Skip to main content

Έρευνα ΑΠΘ - Κ. Μακεδονία: 8 στα 10 νοικοκυριά σε ενοίκιο δεν αντέχουν το κόστος

Τι δείχνουν τα στοιχεία της έρευνας του ΑΠΘ για την κατοικία, η οποία εκπονήθηκε για λογαριασμό της Αναπτυξιακής Μείζονος Αστικής Θεσσαλονίκης

Πάνω από ένα στα τρία νοικοκυριά στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας επιβαρύνονται υπερβολικά από το κόστος στέγασης και μάλιστα για σχεδόν 60% αυτών των νοικοκυριών τα σχετικά έξοδα ξεπερνούν το μισό του εισοδήματός τους.

Υπερβολική επιβάρυνση από το κόστος στέγασης βιώνουν περίπου ένα στα τρία νοικοκυριά με ιδιόκτητη κατοικία χωρίς οικονομικές υποχρεώσεις, 38,6% όσων αποπληρώνουν στεγαστικό δάνειο και ένα τραγικό 80% των νοικοκυριών που ζουν στο ενοίκιο.

Τα μισά νοικοκυριά της περιφέρειας δηλώνουν ότι οι συνολικές δαπάνες στέγασης επιβαρύνουν «πάρα πολύ» το εισόδημά τους, ενώ περίπου ένα στα τέσσερα αντιμετώπισαν δυσκολίες πληρωμής λογαριασμών το τελευταίο έτος. Σε ποσοστό περίπου 8% αντιμετώπισαν δυσκολίες πληρωμής του ενοικίου ή της δόσης του δανείου τους, ενώ το 14,5% δήλωσαν ότι δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα για ικανοποιητική θέρμανση το χειμώνα. Μάλιστα, η πλειονότητα, συνολικά 56%, εκτιμά ότι το ελάχιστο καθαρό εισόδημα που πρέπει να έχει ανά μήνα το νοικοκυριό, για να αντιμετωπίζει τις συνολικές του ανάγκες, είναι περισσότερο από το διαθέσιμο εισόδημά του κατά 363€.

Τα στοιχεία προκύπτουν από την «Έρευνα – μελέτη για την οικονομικά προσιτή κατοικία» που εκπόνησε πολυμελής, διατμηματική ερευνητική ομάδα του ΑΠΘ με επιστημονικά υπεύθυνο τον αναπληρωτή καθηγητή του τμήματος Μηχανικών Χωροταξίας και Ανάπτυξης, Πάνο Χατζηπροκοπίου, για λογαριασμό της Αναπτυξιακής Μείζονος Αστικής Θεσσαλονίκης, με στόχο να καταρτίσει ο δήμος Θεσσαλονίκης σχέδιο δράσης για την αξιοποίηση ανεκμετάλλευτων δημόσιων και ιδιωτικών ακινήτων για κοινωνική κατοικία.

Η περίπτωση της Θεσσαλονίκης

Η εύρεση αξιοπρεπούς και ταυτόχρονα οικονομικά προσιτής στέγης στη Θεσσαλονίκη είναι ιδιαίτερα δύσκολη. Μάλιστα, φαίνεται σχεδόν… ακατόρθωτη στο κεντρικό δήμο, καθώς μετά την κάμψη που παρουσίασαν στην αρχή της οικονομικής κρίσης, τα ενοίκια εκτινάχθηκαν από το 2016, ξεπερνώντας το 2020 τα προ κρίσης επίπεδα κατά 38%, με το μέσο ενοίκιο ανά τ.μ. στις αρχές του 2020 να είναι κατά 9% αυξημένο σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2019, κυρίως λόγω των επιπτώσεων της πανδημίας. Οι αυξήσεις αυτές, μάλιστα, φαίνεται να είναι εντονότερες σε συγκεκριμένες συνοικίες εκτός του ιστορικού κέντρου της πόλης. Ενδεικτικά, ενώ οι μέσες τιμές ενοικίασης ανά τ.μ. αυξήθηκαν στον δήμο συνολικά κατά 16,7% από το 2016 στο 2020, η αύξηση κατά την ίδια περίοδο στην Άνω Πόλη ήταν 34%, σχεδόν 35% στην Τούμπα και περίπου 54% στη Χαριλάου.

«Στο διάστημα της δεκαετίας από το 2010 βλέπει κανείς ξεκάθαρα αυτήν την πτώση και την ανάκαμψη, που είναι εντονότερη στα ενοίκια. Διακρίναμε την τάση να αυξάνονται και οι τιμές πώλησης, όμως δεν είναι τόσο δραματική σε βάθος δεκαετίας. Αντιθέτως, τα ενοίκια φαίνονταν στην αρχή και εν μέσω του πρώτου κύματος της πανδημίας ότι είχαν ξεπεράσει τα επίπεδα στα οποία βρίσκονταν περίπου το 2008 και 2009. Ειδικά στη Θεσσαλονίκη σε σύγκριση με την πανελλαδική εικόνα είναι ότι αυτό έγινε σε πολύ πιο σύντομο χρονικό διάστημα και ίσως με πιο απότομο τρόπο», ανέφερε στη Voria.gr ο κ. Χατζηπροκοπίου.

Σε ό,τι αφορά την κρίση της πανδημίας, αυτή φαίνεται πως οδήγησε σε πάγωμα ή και ελαφρά πτώση των τιμών. «Είναι σύνθετο το θέμα, γιατί μία συζήτηση είναι οι τιμές και μία άλλη έχει να κάνει με το απόθεμα, καθώς και με τη γεωγραφία των τιμών. Υπάρχουν δυσανάλογες διακυμάνσεις των τιμών, αλλά και των χαρακτηριστικών του αποθέματος, αν κοιτάει κανείς το ιστορικό κέντρο και την παραλία ή την Ξηροκρήνη και το Φάληρο και αντίστοιχα με την ποιότητα του ακινήτου. Η γενική εικόνα είναι αρχικά αυτή, γιατί υπήρχε ένα πάγωμα στη ζήτηση. Ο κόσμος δεν αγόραζε, δεν μετακόμιζε σε σχέση με τη φάση ανάκαμψης και αυτό είχε τον αντίκτυπό του στις τιμές. Συγκράτησε επίσης κάτι που, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της κτηματαγοράς, ήδη είχε φτάσει σε κάποιον κορεσμό προ πανδημίας στις αρχές χειμώνα του 2019 κι αυτό είναι η επέκταση της βραχυχρόνιας μίσθωσης και του Airbnb που είναι ένας σίγουρα σοβαρός παράγοντας που έπαιξε τον ρόλο του στην αύξηση των τιμών», σημείωσε ο κ. Χατζηπροκοπίου.

Όπως επισημαίνεται στην έρευνα, παρά τη σταθεροποίηση των ενοικίων το 2020 λόγω της πανδημίας, διαπιστώνεται ότι οι διαθέσιμες επιλογές για νοικοκυριά που αναζητούν προσιτή κατοικία προς ενοικίαση στη Θεσσαλονίκη είναι εξαιρετικά περιορισμένες.

Οι κοινωνικές ανισότητες στη γεωγραφία της αγοράς κατοικίας

Η μελέτη επιβεβαίωσε αυτό που λέγεται την κοινωνική γεωγραφία της πόλης, καθώς η αντίθεση μεταξύ των λαϊκών και μικροαστικών βορειοδυτικών συνοικιών και των μεσοαστικών νοτιοανατολικών αντανακλάται στην αγορά κατοικίας, των τιμών και των ενοικίων. Μάλιστα, στο περισσότερο πυκνοκατοικημένο τμήμα του αστικού ιστού και ειδικά στον δήμο Θεσσαλονίκης, που χαρακτηρίζεται από σχετικά υψηλά επίπεδα κοινωνικής ανάμειξης, η κοινωνική διαφοροποίηση αποκτά «κάθετη» έκφραση. Οι υψηλότεροι όροφοι τείνουν να συγκεντρώνουν μεγαλύτερα διαμερίσματα, που συνήθως κατοικούνται από ιδιοκάτοικους, με υψηλότερο εκπαιδευτικό επίπεδο και υψηλής ειδίκευσης (και αμοιβής) επαγγέλματα, ενώ στους χαμηλότερους ορόφους συγκεντρώνονται μικρότερα διαμερίσματα όπου είναι συχνότερη η παρουσία ενοικιαστών με χαμηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης, χαμηλότερης ειδίκευσης επαγγέλματα, καθώς και μετανάστες.

Σε ότι αφορά στις στεγαστικές συνθήκες, τα τρία τέταρτα του πληθυσμού της Μητροπολιτικής Περιοχής ζουν σε ιδιόκτητη κατοικία, ενώ 22% σε ενοικιαζόμενη. Περίπου ένας στους δέκα ιδιοκάτοικους έχουν οικονομικές υποχρεώσεις (στεγαστικό δάνειο), ένα αξιοσημείωτο 7,2% διαμένει σε δωρεάν παραχωρημένη κατοικία, ενώ γενικά τα νοικοκυριά που νοικιάζουν τείνουν να κατοικούν σε μικρότερα σπίτια και να μετακομίζουν συχνότερα.

Τα ποσοστά των ενοικιαστών είναι υψηλότερα στον κεντρικό δήμο (29%), ενώ ακολουθούν οι πυκνοκατοικημένοι δήμοι του Πολεοδομικού Συγκροτήματος, Νεάπολη-Συκιές, Κορδελιό-Εύοσμος, Αμπελόκηποι-Μενεμένη και Καλαμαριά. Περίπου το ένα τέταρτο αντιμετωπίζει σχετική στενότητα χώρου, με τα υψηλότερα ποσοστά να εντοπίζονται στους Δήμους Κορδελιού-Ευόσμου, Αμπελοκήπων-Μενεμένης, Παύλου-Μελά και Δέλτα. Η πλειοψηφία (71,5%) διαθέτει κεντρική αυτόνομη θέρμανση, ποσοστό που ανέρχεται σε περίπου 90% για τους περιφερειακούς δήμους (Πυλάιας-Χορτιάτη, Θέρμης, Ωραιοκάστρου), οι οποίοι χαρακτηρίζονται από νεότερο στεγαστικό απόθεμα. Αντίθετα, στους δήμους με παλαιότερο κτιριακό απόθεμα παρατηρούνται σημαντικά ποσοστά πληθυσμού σε κατοικίες χωρίς κεντρική θέρμανση (35% στον δήμο Αμπελοκήπων-Μενεμένης, 27% στη Θεσσαλονίκη, 20% στην Καλαμαριά). Επιπλέον, τα δύο τρίτα του πληθυσμού του δήμου Θεσσαλονίκης, 63% των κατοίκων του δήμου Αμπελοκήπων-Μενεμένης και σχεδόν 50% στον δήμο Νεάπολης-Συκεών ζουν σε κατοικίες που κατασκευάστηκαν πριν από το 1980.

Λιγότερο προνομιούχα κοινωνικά στρώματα αντιμετωπίζουν δυσμενέστερες συνθήκες στέγασης. Ενδεικτικά, οι εργαζόμενοι σε χαμηλής ειδίκευσης επαγγέλματα είναι συχνότερα ενοικιαστές και ζουν σε παλιότερης κατασκευής κατοικίες, με μικρότερη επιφάνεια ανά άτομο και χωρίς θέρμανση. Αντίστοιχα, ο πληθυσμός με χαμηλότερο εκπαιδευτικό επίπεδο ζει σε παλαιότερες, μικρότερες και χωρίς θέρμανση κατοικίες, αν και συχνότερα ιδιόκτητες. Τέλος, ο μεταναστευτικός πληθυσμός ζει στη μεγάλη του πλειοψηφία σε ενοικιαζόμενες κατοικίες (82%), μικρότερες, παλαιότερες και χωρίς θέρμανση.