Skip to main content

Πώς φθάσαμε στην επιστράτευση των ιδιωτών γιατρών στη Βόρεια Ελλάδα

Γιατί η κυβέρνηση κατέφυγε στην έσχατη αυτή λύση - Γιατί δεν ανταποκρίθηκαν οι ιδιώτες στην πρόσκληση να παράσχουν οικειοθελώς τις υπηρεσίες τους

Προδιαγεγραμμένη εξέλιξη αποδείχτηκε η επίταξη των υπηρεσιών γιατρών του ιδιωτικού τομέα στη Βόρεια Ελλάδα, καθώς η ραγδαία επιδείνωση των επιδημιολογικών δεδομένων, σε συνδυασμό με τις μεγάλες ελλείψεις σε κρίσιμες ειδικότητες που καταγράφονται στα νοσοκομεία, δεν άφησαν άλλα περιθώρια στην ηγεσία του υπουργείου Υγείας.

Πώς, όμως, οδηγηθήκαμε στην έσχατη αυτή λύση, που δεν αξιοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη και στη Βόρεια Ελλάδα ούτε στο σφοδρό δεύτερο κύμα της πανδημίας, πριν από έναν χρόνο; Τα προβλήματα με την έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού άρχισαν να διαφαίνονται από το περασμένο καλοκαίρι, όταν σταδιακά άρχισαν να αυξάνονται τα κρούσματα κι ενώ το εθνικό σύστημα υγείας είχε επιστρέψει σε μία στοιχειώδη κανονικότητα. Από τότε η ηγεσία του υπουργείου Υγείας είχε προσπαθήσει να προλάβει την επιδείνωση προκηρύσσοντας θέσεις κυρίως σε περιφερειακά νοσοκομεία, ωστόσο δεν υπήρξε ενδιαφέρον. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε περιφερειακό νοσοκομείο της Μακεδονίας προκηρύχθηκαν έξι φορές θέσεις παθολόγων, αλλά δεν πληρώθηκε καμία λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος. Το ίδιο διάστημα υπήρξαν αρκετές παραιτήσεις αναισθησιολόγων, ειδικότητα που παγκοσμίως παρουσιάζει έλλειψη, οι οποίοι μετακινήθηκαν στον ιδιωτικό τομέα, αλλά και γιατρών άλλων ειδικοτήτων, που δήλωσαν εξουθενωμένοι από την εντατική εργασία στο διάστημα των 18 μηνών της πανδημίας. Ειδικά για την πρόσληψη αναισθησιολόγων εξακολουθεί να υπάρχει ανοιχτή προκήρυξη, χωρίς όμως να υπάρχει ενδιαφέρον.

Οι πρώτες δύσκολες αποφάσεις, προκειμένου να καλυφθούν τα κενά ελήφθησαν παραμονές της 28ης Οκτωβρίου, όταν τα κρούσματα ήταν μεν υποπολλαπλάσια, αλλά άρχισε η πίεση στα νοσηλευτικά ιδρύματα της Θεσσαλονίκης. Από την 1η Νοεμβρίου τα μικρότερα νοσοκομεία της πόλης και της περιφέρειας άρχισαν και πάλι να δέχονται περιστατικά κορωνοϊού. Μάλιστα, στη Θράκη, προκειμένου να εξοικονομηθεί προσωπικό για τη λειτουργία κλινικών covid, που είχαν μείνει με ελάχιστους παθολόγους, η 4η ΥΠΕ προχώρησε σε αναστολές λειτουργίας όλων των περιφερειακών ιατρείων και περιορισμό της λειτουργίας κέντρων υγείας σε εβδομαδιαία πρωινή λειτουργία.

Με την πανδημία να καλπάζει και να οδηγεί στην ανάγκη να ανοίξουν και πάλι νέες κλίνες covid που απαιτούν εξειδικευμένους γιατρούς η ηγεσία του υπουργείου Υγείας στράφηκε στους ιδιώτες. Παρά τις υψηλές αμοιβές που προσφέρονταν για όσους προσέφεραν οικοθελώς τις υπηρεσίες τους στα δημόσια νοσοκομεία, που έφταναν τις 3.500 ευρώ καθαρές αποδοχές για πλήρη απασχόληση μαζί με τις εφημερίες, η ανταπόκριση ήταν χαμηλή, οπότε η κυβέρνηση στράφηκε στη λύση της επίταξης. Είναι ενδεικτικό ότι σε περιφερειακό νομό η προσφορά κάλυπτε μόλις το 10% των αναγκών. Στη Θεσσαλονίκη περισσότεροι από 20 ιδιώτες γιατροί έχουν ανταποκριθεί στελεχώνοντας τα τμήματα επειγόντων περιστατικών, ενώ κλινική covid δυναμικότητας 20 κλινών στον Άγιο Παύλο λειτουργεί και με τη συνδρομή ιδιώτη πνευμονολόγου. Ωστόσο, όπως ανέφερε στη Voria.gr ο πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, Νίκος Νίτσας, υπάρχουν ανάγκες που δεν έχουν καλυφθεί από την οικειοθελή προσέλευση, με τον σύλλογο να καταβάλλει προσπάθειες έστω και την τελευταία στιγμή, για να έρθουν όσο το δυνατόν λιγότερα φύλλα πορείας, ακόμα και καλύπτοντας τους γιατρούς με συμβόλαια αστικής ευθύνης.

Γιατί, όμως, δεν ανταποκρίθηκαν οι ιδιώτες γιατροί στη δύσκολη αυτή συγκυρία; «Η επιβάρυνση της κοινότητας είναι μεγάλη. Όλοι αυτοί που τους ζητούν να συνδράμουν στα νοσοκομεία δεν κάθονται. Απευθυνόμαστε σε γιατρούς συμβεβλημένους με τον ΕΟΠΥΥ. Αυτοί είναι οικογενειακοί γιατροί που έχουν περίπου 2.000 άτομα εγγεγραμμένα. Αυτό σε συνδυασμό με τις ελλείψεις στα δημόσια κέντρα πρωτοβάθμιας φροντίδας δημιουργεί ένα έλλειμμα. Αποθήκες γιατρών δεν υπάρχουν. Αλλά έστω και αυτοί που υπάρχουν είναι πολύ επιβαρυμένοι σε αυτήν την περίοδο. Και αν κανείς σημειώσει την εμπειρία που υπήρξε από την αντίστοιχη επίταξη στην Αθήνα, είναι και αποκομμένοι από τη δευτεροβάθμια περίθαλψη. Δεν είναι τόσο απλό να τους μετακινήσουμε στα νοσοκομεία. Θα χρειαστούν εκπαίδευση και γι’ αυτό θα έπρεπε να μεριμνήσει η πολιτεία εδώ και μήνες. Θα έπρεπε να υπάρχει και μία διαδικασία προετοιμασίας αυτών των ανθρώπων», εξήγησε ο κ. Νίτσας.

Να σημειωθεί, πάντως, ότι υπήρχε σημαντικός αριθμός γιατρών που ήθελαν προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στο ΕΣΥ, ωστόσο δεσμεύονταν από τις έχουν ρήτρες στα συμβόλαια που έχουν υπογράψει με τις ιδιωτικές κλινικές, με τις οποίες συνεργάζονται, οπότε η επίταξη τους «λύνει τα χέρια».