Skip to main content

Στον σπασμένο καθρέφτη του ελληνικού μπάσκετ βλέπουμε τη Θεσσαλονίκη

H ιστορία της ανόδου και της πτώσης του μπάσκετ της Θεσσαλονίκης, που θα μπορούσε να έχει το κινηματογραφικό τίτλο «Από τον Γκάλη στο… χάος»

Τα όσα συμβαίνουν στο ελληνικό μπάσκετ δεν είναι ξεκομμένα απ’ όσα γίνονται στον ελληνικό αθλητισμό γενικά και στην ελληνική κοινωνία γενικότερα. Αταξία, αυθαιρεσία, πλήρης έλλειψη αγωγής, απουσία αθλητικού πνεύματος, καμία όψη επαγγελματισμού.

Ομάδες - play station στα χέρια των ιδιοκτητών και προσωποπαγείς θεσμοί, τους οποίους ιδιοποιούνται φαντάσματα του παρελθόντος, που… ξέχασαν να αποσυρθούν από το προσκήνιο. Ανώνυμες Εταιρίες χωρίς κεφάλαια, χωρίς ταμεία, χωρίς ισολογισμούς. Τριτοκοσμικά γήπεδα στα οποία διεξάγονται αγώνες, τους οποίους παρακολουθούν λίγοι και –κατά βάσιν- φανατισμένοι.

Ρόστερ ομάδων που αλλάζουν 10 φορές το χρόνο –μπορεί και περισσότερες. Άγνωστοι και θλιβεροί μισθοφόροι του αθλήματος που πηγαινοέρχονται από ομάδα σε ομάδα, για να φύγουν συνήθως εξίσου άγνωστοι και αφού πρώτα στον ένα μήνα παραμονής τους έχουν αλλάξει τρία σπίτια – και τα τρία χωρίς θέρμανση.

Αυτή είναι λίγο πολύ η ακτινογραφία ενός αθλήματος, που υπήρξε το δημοφιλέστερο στην Ελλάδα. Σήμερα βρισκόμαστε 30 και κάτι χρόνια μετά τον μυθικό θρίαμβο στο Ευρωμπάσκετ του 1987 και πολύ λιγότερα από τότε που ο Γκάλης, ο Γιαννάκης, ο Πρέλεβιτς, ο Φασούλας και οι άλλοι Έλληνες παίκτες συνεπικουρούμενοι από καλούς και συνήθως γνωστούς ξένους, τους οποίους προπονούσαν οι καλύτεροι της Ευρώπης, συγκροτούσαν ομάδες που ανταγωνίζονταν στην Ελλάδα και πρωταγωνιστούσαν στην Ευρώπη.

Πρόσφεραν ουσία και θέαμα σε κατάμεστα γήπεδα, ενώ οι τηλεοπτικές μεταδόσεις των αγώνων «νέκρωναν» πόλεις και χωριά. Τέτοια ήταν τα χαρακτηριστικά του ελληνικού μπάσκετ στις δεκαετίες του 1980, του 1990 και του 2000. Όταν αδιαμφισβήτητη πρωτεύουσα του αθλήματος ήταν η Θεσσαλονίκη, που είχε μπει σε περίοπτη θέση στον ευρωπαϊκό χάρτη. Άλλη μια χαμένη δυνατότητα για την πόλη, καθώς η πρωτοκαθεδρία της στο μπάσκετ υποχώρησε άτακτα μόλις σάλπισε η επέλαση των –πραγματικών ή υποτιθέμενων- εκατομμυρίων του λεκανοπεδίου της πρωτεύουσας.

Ήταν τότε που φάνηκε η γύμνια πολλών εκ των παραγόντων της Θεσσαλονίκης. Διότι το πρόβλημα δεν ήταν μόνο τα λεφτά που δεν υπήρχαν. Κάτι που στο κάτω κάτω είναι αντικειμενικό. Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι τη στιγμή της μεγάλης δόξας –μια περίοδος που στην πραγματικότητα κράτησε αρκετά χρόνια- δεν ενδιαφέρθηκαν καθόλου για το μέλλον. Ξόδεψαν όλο το χρήμα -μεγάλο μέρος του, μάλιστα, ήταν δημόσιο, δηλαδή κρατικό- μόνο για να πληρώνουν ακριβά συμβόλαια και να κάνουν τη λεζάντα τους.

Δεν προέβλεψαν τις εξελίξεις. Δεν δημιούργησαν υποδομές και φυτώρια. Δεν οικοδόμησαν συστήματα διαρκούς παραγωγής και αναπαραγωγής ταλέντων. Δεν κατάφεραν να εμπνεύσουν την κοινωνία, ώστε να συμμετέχει ενεργά στις προσπάθειές τους. Ενδεχομένως, αγαπούσαν πολύ τις ομάδες τους. Ήταν παθιασμένοι οπαδοί. Αλλά τους έλειπε το όραμα. Ήταν κάτι σαν χούλιγκανς με καλούς τρόπους, αν και όχι πάντα. Το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν η νίκη της ομάδας τη συγκεκριμένη βραδιά, η προσωπική τους αποθέωση και το γλέντι στα μπουζούκια. Δεν ήταν πραγματικοί ηγέτες. Φυσικά δεν ήταν ούτε κανονικοί μάνατζερς - τεχνοκράτες.

Ήταν τύποι που λειτουργούσαν στο μπάσκετ με το ένστικτο της επιβίωσης και την εμπειρία του πεζοδρομίου, όπως έκαναν σε όλες τους τις δουλειές, σε όλη τους τη ζωή. Γι’ αυτό δεν κατάλαβαν ποτέ ότι μια δουλειά με τόσο σημαντικό κοινωνικό αντίκτυπο έχει μέγεθος που τους ξεπερνάει. Ούτε τους πέρασε από το μυαλό να δώσουν οργανωμένο λόγο στην πραγματική δύναμη μιας ομάδας, που είναι ο κόσμος που την αγαπάει. Όχι στους πληρωμένους και σε διατεταγμένη υπηρεσία «οργανωμένους», που έτσι κι αλλιώς τον παίρνουν από μόνοι τους. Στους άλλους, στους πολλούς που έχουν πραγματικές αθλητικές ευαισθησίες και κάποια κοινωνική κουλτούρα. Αυτούς που αποτελούν τη βάση μεγάλων ευρωπαϊκών συλλόγων, όπως η Μπατσελόνα, η Ρεάλ και οι βρετανικές ομάδες.

Όλη αυτή η ιστορία της ανόδου και της πτώσης του μπάσκετ της Θεσσαλονίκης, που θα μπορούσε να έχει το κινηματογραφικό τίτλο «Από τον Γκάλη στο… χάος» αποτελεί μια μικρογραφία πολλών καταστάσεων στη Θεσσαλονίκη. Που άνθισαν, αλλά γρήγορα μαράζωσαν και χάθηκαν. Όμορφες ιδέες που κάηκαν άσχημα. Τηρουμένων των αναλογιών, η Θεσσαλονίκη τα τελευταία 100 χρόνια είναι για τον εαυτό της μια πόλη χαμένων ευκαιριών. Και πλέον τα πράγματα δύσκολα θα γυρίσουν, παρά τις ευνοϊκή συγκυρία και τις διαφαινόμενες δυνατότητες σε μια νέα εποχή.

Λείπουν από την πόλη οι ελίτ, οι ηγεσίες. Πολιτικές, πνευματικές, οικονομικές, επιχειρηματικές. Σχηματικά η Θεσσαλονίκη είναι ένα φιλόδοξο και με δυναμική πρότζεκτ, που έχει ανάγκη από μια σωστή ομάδα για να το αναλάβει και να το προχωρήσει. Κι ας μην πάει ο νους κανενός σε πολιτικές –και πολύ περισσότερο- σε αυτοδιοικητικές παραμέτρους. Εάν η λύση ήταν ένας δήμαρχος, ένας περιφερειάρχης, ένας υπουργός και κάποιες εκλογές, κάτι θα γινόταν – θα τους βρίσκαμε. Σήμερα όμως, την ώρα που τον κεντρικό δήμο διεκδικούν 23 διαχειριστές, η κοινωνία της πόλης στερείται φυσικής ηγεσίας. Έναν, δύο, τρεις, τέσσερις, πέντε, δέκα, είκοσι ανθρώπους, που ο λόγος τους να μετράει. Η άποψη τους να είναι  υπεράνω. Να βάζουν το μέτρο, τους στόχους και τον ορίζοντα χωρίς κάποιος να τους αμφισβητεί.

Ταυτόχρονα, λόγω του ελλειμματικού συστήματος της χώρας, που όσοι κρύβονται πίσω από το δάχτυλό τους αποκαλούν ελληνική ιδιοτυπία, η Ελλάδα στερείται παραγωγικών δομών, που θα δώσουν οργανωμένες, επεξεργασμένες και θεσμικές απαντήσεις στις προκλήσεις. Και η Θεσσαλονίκη βρίσκεται στην Ελλάδα…        

Με αυτά τα δεδομένα, που δύσκολα μπορεί να αντικρούσει όποιος βιώνει την ατμόσφαιρα της Θεσσαλονίκης, το μόνο που μένει να ελπίζει κανείς για κάτι διαφορετικό είναι η περιπτωσιολογία. Στην οποία βέβαια δεν μπορεί να βασίζεται κανείς, διότι συγγενεύει στενά με την… τυχαιότητα. Για παράδειγμα, ένας διαφορετικός από τα συνήθη δήμαρχος, όπως ήταν τα τελευταία χρόνια ο Γιάννης Μπουτάρης. Ή ένας οραματιστής πρωθυπουργός, όπως υπήρξε για τη Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του 1960 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, η υπογραφή του οποίου υπάρχει σε πολλές βασικές υποδομές, αλλά και στη ληξιαρχική πράξη γεννήσεως πολλών φορέων της πόλης.

Ή κάποιοι ισχυροί υπουργοί, όπως στις δεκαετίες του 1980, του 1990 και του 2000 αντιστοίχως ο Άκης Τσοχατζόπουλος και ο Ευάγγελος Βενιζέλος, οι οποίοι σε τοπικό επίπεδο κατά καιρούς ταρακούνησαν καταστάσεις και δημιούργησαν έργο. Ή κάποιοι ακαδημαϊκοί δάσκαλοι με κύρος και επιρροή. Ακόμη και ορισμένοι δυναμικοί και εύρωστοι επιχειρηματίες, ντόπιοι ή… εισαγωγής -εσωτερικού και εξωτερικού-, που εμφανίζονται κατά καιρούς, ενίοτε από το πουθενά. Είναι αυτοί που για να κάνουν τη δουλειά τους αξιοποιούν το εκτόπισμά τους. Στο τέλος κάτι μικρό ή μεγαλύτερο μένει στην πόλη από τη δραστηριότητα τους. Ένα έργο, μια ιδέα, ένας τίτλος, πάντως κάτι περισσότερο από το… τίποτα.

ΥΓ. Η αντίληψη ότι για να προχωρήσει ένας τόπος χρειάζονται χρήματα είναι παρωχημένη. Όχι επειδή δε χρειάζονται τα λεφτά, ίσα ίσα που χωρίς αυτά δεν γίνονται και πολλά. Αλλά επειδή το μυστικό είναι να δημιουργηθούν οι διαδικασίες παραγωγής πλούτου, κάτι διαφορετικό από το… ευρώδεντρο που ονειρεύονται πολλοί. Άλλωστε στην ιστορία της ανθρωπότητας έχει αποδειχθεί ότι οι κοινωνίες που πήγαν μπροστά και τα κράτη που εξασφάλισαν ευημερία στους πολίτες τους κατάφεραν πρώτα να δημιουργήσουν αξιόπιστους πολιτικούς και οικονομικούς θεσμούς. Όλα τ’ άλλα γίνονται, ευκολότερα ή δυσκολότερα…

ΥΓ2. Επειδή ξεκινήσαμε με το μπάσκετ και για να μη ξεχνιόμαστε: Εννοείται ότι δεν υπάρχει κανένα μέρος του πολιτισμένου κόσμου, στο οποίο μια ομάδα να μην κατεβαίνει σε ένα αγώνα πρωταθλήματος, επειδή έτσι αποφάσισε κάποιος πρόεδρος. Εννοείται, επίσης, ότι σε κανένα μέρος του πολιτισμένου κόσμου –σε οποιοδήποτε άθλημα- η βαθμολογία καθορίζεται όχι μόνο από τους αγώνες που έγιναν, αλλά και από εκείνους που επίτηδες δεν έγιναν! Πρόκειται για εγκλήματα καθοσιώσεως, που κανονικά (θα έπρεπε να) επισύρουν ποινές μη αναστρέψιμες για τους υπεύθυνους.