Skip to main content

Νέα γήπεδα Θεσσαλονίκης: Εντυπωσιακή προοπτική, αμφίβολη βιωσιμότητα

Στη Θεσσαλονίκη το να αποκτήσει κάθε ιστορική ομάδα από ένα, δύο ή τρία γήπεδα είναι εντυπωσιακή προοπτική, αλλά αμφιβόλου βιωσιμότητας.

Ως γνωστόν σε αρκετές χώρες στην Ευρώπη και στην Αμερική ο αθλητισμός πέρα από κοινωνικό ενδιαφέρον συνιστά και μία άκρως αποδοτική οικονομική δραστηριότητα. Οι επαγγελματικές ομάδες –κυρίως στο ποδόσφαιρο και το μπάσκετ- δημιουργούν γύρω τους ένα οικοσύστημα, το οποίο με επίκεντρο τα σύμβολα και το γήπεδο – έδρα της κάθε ομάδας τροφοδοτούν εμπορικές δραστηριότητες και παροχή υπηρεσιών, οι οποίες συγκινούν το κοινό που ανταποκρίνεται μαζικά, και αποφέρουν μεγάλα έσοδα. Είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με έκθεση για το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο που δημοσιοποιήθηκε λίγο πριν ξεσπάσει η πανδημία του κορωνοϊού και αφορά την περίοδο 2016-17, τα ραδιοτηλεοπτικά δικαιώματα αντιστοιχούν κατά μέσο όρο στο 45% των εσόδων των ευρωπαϊκών συλλόγων Α’ κατηγορίας, τα εμπορικά έσοδα (38%) και τα εισιτήρια (17%). Για τα μεγάλα ονόματα του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου –ομάδες από την Αγγλία, την Ισπανία, τη Γερμανία, την Ιταλία και τη Γαλλία-, τη μερίδα του λέοντος έχουν τα εμπορικά έσοδα (49% επί του συνόλου), με τα τηλεοπτικά δικαιώματα να εισφέρουν στα έσοδα σε ποσοστό 32% και τα εισιτήρια να υπολογίζονται στο 19%. Στον όρο «εμπορικά έσοδα» συμπεριλαμβάνονται οι χορηγίες, οι πωλήσεις αναμνηστικών, ρουχισμού και άλλων προϊόντων με το όνομα ή και το λογότυπο του συλλόγου και η παροχή άλλων δικαιωμάτων και υλικού που σχετίζονται με τον σύλλογο, όπως σε εταιρείες βιντεοπαιχνιδιών. Μεγάλη είναι και η αύξηση των εσόδων που αποκομίζουν οι ποδοσφαιρικές εταιρείες από την εμπορική ονοματοδοσία και τη χρήση των χώρων των γηπέδων τους.

Για τη μικρή «πτωχή πλην τίμια» Ελλάδα όλα αυτά είναι πολύ μακρινά. Ακόμη χειρότερα, σε όσες περιπτώσεις εφαρμόζονται κατά κανόνα καταλήγουν καρικατούρες των ευρωπαϊκών. Ούτε καν ανταγωνισμός εντός γηπέδου δεν υπάρχει, αφού η απουσία κανόνων ορθολογισμού και δεοντολογίας οδηγεί στη δημιουργία πρωταθλημάτων πολλών ταχυτήτων, αναλόγως του μπάτζετ και της επιρροής των ομάδων. Οι πλούσιοι, οι μετρίως διαβιούντες και οι πιο φτωχοί σύλλογοι παίρνουν τις θέσεις τους στους βαθμολογικούς πίνακες πριν καν ξεκινήσουν τα πρωταθλήματα, καθώς δεν υπάρχουν περιθώρια για μεγάλες εκπλήξεις. Ακόμη και η διαχείριση των τηλεοπτικών δικαιωμάτων στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο γίνεται τα τελευταία χρόνια από κάθε ομάδα ξεχωριστά και όχι συλλογικά, που λογικά θα απέφερε περισσότερα έσοδα και όπως συμβαίνει στις ανεπτυγμένες χώρες. Άλλωστε πολύ συχνά, ελλείψει σοβαρού ενδιαφέροντος από τους ιδιωτικούς τηλεοπτικούς σταθμούς,  επιστρατεύεται η ΕΡΤ για τη μετάδοση επαγγελματικών πρωταθλημάτων, ώστε να υπάρξουν κάποια έσοδα για την επιβίωση των ομάδων, οι οποίες παίζουν συνήθως σε μισοάδεια γήπεδα και χωρίς τα λεφτά της τηλεόρασης απλώς… δεν υπάρχουν. Με δύο λόγια: στοιχειωδώς σοβαρή αθλητική αγορά στην Ελλάδα δεν έχει δημιουργηθεί, ούτε καν στο ποδόσφαιρο κι έτσι οι μεγάλοι του χώρου ασχολούνται κυρίως με τις ευρωπαϊκές τους υποχρεώσεις, μήπως και καταφέρουν κάτι σε αθλητικό και οικονομικό επίπεδο.  

Σε αυτό το υποβαθμισμένο σκηνικό η Θεσσαλονίκη διεκδικεί πάντα κάποιο ρόλο. Αν και τα τελευταία χρόνια ο ΠΑΟΚ στο ποδόσφαιρο πρωταγωνιστεί, ενώ ανάλογη προσπάθεια γίνεται και από τον Άρη χωρίς χειροπιαστά μέχρι στιγμής αποτελέσματα, η εμπορική διάσταση παραμένει στην καλύτερη περίπτωση μέτρια. Με αυτά τα δεδομένα οι εξαγγελίες για καινούρια γήπεδα, αναβαθμισμένες εγκαταστάσεις και επενδύσεις δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ ακούγονται όμορφες, αλλά προκαλούν εύλογα ερωτηματικά. Σε αυτή τη φάση έχουμε την προοπτική για ανάπλαση του γηπέδου της Τούμπας και την κατασκευή νέου ποδοσφαιρικού γηπέδου στον Άρη, στη λεωφόρο Γεωργικής Σχολής. Πρόκειται για δύο σχεδιασμούς, με αυτονόητες ωφέλειες για τις περιοχές που θα υλοποιηθούν –στην περίπτωση του Άρη και για την περιοχή της Χαριλάου, όπου βρίσκεται σήμερα ανάμεσα σε πολυκατοικίες το γήπεδο «Κλεάνθης Βικελίδης, που θα εγκαταλειφθεί- αλλά με αμφίβολης βιωσιμότητας οικονομικό πλάνο, κάτι που κρίνει μακροπρόθεσμα κάθε εγχείρημα. Αλλά και ο τρίτος της παρέας, ο… εξαφανισμένος από το προσκήνιο τα τελευταία χρόνια Ηρακλής, κατάφερε με τη συμπαράσταση του υπουργείου Οικονομικών να αποδεσμεύσει τα ακίνητα του ερασιτέχνη Γυμναστικού Συλλόγου από ενυπόθηκα βάρη και, πλέον, αναζητά τρόπο για την αξιοποίησή του, ώστε η ποδοσφαιρική ομάδα να αποκτήσει τη δική της φυσική έδρα στη Μίκρα ή στους Χορτατζήδες, δίπλα στο Καυτατζόγλειο, ή κάπου αλλού.  Αυτά τα σχέδια κι αν προκαλούν ερωτηματικά…

Δεν έχει περάσει και τόσος πολύς καιρός από την εποχή που οι ομάδες μπάσκετ της Θεσσαλονίκης πρωταγωνιστούσαν στην Ευρώπη. Για περισσότερα από δέκα χρόνια το μπάσκετ αναπτύσσονταν στο επίκεντρο της κοινωνικής ζωής στη Θεσσαλονίκη, με τις ομάδες της να θριαμβεύουν εντός και εκτός των συνόρων. Με το Παλαί ντε Σπορ να βρίσκεται στο πυρήνα αυτής της έκρηξης, που τελικά οδήγησε σε σχεδιασμούς για την κατασκευή νέων κλειστών γηπέδων, τα οποία (υποτίθεται ότι) θα φιλοξενούσαν τους μελλοντικούς θριάμβους και συγχρόνως θα αποτελούσαν πόλο έλξης για τους νεότερους να ασχοληθούν με τον αθλητισμό. Μάλιστα ένα από αυτά τα σχεδία για το κλειστό της Πυλαίας υλοποιήθηκε. Το επονομαζόμενο «Παλατάκι», η έδρα του μπασκετικού ΠΑΟΚ, κτίστηκε με λεφτά του δημοσίου και συντηρείται από την πρώτη στιγμή με ανάλογο τρόπο. Παρ’ όλα αυτά προκάλεσε γκρίνιες στο στρατόπεδο του Άρη, οι άνθρωποι του οποίου είχαν ανάλογα σχέδια για την ομάδα τους. Οι μελλοντικοί θρίαμβοι δεν ήρθαν ποτέ και από τη στιγμή που εγκατέλειψαν το χώρο ορισμένοι μεγαλοεπιχειρηματίες που χρηματοδοτούσαν τις ομάδες, το ελληνικό πρωτάθλημα εξέπεσε σε ένα από τα πλέον υποβαθμισμένα στην Ευρώπη. Η απουσία ουσιαστικής αθλητικής κουλτούρας και η έλλειψη οποιασδήποτε σοβαρής τεχνοκρατικής αντίληψης, οδήγησαν το άστρο του Γκάλη, του Γιαννάκη, του Πρέλεβιτς και των άλλων παιδιών να σβήσει.

Στην Ελλάδα –και τη Θεσσαλονίκη ειδικότερα- το να αποκτήσει κάθε ιστορική ομάδα από ένα, δύο ή τρία γήπεδα είναι εντυπωσιακή προοπτική, αλλά αμφιβόλου βιωσιμότητας. Διότι στον αθλητισμό –και ιδίως στον επαγγελματικό αθλητισμό- πριν από τις εγκαταστάσεις προηγείται η προσπάθεια δημιουργίας καλής ομάδας, η οποία θα αγωνίζεται σε κάποιο ανταγωνιστικό πρωτάθλημα, ώστε η προσέλευση του κόσμου να εξαντλήσει τις δυνατότητες των υφιστάμενων γηπέδων. Έπεται, δε, η διασφάλιση της προσπάθειας για διαρκή βελτίωση αυτής της ομάδας και των ανταγωνιστικών διοργανώσεων που μετέχει, ώστε οι επενδύσεις στα νέα γήπεδα να μπορούν να αποσβεστούν. Σε περίπτωση που δεν καλύπτονται με σχετική ασφάλεια αυτές οι προϋποθέσεις πρόκειται για σχέδια που έχουν «κοντά ποδάρια». Δημιουργούν ενθουσιασμό –τα πλήθη πάντα θα γοητεύονται από τις αρένες και την προοπτική των μαχών που θα φιλοξενηθούν σε αυτές- και γι’ αυτό όταν τα σχέδια ματαιώνονται και οι προοπτικές εκπίπτουν υπάρχει μεγάλη απογοήτευση και συχνά ακόμη μεγαλύτερες «μαύρες τρύπες». Διότι η απόδοση της αξιοποίησης ακινήτων, όπως βαφτίζεται η συγκεκριμένη δραστηριότητα, αφενός έχει όρια και αφετέρου απαιτεί όρους μαζικότητας και προϋποθέσεις γοητείας, που στην Θεσσαλονίκη δεν υπάρχουν, τουλάχιστον αυτή τη στιγμή.

ΥΓ. Πριν από χρόνια ένας διακεκριμένος Έλληνας επιχειρηματίας, ο Ευάγγελος Μυτιληναίος, μετά την εμπλοκή του με τον ποδοσφαιρικό Ηρακλή, την οποία πλήρωσε με αρκετά χρήματα, είχε πει ότι η Θεσσαλονίκη «σηκώνει» μία ομάδα. Προφανώς εννοούσε το μέγεθος και τη δυναμική της πόλης. Τότε οι αντιδράσεις υπήρξαν έντονες, με βασικό επιχείρημα τη διακριτή ιστορία κάθε συλλόγου. Από αυτό το σημείο, όμως, μέχρι να θέλει η κάθε ομάδα να έχει τα δικά της ολοκαίνουρια γήπεδα η απόσταση είναι μεγάλη. Φαινόμενο μικρομεγαλισμού. Και ανάλογη νοοτροπία. Είναι χαρακτηριστικό, ως αντιδιαστολή, το παράδειγμα του Μιλάνου, που έχει δύο ποδοσφαιρικές ομάδες σε κορυφαίο ευρωπαϊκό επίπεδο, την Ίντερ και τη Μίλαν, οι οποίες έχουν κοινή έδρα το στάδιο «Τζουζέπε Μεάτσα», που παλαιότερα λεγόταν «Σαν Σίρο» και ανήκει στο δήμο του Μιλάνου. Αυτή που διανύουμε είναι μάλλον η τελευταία σεζόν που οι δύο ομάδες αγωνίζονται σε αυτό, καθώς προγραμματίζουν να κτίσουν από κοινού –προσοχή στο από κοινού- ένα μεγαλύτερο, χωρητικότητας 60.000 θεατών, κάπου κοντά στο σημερινό.  

ΥΓ2. Οι συνεργασίες ούτε κυλούν στο αίμα των Ελλήνων, ούτε αποτελούν το φόρτε του χαρακτήρα της φυλής. Το κράτος δίνει κίνητρα στους πολύ μικρούς, τους μικρούς και τους μικρομεσαίους για να συνενωθούν δια της συγχωνεύσεως, ώστε να μην καταστραφούν πλήρως και να καταφέρουν να επιβιώσουν, αλλά η ανταπόκριση είναι απειροελάχιστη. Σε μία οικονομία που παραμένει κρατικοδίαιτη, υπό την έννοια ότι σχεδόν το μισό ΑΕΠ παράγεται από το ελληνικό δημόσιο, ενώ η αγορά τροφοδοτείται συστηματικά με τα ευρωπαϊκά δισεκατομμύρια, σε πολλές περιπτώσεις ο ορθολογισμός του ιδιωτικού τομέα είναι κάτι σχετικό.