Skip to main content

Τα Χριστούγεννα των αστέγων της Θεσσαλονίκης

Πρέπει επιτέλους να τελειώνει ο παραλογισμός ενός κράτους που επιμένει να συγκεντρώνει και να διατηρεί θεόκλειστα τα «ορφανά» ακίνητα

Εξαιρετικά εύστοχη, σωστή και απολύτως αναγκαία είναι η πρωτοβουλία των δήμων της χώρας να διεκδικήσουν από το ελληνικό δημόσιο τα «ορφανά» ακίνητα, ώστε να τα αξιοποιήσουν προκειμένου να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα των αστέγων. Ανεξάρτητα του τι θα γίνει στην πράξη, αφού οι γραφειοκρατικές διαδικασίες ενδέχεται να καθυστερήσουν μέχρι ακυρώσεως την προσπάθεια, η κίνηση είναι σωστή. Κυρίως διότι δίνει ένα σήμα ότι κάποιος φορέας –και μάλιστα αυτός που κινείται πλησιέστερα στην κοινωνία- έχει εντοπίσει το ζήτημα και θέλει να παρέμβει. Ότι δεν κλείνουν όλοι τα μάτια ενώπιον της πραγματικότητας. Όπως λένε οι δήμαρχοι, όταν το πρόγραμμα προχωρήσει στο επίκεντρο θα βρεθούν αφενός όσοι ήδη είναι άστεγοι, αλλά και όσοι –κυρίως οικογένειες- κινδυνεύουν για οικονομικούς λόγους να βρεθούν στον δρόμο. Κάτι που στην εποχή μας συμβαίνει.

Το θέμα των αστέγων, που σε όλες τις δυτικές –κυρίως- κοινωνίες έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις την τελευταία 20ετία, έρχεται με δραματικό τρόπο στην επικαιρότητα κάθε χειμώνα. Ειδικά στην Ελλάδα, όπου υποτίθεται ότι τις άλλες εποχές του χρόνου, από την άνοιξη μέχρι το φθινόπωρο, οι κλιματολογικές συνθήκες και οι θερμοκρασίες επιτρέπουν σε κάποιον να κοιμάται «ξεσκέπαστος» στο ύπαιθρο ή «κάτω από γέφυρες». Κάτι που ασφαλώς έχει σχετική σημασία, αφού το σπίτι, η στέγη δηλαδή, σημαίνει για κάθε άνθρωπο πολύ περισσότερα πράγματα από έναν απλό ύπνο. Τον χειμώνα, όμως, η κατάσταση δυσκολεύει. Τις, δε, μέρες των Χριστουγέννων γίνεται δραματική. Διότι σε όλες τις πρακτικές δυσκολίες μιας καθημερινότητας κυριολεκτικά στον δρόμο, έρχεται να προστεθεί στις πλάτες των αστέγων το ψυχολογικό βάρος από τη μοναξιά και το σκοτάδι, όταν οι πολλοί γύρω τριγύρω περνούν τις ώρες τους με συγγενείς, φίλους, παρέες, ζέστη, θαλπωρή, αγάπη και φως.

Όποιος κυκλοφορεί αυτές τις ημέρες στη Θεσσαλονίκη, ιδιαίτερα τις νυχτερινές ώρες –και πάντως πριν ανατείλει ο ήλιος ή μετά τη δύση του- βλέπει με τα μάτια του αυτούς τους ανθρώπους – σκιές. Δεν είναι ίσως τόσοι πολλοί, αλλά υπάρχουν για να μας θυμίζουν –πέραν όλων των άλλων- ότι στη ζωή όλων υπάρχουν δυσκολίες, αλλά σε μερικές περιπτώσεις οι δυσκολίες είναι τόσο μεγάλες, που κάνουν τα περισσότερα πράγματα που μας συμβαίνουν να φαίνονται μικρά. Κοιμούνται σε σημεία όπως είναι τα παγκάκια στο άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, τα σκαλοπάτια του Θεάτρου της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών και του πρώην κινηματογράφου «Αλέξανδρος», στο εκθεσιακό κέντρο της Διεθνούς Εκθέσεως, αλλά και σε ιδιωτικούς χώρους, πιλοτές πολυκατοικιών και εγκαταλειμμένα κτήρια, που υπάρχουν διάσπαρτα σε όλο το κέντρο της πόλης. Το χειρότερο όλων –απ’ ό,τι διαβεβαιώνουν οι ειδικοί ψυχολόγοι- είναι πως όταν ένας άνθρωπος βρεθεί άστεγος στον δρόμο το μυαλό του διαλύεται πολύ γρηγορότερα απ’ ότι ίσως νομίζουμε. Σε λίγες μόνο ημέρες οι περισσότεροι δεν ξέρουν πού πατούν και πού πηγαίνουν, καθώς εγκλωβίζονται στα αδιέξοδά τους και το μόνο που κάνουν είναι να επιβιώνουν χάρη στο ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Τριγυρίζουν χωρίς σκοπό φορτωμένοι τα ιμάτιά τους, συνήθως κάποιες σακούλες και ίσως ένα μικρό βαλιτσάκι. Αποφεύγουν τον κόσμο, ίσως επειδή και ο κόσμος τους αποφεύγει. Προφανώς η απογραφή δεν τους καταγράφει, ενώ η συμπεριφορά και οι… συνήθειές τους δεν απασχολούν την Εθνική Στατιστική Αρχή. Τρώνε κυρίως στα συσσίτια της εκκλησίας ή άλλων φορέων, διότι επειδή δεν βρίσκονται κάπου σταθερά πρέπει εκείνοι να προσεγγίσουν. Ορισμένες φορές ζητιανεύουν στα σκαλάκια των εκκλησιών, πίνουν νερό και πλένονται όπως όπως στα πάρκα, ενώ για τις φυσικές τους ανάγκες χρησιμοποιούν τις δημόσιες τουαλέτες, που στη Θεσσαλονίκη είναι ελάχιστες, ή και τα πάρκα.

Δυστυχώς στην Ελλάδα το κράτος πρόνοιας φτάνει μέχρι την ικανοποίηση συλλογικών, συνδικαλιστικών αιτημάτων. Η χώρα που επί δεκαετίες έδινε παχυλές συντάξεις σε 50άρηδες δεν είχε ποτέ τους πόρους, ούτε την οργάνωση να απελευθερώσει αυτούς του λίγους ανθρώπους από τη σκλαβιά του δρόμου. Όπως δεν νοιάστηκε ποτέ –επί της ουσίας- για όσους εξ’ ανάγκης ζητιανεύουν στα πεζοδρόμια. Αυτό το κοινωνικό περιθώριο αφήνει αδιάφορες τις εξουσίες στη χώρα μας, αλλά και τους περισσότερους πολίτες. «Δεν δίνουμε σημασία σε αυτούς τους ανθρώπους και γι’ αυτό δεν υπάρχει Έλληνας Ντοστογιέφσκι» είπε κάποτε σε μια παρέα στη Θεσσαλονίκη ο ποιητής και εκδότης Γιώργος Χρονάς, προβάλλοντας την κατάσταση που υπάρχει με λογοτεχνικούς όρους.

Με αυτά τα δεδομένα οι δήμοι είναι μάλλον καταλληλότεροι να ασχοληθούν με τα προβλήματα των αστέγων από οποιοδήποτε υπουργείο Πρόνοιας, οποιασδήποτε κυβέρνησης και οποιουδήποτε υπουργού. Άλλωστε για την αυτοδιοίκηση το πεδίο της κοινωνικής πολιτικής είναι σαφώς προνομιακό. Το θέμα στην προκειμένη περίπτωση είναι να καταφέρουν οι δήμαρχοι, οι περισσότεροι εκ των οποίων είναι… παλιές καραβάνες και επομένως γνωρίζουν εκ των έσω τις καταστάσεις, να ξεμπλοκάρουν τις γραφειοκρατικές διαδικασίες και τον παραλογισμό ενός κράτους που επιμένει να συγκεντρώνει και διατηρεί θεόκλειστα τα «ορφανά» ακίνητα που συλλέγει. Διότι ανάμεσα στο Κτηματολόγιο, τις διάφορες εταιρείες του Δημοσίου που (δήθεν) ασχολούνται με την περιουσία του ελληνικού κράτους, τα διάφορα υπουργεία, τις υπογραφές και τις σφραγίδες, η μπάλα είναι πολύ εύκολο να χαθεί. Η Κεντρική Ένωση Δήμων Ελλάδος αισιοδοξεί ότι μέχρι το καλοκαίρι η πρωτοβουλία θα αρχίσει να υλοποιείται. Αρχικά με την κατοχύρωση σε δήμους των πρώτων άδειων ακινήτων, που σήμερα δεν ανήκουν, πλέον, κυριολεκτικά σε κανέναν, για να προχωρήσει η ανακαίνισή τους. Είθε του χρόνου τέτοιες μέρες οι άστεγοι στη Θεσσαλονίκη και τις άλλες πόλεις να είναι λιγότεροι. Μακάρι να μην υπάρχει κανείς ανέστιος. Αν εκτός από «το θαύμα των Χριστουγέννων» υπάρχει –όπως πιστεύουν πολλοί- και «το φάντασμα των Χριστουγέννων» δεν χρειάζεται να κοιμάται στο σκληρό παγκάκι, μέσα στο κρύο.  

Χρόνια πολλά!