο Βούζιαρη, όπου υπήρχε ελπίδα διαφυγής, ή να αντιμετωπίσουν τους Τούρκους στο σημείο εκείνο. Δεν είχαν όμως τον απαιτούμενο χρόνο και γι’ αυτό προτίμησαν να συγκρουστούν εκεί και να δώσουν την ηρωική μάχη πάνω από την κοίτη του Ανθεμούντα.

Ο καπετάν Χάψας με 65 Συκιώτες, Βαβδινούς και Βασιλικιώτες αγωνιστές έμειναν εκεί για να αντιμετωπίσουν το ιππικό του Μπαϊράμ πασά, ενώ το υπόλοιπο μέρος του σώματος κατευθύνθηκε προς τα ανατολικά για αντιπερισπασμό. Οι τουρκικές δυνάμεις του Μεχμέτ πασά και του Μπαϊράμ πασά απωθήθηκαν αρχικά με πολλές απώλειες. Ο αγώνας ήταν όμως άνισος. Όταν είδε ο καπετάν Χάψας ότι τα πρόχειρα αναχώματα δεν βοηθούσαν, βγήκε από το πρόχωμά του και όρμησε με το σπαθί εναντίον των εχθρών. Μετά από σκληρό αγώνα, σώμα με σώμα, έπεσε και ο ίδιος νεκρός στο πεδίο της μάχης μαζί με τους γενναίους συμπολεμιστές του.

Στην ηρωική αυτή μάχη θυσιάστηκαν μαζί με τον καπετάν Χάψα 63 γενναία παλικάρια. Από τους Τούρκους σκοτώθηκαν περίπου 500, οι οποίοι θάφτηκαν δυτικά των Βασιλικών στην τοποθεσία «Κυπαρίσσια» στη θέση που από τότε ονομάζεται «Τούρκικα μνήματα». Οι ελάχιστοι αγωνιστές του Καπετάν Χάψα που διασώθηκαν ενώθηκαν με τον Εμμανουήλ Παπά και τους λίγους εναπομείναντες αγωνιστές του, περίπου 200, και κατευθύνθηκαν από τον Πολύγυρο προς την επαναστατημένη Κασσάνδρα που συνέχιζε να αντιστέκεται.

Στην Κασσάνδρα συγκεντρώθηκαν περίπου 2.500 πολεμιστές, κυρίως Χαλκιδικιώτες και 400 αρματολοί και κλέφτες από τον Όλυμπο. Στο μεταξύ την αρχηγία των Τούρκων ανέλαβε ο περιβόητος για τη σκληρότητά του Αμπού-Λουμπούτ πασάς (ροπαλοφόρος). Ο Λουμπούτ πασάς επιτέθηκε στην πολιορκημένη Κασσάνδρα, στην περιοχή του ισθμού της Ποτίδαιας, με 1.400 άνδρες και 500 εξοπλισμένους Εβραίους. Οι γενναίοι υπερασπιστές της Κασσάνδρας απέκρουσαν αρχικά τους εχθρούς. Έχασαν, όμως, τη μάχη στις 30 Οκτωβρίου 1821, όταν οι Τούρκοι εξαπέλυσαν γενική έφοδο χρησιμοποιώντας κανόνια. Σε αυτήν έπεσαν ηρωικά δυο από τους τρεις γιούς του Εμμανουήλ Παπά. Με το άδοξο αυτό τέλος του αγώνα πνίγηκε στο αίμα η εξέγερση της Χαλκιδικής, η οποία κράτησε 6 μήνες.

Μετά την καταστροφή των Βασιλικών

Μετά τη μάχη στα Βασιλικά, το μεγαλύτερο μέρος των τουρκικών δυνάμεων κατευθύνθηκε προς τον Γαλαρινό και κατέστρεψαν ολοσχερώς το χωριό, ενώ συνέλαβαν, βασάνισαν και θανάτωσαν όσους κατοίκους δεν πρόλαβαν να διαφύγουν. Την επομένη της μάχης των Βασιλικών, οι δυνάμεις του Μπαϊράμ πασά με αφορμή ένα ατυχές γεγονός κατέστρεψαν το μοναστήρι της Αγίας Αναστασίας, το οποίο φιλοξένησε τα γυναικόπαιδα των επαναστατών. Οι Τούρκοι πυρπόλησαν το μοναστήρι και αποκεφάλισαν τον ηγούμενο και όλους τους μοναχούς και λαϊκούς που ήταν εκεί. Την τύχη των Βασιλικών, του Γαλαρινού και της Αγίας Αναστασίας είχαν η Γαλάτιστα, το Λειβάδι και η Περιστερά. Το τουρκικό ιππικό κατέστρεψε και πυρπόλησε τα χωριά αυτά, βασάνισε, βίασε και θανάτωσε τους κατοίκους. Πολλά γυναικόπαιδα αιχμαλωτίστηκαν και πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της Τρίπολης και της Βεγγάλης. Ανάλογες συνέπειες είχαν και πολλά άλλα χωριά και κωμοπόλεις της Χαλκιδικής.

Πολλές οικογένειες των Βασιλικών και των άλλων χωριών και κωμοπόλεων της Χαλκιδικής που κατέφυγαν στο Άγιο Όρος, προκειμένου να γλιτώσουν από την αιχμαλωσία και τον θάνατο, μεταφέρθηκαν αργότερα με πλοία στη Σκιάθο και τη Σκόπελο και άλλες στην Εύβοια και τα Ψαρά. Λίγες μόνο επέστρεψαν αργότερα στα Βασιλικά έχοντας νωπές τις μνήμες από τον χαλασμό.

Οι αγωνιστές που επέζησαν από την καταστροφή της Κασσάνδρας κατέφυγαν στα νησιά των Βόρειων Σποράδων με καράβια των Ψαρών, της Σκοπέλου και της Ύδρας. Από εκεί μπόρεσαν κατόπιν να φθάσουν στη Νότια Ελλάδα, όπου εντάχτηκαν στα επαναστατικά σώματα των Πελοποννησίων και Στερεοελλαδιτών οπλαρχηγών και συνέχισαν τον αγώνα συμμετέχοντας στις μάχες που ακολούθησαν μέχρι το 1829 εναντίον του Δράμαλη, του Ιμπραήμ, του Ομέρ Βρυώνη και άλλων κατακτητών.

Πηγή ιστορικών αναφορών: Τα Βασιλικά κατά την επανάσταση του 1821 των Αικατερίνης Τσολναρά & Φωτεινής Μπατσιούδη, Βασιλικα 2017