Skip to main content

ΣΒΑΚ: Στη Θεσσαλονίκη αντί να βρίσκουμε λύσεις, τις υπονομεύουμε

Πώς γίνεται καθένας να έχει και μια άποψη σ' αυτή την πόλη ακόμη και για τα πιο δύσκολα προβλήματα; Θέλουμε τελικά λύσεις ή όχι;

Στη Θεσσαλονίκη όλοι έχουμε από μια άποψη για το τι πρέπει να γίνει για να λυθούν μείζονα ζητήματα της καθημερινότητας της πόλης. Συνήθως χωρίς να έχουμε συνάφεια με το γνωστικό αντικείμενο, έχουμε διαμορφωμένη άποψη από διάσπαρτα και αποσπασματικά δεδομένα, που κάπου και κάπως περιήλθαν σε γνώση μας, άσε που πολλές φορές τα ερμηνεύουμε αυθαίρετα και φτάνουμε σε λανθασμένα συμπεράσματα.

Ο καθένας το μακρύ και το κοντό του, κάτι συνηθισμένο στον γενικό ξερολισμό μας, με το μόνο που εκπλήσσει διαρκώς (διότι συνηθισμένο κι αυτό) να είναι η απίστευτη εμμονή στην άποψή μας, ακόμη κι όταν διαπιστώνουμε ότι είναι εμφανώς λανθασμένη. Τόσο μεγάλη αμαρτία είναι δηλαδή να αλλάξει άποψη ένας άνθρωπος; Ακατανόητο...

Ακούω για παράδειγμα για την αντιμετώπιση του κυκλοφοριακού να προτείνονται από τα πιο πιθανά μέχρι τα πιο απίθανα σενάρια λύσεων. Όμως το πιο απίθανο δεν είναι οι προτάσεις, αλλά αυτοί που τις κάνουν. Τα πολυπαραγοντικά προβλήματα της καθημερινότητας δεν μπορεί να τα λύσει ένας επιστήμονας, όσο καλός κι αν είναι στο αντικείμενό του. Ακόμη και αυθεντία. Διότι οφείλει να λάβει υπόψη του παραμέτρους, οι οποίες είναι αντικείμενο άλλου επιστήμονα. Η οικονομική παράμετρος, η κοινωνική και άλλες πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σε τέτοιου είδους ζητήματα. Δεν αρκεί λοιπόν η τεχνοκρατική άποψη ενός συγκοινωνιολόγου για να λύσει το πρόβλημα.

Δεν έχει καμιά αξία επίσης η άποψη κάθε τυχάρπαστου που μιλά με στόμφο και με... αποδείξεις για τη λύση ενός προβλήματος, του οποίου τα δεδομένα αδυνατεί λόγω ημιμάθειας και άγνοιας να κατανοήσει.

Το τι έχουμε ακούσει κατά καιρούς δε λέγεται. Από ευφάνταστες, ρηξικέλευθες λύσεις, που αντιμετωπίζουν (πιθανώς) ένα πρόβλημα σημειακά, αλλά δημιουργούν κάποιο άλλο κάπου αλλού, μέχρι απλοϊκές προσεγγίσεις, που επανειλημμένα έχουν εφαρμοστεί και δεν έλυσαν τίποτα.

Για να λυθούν τέτοια προβλήματα πρέπει να αποκτήσουμε εμπιστοσύνη ως κοινωνία στους ειδικούς που θα αναλάβουν να τα λύσουν. Να δημιουργηθούν επιστημονικές ομάδες, που θα καλύπτουν όλες τις παραμέτρους του προβλήματος, να καταγράψουν με τεκμηριωμένο και εμπεριστατωμένο τρόπο τα δεδομένα, να δημιουργήσουν μοντέλα και σενάρια λύσεων και να επιλέξουν το σύνολο των παρεμβάσεων (δεν μπορεί να είναι μόνο μία), που θα γίνουν. Έτσι θα έχουμε στα χαρτιά μια λύση, η οποία είναι αναγκαίο να έχει και την απαιτούμενη συμφωνία της τοπικής κοινωνίας (τη μέγιστη δυνατή), ώστε στη συνέχεια να προχωρήσουν οι αρμόδιοι φορείς στην αναζήτηση χρηματοδότησης και στην υλοποίηση των έργων και χρόνια μετά να έχουμε την ευκαιρία να ζήσουμε σε ένα βελτιωμένο αστικό περιβάλλον.

Τι από αυτά κάνουμε στη Θεσσαλονίκη; Πριν από κάποιους μήνες έγραφα για τα Σχέδια Βιώσιμης Αστικής Κινητικότητας (ΣΒΑΚ). Ένα παράδειγμα. Και φτάσαμε προχτές στην τρίτη διαβούλευση για το ΣΒΑΚ του δήμου Θεσσαλονίκης, όπου και πάλι έγινε ο κακός χαμός. Βρέθηκαν τόσοι πολλοί να πουν ούτε λίγο ούτε πολύ ότι δεν το χρειαζόμαστε το ΣΒΑΚ, που είναι να απορείς τι τελικά χρειαζόμαστε εκτός από την... αυθεντία τους. Την «αυθεντία» του καθενός μας...

Ειδήμονας δεν είμαι, ούτε και αυθεντία. Σκέφτομαι όμως πώς είναι δυνατόν να απαξιώνεται η πολύχρονη προσπάθεια και δουλειά επιστημόνων με τόση ευκολία. Και δεν αναφέρομαι σε όσους –επίσης επιστήμονες- καταθέτουν αντιρρήσεις στις προβλέψεις του ΣΒΑΚ ή ακόμη και στο νόμο που προβλέπει την υλοποίησή τους, με τεκμηριωμένο τρόπο. Αναφέρομαι σε όσους έσπευσαν να χλευάσουν τις προτάσεις του ΣΒΑΚ, σε όσους έσπευσαν να αντιδράσουν για το αν τους ρώτησαν -που τους ρώτησαν δηλαδή- σε όσους έσπευσαν να πουν ότι δεν θα εφαρμοστεί επειδή δεν το θεωρούν σωστό. Έτσι, επειδή δεν το θέλουν ή δεν τους άρεσε...

Ας σταματήσουμε επιτέλους σ' αυτή την πόλη να υπονομεύουμε κάθε προσπάθεια που γίνεται για να λυθεί ένα ζήτημα. Ας δείξουμε περισσότερη εμπιστοσύνη στους ανθρώπους που έχουν μελετήσει και είναι στο γνωστικό αντικείμενό τους κάποιες λύσεις κι ας τις εφαρμόσουμε με καλή πίστη. Κι αν δεν βγουν, πόσο χειρότερα μπορούν να γίνουν τα πράγματα; Τι έχουμε δηλαδή να χάσουμε; Πέρα από κάποια χρόνια αστοχίας και κάποια εκατομμύρια ευρώ ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων... Έχουμε χάσει λίγα μέχρι σήμερα; Ή μήπως τελικά έχουμε σ' αυτή την πόλη αλλεργία στις λύσεις και συνηθίσαμε τόσο πολύ να ζούμε με τα προβλήματά μας, που δεν μας φαίνονται καν προβλήματα και μας έμεινε μόνο η γκρίνια;