Skip to main content

Σύστημα προειδοποίησης για υψηλές θερμοκρασίες από δήμο Θεσσαλονίκης και ΑΠΘ

Στο πλαίσιο του προγράμματος Life Asti έχει δημιουργηθεί σύστημα αστικής πρόβλεψης που ερευνά τη συσχέτιση αισθητής θερμοκρασίας και θνησιμότητας.

Σύστημα προειδοποίησης υγείας πολιτών από υψηλές θερμοκρασίες έχει αναπτύξει ο δήμος Θεσσαλονίκης σε συνεργασία με το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού προγράμματος Life Asti, στο οποίο συμμετέχουν οι δύο φορείς ως εταίροι.

Στην ιστοσελίδα https://app.lifeasti.eu, αλλά και στην εφαρμογή που έχει σχεδιαστεί για κινητά τηλέφωνα οι πολίτες μπορούν να ενημερωθούν για τις θερμοκρασίες αλλά και τον δείκτη δυσφορίας που θα επικρατήσουν τις επόμενες τέσσερις ημέρες, αλλά και για τους κινδύνους που οι κλιματoλογικές συνθήκες έχουν για την υγεία τους.

Στο πλαίσιο του προγράμματος έχει δημιουργηθεί σύστημα αστικής πρόβλεψης υψηλής ανάλυσης, με το οποίο ερευνάται η συσχέτιση μεταξύ αισθητής θερμοκρασίας (δείκτης θερμικής δυσφορίας που συνδυάζει θερμοκρασία και υγρασία) και θνησιμότητας. Ταυτόχρονα, εξετάζεται το φαινόμενο της αστικής θερμικής νησίδας, δηλαδή η διαφορά θερμοκρασίας που παρουσιάζεται σε διάφορα σημεία της πόλης και με βάση τα δεδομένα μέσω του συστήματος εκδίδεται προειδοποίηση για κάθε δημοτικό διαμέρισμα της Θεσσαλονίκης, ώστε να ενημερώνονται έγκαιρα οι πολίτες.



Τα μέχρι στιγμής αποτελέσματα του έργου παρουσίασαν σήμερα σε συνέντευξη Τύπου οι αντιδήμαρχοι Οικονομικών Μιχάλης Κούπκας, Τεχνικών Έργων Μάκης Κυριζίδης και Περιβάλλοντος Σωκράτης Δημητριάδης, καθώς και ο καθηγητής του Τμήματος Φυσικής της Σχολής Θετικών Επιστημών του ΑΠΘ Δημήτρης Μελάς.

Όπως ανέφερε ο κ. Κούπκας, επικεφαλής Ανθεκτικότητας του δήμου, τα αποτελέσματα δείχνουν ότι «οι πολιτικές που έχει επιλέξει να εφαρμόσει ο δήμος συμβάλλουν στο να γίνει πιο ανθεκτικός, αφού τα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν πως αρκετά από τα έργα που υλοποίησε και υλοποιεί συμβάλλουν στη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και της ενεργειακής κατανάλωσης που χρειάζονται τα κτήρια για θέρμανση και ψύξη. Ο αντιδήμαρχος Οικονομικών τόνισε πως όλη αυτή η προσπάθεια χρηματοδοτείται αποκλειστικά από ευρωπαϊκά κονδύλια, όπως και άλλες δράσεις που αφορούν σε θέματα αιχμής, όπως η κλιματική αλλαγή, η προστασία του περιβάλλοντος, η ανθεκτικότητα, η βιώσιμη αστική κινητικότητα, ο τουρισμός και η προσιτή στέγαση και πρόσθεσε πως τα τελικά αποτελέσματα θα παρουσιαστούν σε μερικούς μήνες σε συνέδριο.

Ο κ. Δημητριάδης ανέφερε πως ο δήμος Θεσσαλονίκης παρείχε μετεωρολογικά δεδομένα για τα έτη 2013 – 2018 από τον Δημοτικό Δίκτυο Σταθμών Μέτρησης της Ατμοσφαιρικής Ρύπανσης και Μετεωρολογικών Παραμέτρων και δεδομένα για τη θνησιμότητα για την περίοδο 2013-2018, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για τον καθορισμό του μοντέλου του Συστήματος Προειδοποίησης Υγείας από Υψηλές Θερμοκρασίες (ΣΠΥΥΘ). «Εξειδικευμένη στατιστική ανάλυση που έγινε από τον Ιταλό εταίρο δείχνει ότι όσο οι θερμοκρασίες είναι υψηλότερες από 32°C, τόσο αυξάνεται ο κίνδυνος θνησιμότητας λόγω έκθεσης σε υψηλές θερμοκρασίες. Γενικά, μπορούμε να πούμε ότι, όταν οι θερμοκρασίες ανεβαίνουν πάνω από 36° C υπάρχει μεγαλύτερος κίνδυνος κατά 40% στην ημερήσια θνησιμότητα», ανέφερε. Όπως είπε, το σύστημα δοκιμάστηκε το καλοκαίρι του 2019 και βρίσκεται σε πλήρη λειτουργία από το 2021 και θα συνεχίζει να λειτουργεί για τουλάχιστον πέντε χρόνια τη λήξη του έργου τον Αύγουστο του 2022, ώστε να προκύψουν ασφαλέστερα και πιο ακριβή αποτελέσματα.

Στα έργα του δήμου που συμβάλουν στην αντιμετώπιση του προβλήματος αναφέρθηκε ο κ. Κυριζίδης. Ο αντιδήμαρχος Τεχνικών Έργων ανέφερε ενδεικτικά τα τρία που έχουν υλοποιηθεί και είναι η διαμόρφωση σχολικών αυλών με βιοκλιματικά κριτήρια, η βιοκλιματική ανάπλαση της πλατείας Μαβίλη και το πράσινο δώμα στο 26ο Γυμνάσιο. Ο ίδιος ανέφερε ότι στο επόμενο διάστημα θα παραδοθούν άλλα δύο έργα, οι αναπλάσεις στη συμβολή των οδών Παπαναστασίου - Βούλγαρη και Μπότσαρη – Ηλέκτρας, σημειώνοντας ότι με τα έργα αυτά υπολογίζεται ότι θα δεσμεύονται ποσότητες διοξειδίου άνθρακα άνω των 30 τόνων ετησίως.

Ο κ. Κυριζίδης αναφέρθηκε και στην ενεργειακή αναβάθμιση δημοτικών κτηρίων, όπως της Αγγελάκη και της Εθνικής Αμύνης, έργα τα οποία εξοικονομούν περίπου 220.000 κιλοβατώρες. «Αγώνας είναι συνεχής και υπάρχει συγκεκριμένος σχεδιασμός για νέους χώρους πρασίνου, πάρκα τσέπης, άλλες τρεις σχολικές αυλές και διαμόρφωση χώρων πρασίνου στο Ιπποκράτειο και στην Επταπυργίου», τόνισε.

Από την πλευρά του, ο κ. Μελάς σημείωσε ότι στόχος του προγράμματος είναι ο μετριασμός του φαινομένου της αστικής θερμικής νησίδας που εμφανίζεται σε όλες τις πόλεις μεσαίου μεγέθους και άνω. Σε αυτές παρουσιάζονται υψηλότερες θερμοκρασίες στο κέντρο, γεγονός που οφείλεται σε πολλούς παράγοντες, όπως είναι η εκπομπή θερμότητας από ανθρωπογενείς δραστηριότητες (αυτοκίνητα, κλιματισμό κλπ) και οι τρόποι με τους οποίους έχουν δομηθεί οι πόλεις σε ό,τι αφορά τα υλικά και τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά.

Ο καθηγητής ανέφερε πως το φαινόμενο έχει πάρει διαστάσεις, γιατί ήταν ραγδαία η αστικοποίηση παγκόσμιου πληθυσμού, που έχει φτάσει σε ποσοστό 65 με 70%. Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης η αστικοποίηση αγγίζει το 75%, ενώ χειρότερη είναι η κατάσταση στην Ελλάδα, όπου ποσοστό είναι άνω του 80%. «Το χειρότερο είναι ότι δρα συνεργιστικά με την κλιματική αλλαγή. Δηλαδή, τα αποτελέσματα δεν είναι μόνο αθροιστικά αλλά είναι πολλαπλασιαστικά και οδηγούν περίπου σε τριπλάσιο κόστος προσαρμογής», τόνισε.



Όσον αφορά στη μεταβολή της θνητότητας στη Θεσσαλονίκη, ο κ. Μελάς σημείωσε ότι το μέγιστο ποσοστό εμφανίζεται τον χειμώνα, κάτι που έχει να κάνει και με την παρουσία ιών, ωστόσο το δευτερεύον μέγιστο εμφανίζεται το καλοκαίρι και σχετίζεται με τη θερμική καταπόνηση και την θνησιμότητα. «Έχουμε μία πραγματικά πολύ μεγάλη επίπτωση στη θνησιμότητα, όταν θερμοκρασίες λίγο πάνω από 23 βαθμούς. Για θερμοκρασίες στους 33 βαθμούς ο κίνδυνος είναι κατά 60% αυξημένος. Βέβαια, δεν αναφερόμαστε σε πολύ μεγάλα απόλυτα νούμερα», ανέφερε και πρόσθεσε ότι δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα για πάρα πολύ υψηλές θερμοκρασίες, καθώς οι μέρες του καύσωνα ακόμα δεν είναι τόσες πολλές.



Σε ό,τι αφορά τις θερμοκρασιακές διαφορές, ο καθηγητής ανέφερε ενδεικτικά ότι στον σταθμό Βενιζέλου και Εγνατίας με σταθμό αναφοράς το αεροδρόμιο καταγράφεται κατά μέσο όρο διαφορά της τάξης των δύο βαθμών Κελσίου. Όπως είπε, η μέγιστη διαφορά εμφανίζεται το μεσημέρι, ενώ μικρή είναι η διαφορά τις απογευματινές ώρες. . Αυτό που βλέπουμε είναι ότι κατά μέσο όρο δύο βαθμούς θερμότερο κατά μέσο όρο. Μέγιστη διαφορά εμφανίζεται το μεσημέρι, αλλά και κατά τη διάρκεια της νύχτας. Ενώ το απόγευμα με μέγιστη θερμοκρασία διαφορά είναι μικρή. Δηλαδή σώμα δεν έχει πτώση θερμοκρασίας.

Ο κ. Μελάς τόνισε ότι το επόμενο βήμα είναι να γίνονται προβλέψεις και εκτιμήσεις κινδύνου για συγκεκριμένες ηλικίες και ευπαθείς ομάδες.