Skip to main content

Πώς ο γενναίος και μοναχικός Σαββόπουλος έβαλε τα πράγματα για την Ουκρανία στη θέση τους

«Η ζωή αλλάζει δίχως να κοιτάζει τη δική σου μελαγχολία. Κι έρχεται η στιγμή για ν’ αποφασίσεις, με ποιους θα πας και ποιους θ’ αφήσεις».

Ο Διονύσης Σαββόπουλος είναι γενναίος άνθρωπος και μοναχικός καλλιτέχνης. Τουλάχιστον αυτά καταδεικνύει ο δημόσιος βίος του. Στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1960 δεν ήταν εύκολο να παρατήσει κάποιος νεαρός –ούτε καν 20άρης- το σπίτι του στη Θεσσαλονίκη και τις σπουδές του στη Νομική σχολή του Αριστοτελείου πανεπιστημίου για να κατέβει μόνος στην Αθήνα, με ώτο στοπ σε φορτηγό, χωρίς συγκεκριμένο σχέδιο, για να ζήσει περιπλανώμενος. Ήθελε γενναιότητα, έστω κι αν ο ίδιος δεν το συνειδητοποιούσε, ούτε αισθανόταν έτσι. Αργότερα, όταν μπήκε στο τραγούδι, «πάλεψε» μόνος να επιβάλει την έννοια του τροβαδούρου. Χωρίς να είναι κιθαρίστας περιωπής, ούτε κλασικά καλλίφωνος, και χωρίς κάποια αντίστοιχη παράδοση πίσω του αναζητούσε κοινό λέγοντας τις δικές του ιστορίες, με τον δικό του τρόπο, που δεν έμοιαζε με κανενός άλλου, στην Ελλάδα τουλάχιστον.

Μία μοναχική πορεία, την οποία μόνο ένας γενναίος άνθρωπος θα μπορούσε να χαράξει. Αλλά και πιο μετά, όταν πια ήταν καθιερωμένος, αποδεκτός και δημοφιλής, πολλές φορές ξάφνιαζε παίζοντας «κόντρα ρόλους», κάτι επίσης μοναχικό που απαιτεί θάρρος. Για παράδειγμα ήταν αυτός ο «χωρίς βουλή, χωρίς Θεό / σαν βασιλιάς σ’ αρχαίο δράμα», που στις αρχές της δεκαετίας του 1980 κι ενώ το κύμα του… σοσιαλισμού σάρωνε τη χώρα απ’ άκρη σε άκρη μίλησε για νεο-ορθοδοξία με το δίσκο «Τραπεζάκια έξω». Και ήταν ο ίδιος , που το 1989, όταν στη δίνη του σκανδάλου Κοσκωτά, στήριζε ευθαρσώς ως λύση για το πολιτικό αδιέξοδο της χώρας τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, έναν άνθρωπο που η μισή Ελλάδα και παραπάνω χαρακτήριζε «εφιάλτη» και «αρχιερέα της αποστασίας». Ακόμη και όταν μετά το θάνατο του Μάνου Χατζιδάκι, τον οποίο λοιδορούσε, όπως και τον Μίκη Θεοδωράκη, στους δικούς του «Αχαρνείς» των 70’s, ομολόγησε δημόσια πόσο τον θαύμαζε τραγουδώντας το «Χάρτινο το φεγγαράκι» και δήλωσε μετανιωμένος που δεν βρήκε ποτέ τη δύναμη να του το εκφράσει απευθείας και κατά πρόσωπο την αγάπη του, η στάση του ήταν γενναία.   

Όλα αυτά βέβαια με φόντο τη σπουδαία τέχνη του αφηγητή, στην οποία παραμένει αξεπέραστος. Ποιητής και παραμυθάς μαζί, μια ολόκληρη ζωή διηγείται παλλόμενος την ιστορία και τα πάθη της Ζωζώς, της Άννας της διπλανής πόρτας, της Συννεφούλας, της θείας Μάρως, του Γεώργιου Καραϊσκάκη των ηρωισμών, του παλιάτσου και του ληστή, του σύγχρονου Δημοσθένη της αρχαιότητας, του Νίκου Κοεμτζή των παθών, της Έλενας της χορεύτριας, του Καραγκιόζη του μπερντέ, των παλιών φίλων. Όσων βαδίζουν μοναχοί, αλλά και κάθε παρέας που γράφει ιστορία. Και συνεχίζει μέχρι σήμερα. Διότι αν και –κατά διαβεβαίωσή του- δεν γράφει πια καινούρια τραγούδια, είναι, πλέον, ένας από τους λίγους σε αυτό τον τόπο, που με τις τοποθετήσεις τους και τη στάση τους βάζουν με εγκυρότητα το μέτρο της ευαισθησίας και της σοβαρότητας στη δημόσια σφαίρα. Απέδειξε τη γενναιότητα του για άλλη μία ακόμη φορά στις αρχές της εβδομάδας, όχι μόνο διότι έστειλε μέσω της δημόσιας τηλεόρασης ένα ηχηρό και πειστικό μήνυμα για τον πόλεμο στην Ουκρανία. Κυρίως, επειδή βρήκε την ευκαιρία με έναν απόλυτα στιλάτο τρόπο, αντίστοιχο του εκφραστικού του επιπέδου, να κλείσει τους λογαριασμούς με τη θολή κουλτούρα μιας δήθεν καλλιτεχνίας θλιβερών «ισαποστάκηδων», που με όχημα κάποιες ομοιοκαταληξίες και λίγο ντο ρε μι αερολογούν μονίμως –ορισμένοι πολλά χρόνια τώρα, αλλά και κάποιοι νεότεροι-, επαναλαμβάνουν κοινοτυπίες που δεν ακούει κανείς και ισορροπούν πάντα ανάμεσα στον… χωροφύλαξ και στον… αστυφύλαξ.

Τι είπε –μεταξύ άλλων- ο Σαββόπουλος από τηλεοράσεως για την Ουκρανία το βράδυ της περασμένης Δευτέρας με την αμεσότητα και την απλότητα ενός γνήσια λαϊκού ανθρώπου; «Ζητάμε να σταματήσει αυτός ο Αρμαγεδδών. Διότι, όπως όλοι, αγαπούμε κι εμείς την ειρήνη, τον άνθρωπο και τα λοιπά και τα λοιπά. Και οφείλουμε σαν ενήλικοι που είμαστε -και όχι σαν «αιώνιοι έφηβοι», έχει καταντήσει εντελώς μπανάλ αυτό το κλισέ-, σαν ενήλικοι λοιπόν, οφείλουμε, κάθε φορά να κατονομάζουμε τον εκάστοτε βομβαρδιστή της ειρήνης, του ανθρώπου, των λαών». Και πιο κάτω: «Οι Ουκρανοί, όπως όλοι μας δηλαδή, κοίταζαν τη ζωούλα τους, τις δουλειές τους, την οικογένειά τους και ξαφνικά απέκτησαν επική συνείδηση. Διότι μόνο με ψυχολογία έπους μπορείς να πας και να πεθάνεις γι’ αυτά τα υψηλά πράγματα, που όμως είναι και πολύ απτά, και λέγονται «πατρίδα», «ελευθερία», «δημοκρατία». Καλή είναι η ευημερία, καλή είναι και η σχετική ξεγνοιασιά της. Αλλά φαίνεται πως την κρίσιμη στιγμή ο δρόμος που σώζει τον κόσμο είναι πάντα ο ίδιος και είναι ένας: Η θυσία».

Σε ελάχιστα λεπτά, και με ένα σύντομο ουκρανικό τραγούδι που ψιθύρισε μετά, έβαλε τα πράγματα στη θέση τους. Στην κανονική τους θέση. Πέραν τούτου, ουδέν σχόλιον. Μόνο συγκίνηση, σεβασμός, ένα ευχαριστώ και κάποιοι στίχοι:

«Η ζωή αλλάζει δίχως να κοιτάζει /
τη δική σου μελαγχολία /
κι έρχεται η στιγμή για ν’ αποφασίσεις /
με ποιους θα πας και ποιους θ’ αφήσεις».