Skip to main content

ΠΟΛΗχρωμη Θεσσαλονίκη: Θεωρητικό κατασκεύασμα το νέο οργανόγραμμα του δήμου

Για αυθαίρετες ανακατατάξεις κάνει λόγο η παράταξη της αντιπολίτευσης στον δήμο Θεσσαλονίκης με αφορμή των νέο οργανισμό εσωτερικής λειτουργίας.

Έλλειψη πρακτικότητας στον νέο οργανισμό εσωτερικής λειτουργίας του δήμου Θεσσαλονίκης διαπιστώνει η παράταξη «ΠΟΛΗχρωμη Θεσσαλονίκη», με αφορμή τη σημερινή συζήτησή του στο δημοτικό συμβούλιο.

«Όπως φαίνεται από μια πρώτη ανάγνωση του νέου (υποτίθεται) σχεδίου, οι προτεινόμενες τροποποιήσεις βασίζονται στη θεωρητική περιγραφή των νέων αρμοδιοτήτων και καθόλου στην πρακτική δυνατότητα άσκησής τους από το υπάρχον ανθρώπινο δυναμικό. Αυτό ομολογείται και στην αιτιολογική έκθεση, όπου σαφώς αναφέρεται πως δεν εξετάζεται πουθενά η ποιότητα των συγκεκριμένων στελεχών του Δήμου, τα οποία θα κληθούν τελικά να δώσουν σάρκα και οστά σε ένα αφηρημένο οργανόγραμμα. Πρόκειται δηλαδή για ένα θεωρητικό κατασκεύασμα που δεν πατάει σε γερά θεμέλια, αφού δεν προσαρμόζει λειτουργικά το οργανωτικό οικοδόμημα, στον πραγματικό αριθμό, τις ιδιότητες, την ποιότητα και τις δυνατότητες του υπάρχοντος προσωπικού», αναφέρει χαρακτηριστικά η παράταξη.

Μάλιστα επισημαίνεται ότι «το κερασάκι στην τούρτα αυτών των αυθαίρετων ανακατατάξεων, αποτελεί η ανεξήγητη κατάργηση της Γενικής Διεύθυνσης Τεχνικών Έργων, της σημαντικότερης, δηλαδή, υπηρεσίας του Δήμου, με τεράστιο όγκο τεχνικού και οικονομικού αντικειμένου. Απομένει, έτσι, μία μόνο Γενική Διεύθυνση να συντονίσει 25 Διευθύνσεις και 2 Αυτοτελή Τμήματα».

Αναλυτικά η ανακοίνωση της παράταξης ΠΟΛΗχρωμη Θεσσαλονίκη:

Ο ανασχεδιασμός των Υπηρεσιακών μονάδων του Δήμου Θεσσαλονίκης, που θα συζητηθεί στη σημερινή συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου μετά από μια πολύ συνοπτική, προσχηματική σχεδόν διαβούλευση, κινείται βασικά στην ίδια αποσπασματική και  κατακερματισμένη λογική του Οργανισμού που ισχύει μέχρι σήμερα και ψηφίστηκε από την προηγούμενη διοίκηση το 2013. Έτσι, η όλη προσπάθεια μοιάζει από την αρχή μετέωρη και αδικαιολόγητη, χωρίς να τεκμηριώνει την ανάγκη και την ωφελιμότητα της προτεινόμενης αλλαγής.

Οι 250, περίπου, σελίδες του μακροσκελούς κειμένου, χωρίζονται σε 3 βασικά μέρη:

α) Τη νέα αναδιάρθρωση των Υπηρεσιών

β) Τις αρμοδιότητές των Υπηρεσιών και των Προϊσταμένων τους  

γ) Τις θέσεις και τα προσόντα του προσωπικού που στελεχώνει τις Υπηρεσίες.

Όπως φαίνεται από μια πρώτη ανάγνωση του νέου (υποτίθεται) σχεδίου, οι προτεινόμενες τροποποιήσεις βασίζονται στη θεωρητική περιγραφή των νέων αρμοδιοτήτων και καθόλου στην πρακτική δυνατότητα άσκησής τους από το υπάρχον ανθρώπινο δυναμικό. Αυτό ομολογείται και στην αιτιολογική έκθεση, όπου σαφώς αναφέρεται πως δεν εξετάζεται πουθενά η ποιότητα των συγκεκριμένων στελεχών του Δήμου, τα οποία θα κληθούν τελικά να δώσουν σάρκα και οστά σε ένα αφηρημένο οργανόγραμμα.

Πρόκειται δηλαδή για ένα θεωρητικό κατασκεύασμα που δεν πατάει σε γερά θεμέλια, αφού δεν προσαρμόζει λειτουργικά το οργανωτικό οικοδόμημα, στον πραγματικό αριθμό, τις ιδιότητες, την ποιότητα και τις δυνατότητες του υπάρχοντος προσωπικού.

Αυτή η επιλογή, βέβαια, έχει την εξήγησή της: δίνει τη δυνατότητα στη διοίκηση, που θέλει να εκμεταλλευθεί το γεγονός ότι δεν έχουν γίνει υπηρεσιακές κρίσεις εδώ και πολλά χρόνια, να συγκροτεί αυθαίρετα και κατά το δοκούν τις υπηρεσίες, χρησιμοποιώντας ως αναλώσιμα τα στελέχη του Δήμου, με συνεχείς και αναιτιολόγητες μετακινήσεις από τμήμα σε τμήμα. Και, βέβαια, να μπορεί να υποκαθιστά συχνά τις αποφάσεις των Διευθύνσεων, από ένα ισχυρό σύστημα μετακλητών ειδικών συμβούλων. Έτσι, ο Δήμος Θεσσαλονίκης καταλήγει να διοικείται από μια μικρή ομάδα ανθρώπων γύρω από το γραφείο του Δημάρχου και, στην καλύτερη περίπτωση, από την πολιτική ηγεσία των αντιδημάρχων, αφήνοντας αναξιοποίητο έναν μεγάλο αριθμό άξιων στελεχών που υπηρέτησαν διαχρονικά πολύ διαφορετικές μεταξύ τους διοικήσεις, αποκτώντας μεγάλη εμπειρία.

Το «κερασάκι στην τούρτα» αυτών των αυθαίρετων ανακατατάξεων, αποτελεί η ανεξήγητη κατάργηση της Γενικής Διεύθυνσης Τεχνικών Έργων, της σημαντικότερης, δηλαδή, υπηρεσίας του Δήμου, με τεράστιο όγκο τεχνικού και οικονομικού αντικειμένου. Απομένει, έτσι, μία μόνο Γενική Διεύθυνση να συντονίσει 25 Διευθύνσεις και 2 Αυτοτελή Τμήματα.

Χωρίς υπηρεσιακό προϊστάμενο μένει και η Διεύθυνση Χρηματοδοτικών Προγραμμάτων, ώστε να ελέγχεται απευθείας από το γραφείο Δημάρχου, ενώ αναιτιολόγητος παραμένει ο κατακερματισμός Διευθύνσεων στην Καθαριότητα, την Εκπαίδευση και τον Αθλητισμό.

Συμπερασματικά, η καθοριστική αδυναμία του νέου οργανογράμματος, που ακυρώνει κάθε πιθανότητα επιτυχίας του και αναπαράγει τις παθογένειες του παρελθόντος, είναι ότι δεν στηρίζεται σε μια αξιοκρατική και αντικειμενική αξιολόγηση του ανθρώπινου δυναμικού. Οι αναγκαίες υπηρεσιακές κρίσεις που καθυστερούν αδικαιολόγητα και από αυτή τη διοίκηση, αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για στέρεες και τολμηρές δομικές αλλαγές που θα απλοποιήσουν επιτέλους την άσκοπη γραφειοκρατία και θα αυξήσουν την αποδοτικότητα ενός αργού και αναποτελεσματικού συστήματος. Ταυτόχρονα, θα δώσουν ισχυρό κίνητρο και καινούργιο νόημα στην καθημερινή δουλειά των εργαζομένων του Δήμου και θα μπορέσουν τελικά να προσφέρουν ένα υψηλότερο επίπεδο παροχής υπηρεσιών προς τους πολίτες της Θεσσαλονίκης.