Skip to main content

Πρωτιά της Θεσσαλονίκης στους εμβολιασμούς των άνω των 65 δείχνει έρευνα του ΙΣΘ

Στις επιπτώσεις του δεύτερου κύματος της πανδημίας απέδωσε την επιτυχία των εμβολιασμών στη Θεσσαλονίκη ο πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου, Νίκος Νίτσας

Υψηλότερο ποσοστό εμβολιασμένων σε σχέση με τον πανελλαδικό μέσο όρο, αλλά και αξιοσημείωτα ποσοστά στην πρόθεση των πολιτών να εμβολιαστούν εμφανίζει η Θεσσαλονίκη.

Αυτό προκύπτει από την ετήσια έρευνα του Ιατρικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, που παρουσίασαν σήμερα σε συνέντευξη Τύπου ο πρόεδρος του ΙΣΘ, Νίκος Νίτσας και ο διευθύνων σύμβουλος εταιρείας To The Point, Δημήτρης Κατσαντώνης. Η έρευνα έγινε τηλεφωνικά με τη χρήση δομημένου ερωτηματολογίου από τις 27 Μαΐου ως 3 Ιουνίου 2021 σε δείγμα 1.128 ατόμων άνω των 17 ετών, κατοίκων όλων των δήμων της Περιφερειακής Ενότητας Θεσσαλονίκης, το οποίο σταθμίστηκε εκ των υστέρων ως προς το φύλο και την ηλικία. 

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, το 62,1% των πολιτών απάντησαν έχουν εμβολιαστεί με μία ή δύο δόσεις. Το ποσοστό ήταν χαμηλό στις ηλικίες 17 – 34, καθώς όταν διενεργήθηκε η έρευνα δεν είχε ανοίξει πλατφόρμα για τις συγκεκριμένες ηλικιακές ομάδες, όμως ήταν υψηλό στις μεγάλες ηλικίες, ειδικά για τους άνω των 65 ετών που έφτασε το 90,6%. «Αυτό το ποσοστό στη Θεσσαλονίκη βλέπουμε ότι είναι πολύ διαφοροποιημένο σε σχέση με το συνολικό ποσοστό εμβολιασμένων άνω των 65 πανελλαδικά, είναι γύρω στα δύο τρίτα. Αυτό εκτιμώ ότι έχει να κάνει με τις συνέπειες της πανδημίας, ειδικά του κύματος που βιώσαμε στην πόλη μας τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο, όταν πολλοί συμπολίτες μας δυστυχώς χάθηκαν», ανέφερε ο κ. Νίτσας προσθέτοντας ότι «στη Θεσσαλονίκη πάθαμε και μάθαμε». Τα υψηλά αυτά ποσοστά, σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΙΣΘ, οφείλεται και στο γεγονός ότι η προσβασιμότητα στον εμβολιασμό είναι καλύτερη στα αστικά κέντρα.

Σε ό,τι αφορά αυτούς που δεν εμβολιάστηκαν το 78,3% δήλωσε ότι δεν ήρθε η σειρά τους, το 19,8% απάντησε ότι δεν έχει ανάγκη το συγκεκριμένο εμβόλιο, ενώ μόλις 0,9% είπε ότι δεν πιστεύει γενικά στα εμβόλια. Ο κ. Νίτσας επισήμανε ότι στις μικρές ηλικίες είναι σχεδόν μηδενικό το ποσοστό αυτών που δεν πιστεύουν ότι έχουν ανάγκη τα εμβόλια, ενώ στους άνω των 65, το 85,7% των μη εμβολιασμένων δήλωσαν ότι δεν πιστεύουν ότι το έχουν ανάγκη. «Εδώ θα πρέπει να κινηθεί και η πολιτεία, αλλά και εμείς ως Ιατρικός Σύλλογος με τις καμπάνιες μας που διαχρονικά κάνουμε με το «εμβολιάΖΩ» που θα επαναλάβουμε και το φθινόπωρο κατά το διάστημα της ΔΕΘ, να πείσουμε όσους πιστεύουν ότι το συγκεκριμένο εμβόλιο ή τα εμβόλια γενικά δεν τα έχουν ανάγκη, ότι είναι αναγκαίο να τα κάνουν», τόνισε.

Αντίστοιχα, το υψηλότερο ποσοστό όσων δεν πιστεύουν γενικά στα εμβόλια εντοπίζεται κυρίως στην ηλικία 45-54. Όπως επισήμανε ο κ. Κατσαντώνης σε αυτήν την ηλικιακή ομάδα είναι κυρίως οι αρνητές, με τον κ. Νίτσα να συμπληρώνει ότι οι νέοι έχουν περισσότερη εμπιστοσύνη στις επιστημονικές απόψεις.

Ενδιαφέροντα ήταν τα αποτελέσματα σχετικά με το αν πρέπει να καταστεί υποχρεωτικός ο εμβολιασμός των υγειονομικών, με το 68,6% των πολιτών να απαντά θετικά. Ο πρόεδρος του ΙΣΘ σημείωσε πως το ποσοστό είναι ανάλογο και στην έρευνα που διενεργήθηκε μεταξύ των γιατρών – μελών του συλλόγου, οι οποίοι διαπιστώθηκε είναι σε ποσοστό 90,1% είναι εμβολιασμένοι τουλάχιστον με μία δόση.

Ο ίδιος επισήμανε ότι τα ποσοστά των εμβολιασμένων είναι χαμηλότερα μεταξύ των υπόλοιπου προσωπικού των νοσοκομείων, τονίζοντας πάντως ότι τα νούμερα διαφοροποιούνται, καθώς πολλοί έχουν ζητήσει κι έχουν αρχίσει να εμβολιάζονται τώρα. Και πρόσθεσε πως κάποιοι εξ αυτών που δεν εμβολιάστηκαν είχαν νοσήσει και έχουν φυσική ανοσία, είτε περιμένουν να περάσει το διάστημα που έχει ορίσει η επιτροπή εμβολιασμών για να κάνουν το εμβόλιο. «Θα ήθελα να καλέσω όλους τους πολίτες να ακολουθήσουν παράδειγμα γιατρών. Αν υπήρχε θολό τοπίο, δεν θα εμβολιάζονταν», υπογράμμισε ο πρόεδρος του ΙΣΘ.

Για τις υπηρεσίες υγείας

Όσον αφορά τις προσφερόμενες υπηρεσίες υγείας, που είναι διαχρονικά το αντικείμενο της έρευνας, καταγράφηκε πτώση στα ποσοστά ικανοποίησης σε σχέση με την περσινή χρονιά. Συγκεκριμένα, το ποσοστό ικανοποίησης 37,5% του Ιουνίου 2020 (από το 16,3% του ίδιου μήνα το 2019) μειώθηκε στο 34,5%. Ειδικότερα στον τομέα της δημόσιας υγείας (νοσοκομεία, κέντρα υγείας κ.α.) τα ποσοστά διαμορφώνονται ως εξής: 45,2% δυσαρεστημένοι, 23,3% ικανοποιημένοι και 28,3% ούτε το ένα ούτε το άλλο. Μάλιστα, οι νέες ηλικιακές ομάδες εμφανίζονται περισσότερο δυσαρεστημένες, από ότι οι μεγαλύτερες ηλικιακές ομάδες, για τις υπηρεσίες δημόσιας υγείας.

Ωστόσο, στο ερώτημα για το πώς ανταποκρίθηκαν οι υπηρεσίες υγείας στη χώρα μας, εδώ και 16 μήνες πανδημίας, απάντησαν 51,1% πολύ καλά ή καλά, 40,1% μέτρια και 7,1% πολύ άσχημα ή άσχημα.

Οι ερωτηθέντες σε σχέση με την ιατρική περίθαλψη τους είπαν ότι επισκέπτονται συχνότερα ιδιωτικά ιατρεία (κατά 58%). Ακολουθούν νοσοκομεία (39,4%) συμβεβλημένα ιατρεία του ΕΟΠΥΥ (37,6%) ιδιωτικά πολυϊατρεία-κλινικές (11%) και Κέντρα Υγείας – Ιατρεία ΠΕΔΥ (7,1%). Όπως προκύπτει από την έρευνα τον Ιούνιο του 2020 το ποσοστό στα ιδιωτικά ιατρεία ήταν 53,4%. Ίδια αύξηση καταγράφεται και σε συμβεβλημένους γιατρούς του ΕΟΠΥΥ που ήταν 37,6%. Οι περισσότεροι πολίτες (52%), εκτιμούν ότι το κόστος των ιατρικών υπηρεσιών σε καιρό πανδημίας δεν έχει αυξηθεί. Στο ερώτημα αν η συνεργασία του ΕΣΥ με ιδιωτικούς φορείς υγείας θα βελτιώσει τις υπηρεσίες το 50,5% απάντησε θετικά. Το 13,6% είπε ότι θα τις επιδεινώσει, το 20% εκτίμησε ότι δεν θα γίνει ούτε το ένα, ούτε το άλλο κι ένα ποσοστό 15,8% απέφυγε να τοποθετηθεί.

Παράλληλα, το 86,6% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι επισκέπτονται τον ίδιο γιατρό σταθερά. «Αυτό δείχνει ότι υπάρχει εμπιστοσύνη μεταξύ γιατρού – ασθενούς. Γι’ αυτό τονίζουμε ότι εμβολιασμός θα πρέπει να περάσει και στα χέρια και των ιδιωτών γιατρών», ανέφερε ο κ. Νίτσας προσθέτοντας ότι η εμπιστοσύνη αυτή μπορεί να συμβάλει στο να ανέβει το ποσοστό εμβολιασμών.

Τέλος, οι πολίτες σε ποσοστό 68,8% αξιολόγησαν θετικά την παρουσία τόσο του Ιατρικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης όσο και του Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου σε ό,τι έχει να κάνει με την ενημέρωση για την πανδημία.