Skip to main content

Τρία συμπεράσματα για την ελληνική οικονομία από την κρίση της πανδημίας

Η χώρα μας οφείλει να… διορθώσει την οικονομία της σε τρία βασικά επίπεδα - Τα χρήσιμα συμπεράσματα από την κρίση της πανδημίας.

Τα μεγάλα προβλήματα που έχει δημιουργήσει η κρίση της πανδημίας στην ελληνική οικονομία -όπως και σε όλες τις οικονομίες του πλανήτη- προσφέρονται για χρήσιμα συμπεράσματα. Διότι πέραν της ανάγκης να αντιμετωπιστούν κατά το δυνατόν και άμεσα οι συνέπειες, ώστε επιχειρήσεις, εργαζόμενοι, αλλά και το ίδιο το κράτος να φτάσουν ακμαίοι στην επόμενη ημέρα της ανάκαμψης, από εδώ και στο εξής θα πρέπει πάντα να υπάρχει η προετοιμασία για το ξαφνικό αρνητικό σενάριο που πιθανόν να συμβεί.

Πέρσι τέτοια μέρα, στις 15 Φεβρουαρίου του 2020, στην Ελλάδα η προσδοκία ήταν για μεγάλη ανάκαμψη, ώστε η χώρα να αρχίσει να ξεπερνάει τις συνέπειες της πολυετούς ύφεσης της δεκαετίας του 2010. Κανείς δεν φανταζόταν ότι λίγες ημέρες μετά η κοινωνία θα έμπαινε σε μια πρωτοφανή περιδίνηση διαστάσεων παγκοσμίου πολέμου και ότι η ελληνική οικονομία θα έκαιγε σε 12 μήνες περί τα 35 δισ. ευρώ -το 20% του ΑΕΠ- απλώς και μόνο για να σταθεί όρθια, χωρίς ακόμη να είναι κάποιος σε θέση να υπολογίσει με ακρίβεια που θα κάτσει η μπίλια και πως θα εξελιχθεί η επόμενη ημέρα.

Στη μεγάλη εικόνα το βέβαιον είναι ότι η χώρα μας οφείλει να… διορθώσει την οικονομία της σε τρία βασικά επίπεδα, κάτι που το καταλάβαμε χωρίς να το εφαρμόσουμε και στην περίοδο 2010 – 2018. Τρία είναι τα κύρια σημεία:

Πρώτον, βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και αύξηση της παραγωγικότητας. Αυτό σημαίνει αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου και αναπροσανατολισμός των επενδύσεων στην καινοτομία και την εξωστρέφεια. Είναι σαφές ότι μια εσωστρεφής οικονομία 11 εκατ. ανθρώπων, που ο ένας νομίζει ότι θα επιζήσει εξυπηρετώντας τους υπόλοιπους δεν είναι βιώσιμη. Η Ελλάδα δεν είναι αυτάρκης πουθενά, ακόμη και στα χρόνια της ύφεσης παρέμεινε εισαγωγική χώρα σχεδόν στα πάντα και μόνο λόγω της ανάπτυξης του τουρισμού κατάφερε να κρατήσει το εμπορικό της ισοζύγιο σε μια κάπως ανεκτή κατάσταση.    

Δεύτερον, προσαρμογή στην εποχή της 4ης βιομηχανικής επανάστασης, δηλαδή στον ψηφιακό κόσμο, ο οποίος καλύπτει από την παραγωγή, το εμπόριο, τις υπηρεσίες και την εξ’ αποστάσεως εργασία, μέχρι την εκπαίδευση, την υγεία, τις σχέσεις των πολιτών με το δημόσιο και κάθε άλλη πτυχή της καθημερινότητας. Το Δημόσιο, λόγω της πανδημίας έχει κάνει σοβαρά βήματα τον τελευταίο χρόνο προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά οι παρατηρήσεις ότι σε πολλές περιπτώσεις αλλάζουν τα μέσα και ο τρόπος, αλλά όχι η λογική, δηλαδή κακές συνήθειες της παραδοσιακής γραφειοκρατίας μεταφέρονται στον ψηφιακό κόσμο, είναι πολλές και πληθαίνουν καθημερινά. Επίσης, το ελληνικό κράτος, που έχει προγραμματίσει να διαθέσει τα επόμενα 13 δισ. ευρώ για μεγάλα δημόσια έργα (δρόμοι, γεφύρια κ.λπ.), δεν δείχνει να βιάζεται να υλοποιήσει προγράμματα που θα συμβάλλουν στον ψηφιακό μετασχηματισμό της χώρας και της οικονομίας, με πρώτο και καλύτερο το γρήγορο ίντερνετ παντού, από τα κορφοβούνια μέχρι τα μικρά νησιά και από τα σπίτια και τα σχολεία, μέχρι τις επιχειρήσεις και τα πανεπιστήμια. Όσο για τον ιδιωτικό τομέα, ιδιαίτερα τους μικρομεσαίους, η εικόνα είναι απογοητευτική. Κάτι που αντικατοπτρίζεται με καθαρότητα στα θέματα του ηλεκτρονικού εμπορίου, από το οποίο οι περισσότερες ελληνικές επιχειρήσεις ελάχιστα ωφελήθηκαν την περίοδο των lockdowns, λόγω ελλείψεως των κατάλληλων υποδομών, δηλαδή των e-shops. ΣΕ λίγες ημέρες ανοίγει ένα πρόγραμμα χρηματοδότησης κατά 100% για τη δημιουργία e-shops για περίπου 18.000 μικρομεσαίες επιχειρήσεις, κάτι που είναι σημαντικό αλλά δεν φτάνει. Ενίοτε ο ιδιωτικός τομέας οφείλει να βάζει το χέρι στην τσέπη, ιδιαίτερο όταν πρόκειται για την προοπτική του αύριο.  

Τρίτον, μια χώρα -εν προκειμένω η Ελλάδα- οφείλει να έχει υγιή δημόσια οικονομικά, όχι μόνο για να προσφέρει ένα ασφαλές και αποδοτικό περιβάλλον στους πολίτες και τις επιχειρήσεις, αλλά και για να στηρίζει την κοινωνία στα δύσκολα. Η σημερινή κυβέρνηση που κλήθηκε να διαχειριστεί την κρίση της πανδημίας μπορεί να κάνει πολλά -ακόμη και οι πιο μικρόψυχοι το αναγνωρίζουν αυτό-, αλλά σίγουρα υπολείπεται των ανεπτυγμένων οικονομιών της Ευρωζώνης, που κάνουν ακόμη περισσότερα. Άλλωστε ήδη η επιβάρυνση του δημοσίου χρέους είναι μεγάλη -έχει ξεπεράσει κατά πολύ το 200%-, απλώς στις μέρες μας τα πολύ χαμηλά επιτόκια παγκοσμίως ευνοούν. Η χώρα μας -ως μη όφειλε- έχει πολύ μεγάλο κομμάτι μαύρης, αδήλωτης οικονομίας και γκρίζας εργασίας, κάτι που σημαίνει αφενός φτωχά δημόσια ταμεία και αφετέρου αναποτελεσματικότητα στην άσκηση κοινωνικής πολιτικής, αφού τα μέτρα στήριξης δεν βασίζονται σε πραγματικά στοιχεία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το οποίο αναδείχθηκε το 2020 λόγω της οικονομικής κρίσης της πανδημίας, είναι η εστίαση.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών και της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων το 2019 ο τζίρος των επιχειρήσεων του κλάδου της εστίασης ήταν 6,4 δισ. ευρώ. Το 2020, όταν επί τέσσερις – πέντε μήνες όλες οι επιχειρήσεις ήταν κλειστές στο βασικό κομμάτι της δραστηριότητας τους και εξυπηρετούσαν μόνο μέσω take away και delivery ο τζίρος τους διαμορφώθηκε σε 1,8 δισ. ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι χάθηκε τζίρος 1,8 δισ. ευρώ, την ώρα που οι συνολικές ενισχύσεις -όπως υποστηρίζει το ΥΠΟΙΚ- ήταν 1,9 δισ. ευρώ, χωρίς στο ποσό αυτό να συμπεριλαμβάνονται και άλλου είδους ενισχύσεις, όπως τα μειωμένα ενοίκια ή η πλήρης απαλλαγή από αυτά, η μείωση του ΦΠΑ, οι αμοιβές ειδικού σκοπού που είχαν δοθεί στην αρχή, η μείωση της προκαταβολής φόρου εισοδήματος κ.ά. Αυτή η εικόνα δεν μπορεί παρά να σημαίνει δύο πράγματα. Κατ’ αρχήν ότι υπάρχει ανισότητα καθώς υπάρχουν επιχειρήσεις που πήγαν καλά μέσα στην πανδημία -για παράδειγμα όσες μπορούσαν επαρκώς να εξυπηρετήσουν από απόσταση-, αλλά και πάρα πολλές που δεν πήγαν καθόλου καλά. Η δεύτερη αντικειμενική πραγματικότητα είναι ότι ο κλάδος της εστίασης περιλαμβάνει ένα μη δηλωμένο κομμάτι, το οποίο, όντως, δημιουργεί πραγματικό πρόβλημα στις επιχειρήσεις που αφορά και δεν μπορούν να δείξουν -πολύ περισσότερο να αποδείξουν- τις απώλειές τους για να αποζημιωθούν. Κι εδώ που τα λέμε είναι υπερβολικό έως παράλογο, να ζητούν πλήρη κάλυψη από το κράτος, επιχειρήσεις που κρύβουν τζίρο, εισοδήματα κι εργαζομένους, δηλαδή αποφεύγουν να πληρώσουν εφορία και ασφαλιστικά ταμεία.

Επειδή -όπως όλοι, πλέον κατανοούν- τζάμπα χρήμα δεν υπάρχει, τουλάχιστον στη μορφή που πολλοί ονειρεύονται ως χαρτοπόλεμος από τον ουρανό, οι δρόμοι για την οικονομία δεν είναι πολλοί. Καθώς, μάλιστα, η Ελλάδα γιορτάζει φέτος τα 200 χρόνια από την Επανάσταση που οδήγησε στην εκπλήρωση του οράματος των σκλαβωμένων για τη δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους, η συγκυρία είναι κατάλληλη, ώστε να συζητήσουμε με σύγχρονους όρους για την ολοκλήρωση μιας αρχής που έγινε, αλλά με πολλούς τρόπους έμεινε μισοτελειωμένη. Δυστυχώς η χώρα μας απέχει από το συμμετέχει με όρους ισοτιμίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τους άλλους διεθνείς οργανισμούς που μετέχει λόγω των οικονομικών της. Διότι είναι βέβαιον ότι η οικονομική, παραγωγική και τεχνολογική εξάρτηση, που μεταφράζεται σε Μνημόνια, τα οποία μπορεί να λέγονται αλλιώς, δεν συνάδουν με το όραμα του 1821. Έχουν περάσει δύο αιώνες!