Skip to main content

Lockdown στη Θεσσαλονίκη: Οι μαγκιές πληρώνονται - Και οι καθυστερήσεις επίσης

Στη Θεσσαλονίκη - που δήθεν αγωνίζεται να αποτινάξει από επάνω της το προσωνύμιο «φραπεδούπολη» - οι χαλαροί έβαλαν στο λούκι όλη την πόλη.

Οι εξυπνάδες και οι μαγκιές πληρώνονται. Βέβαια στην Ελλάδα, λόγω συστήματος, συχνά οι… ξύπνιοι μετακυλούν τον λογαριασμό στους χαζούς που είναι… περισσότεροι. Οι φοροφυγάδες στον προϋπολογισμό, δηλαδή σε όλους μας. Οι ράθυμοι της δουλειάς στους εργατικούς συναδέλφους τους. Οι καθ’ έξιν λουφαδόροι «ντύθηκαν» επαγγελματίες πανικόβλητοι, βρήκαν δικαιολογία τον κορωνοϊό και παράτησαν τα πάντα σε κάποιους άλλους, αδιάφορο σε ποιούς.

Στη Θεσσαλονίκη -που δήθεν αγωνίζεται να αποτινάξει από επάνω της το προσωνύμιο «φραπεδούπολη», αλλά το μόνο που καταφέρνει είναι να το επιβεβαιώνει- οι πλέον χαλαροί έβαλαν στο λούκι ολόκληρη την πόλη, που ζει πρωτόγνωρες στιγμές. Πάσης φύσεως, φύλου και ηλικίας καφενόβιοι, γηπεδόβιοι, μπαρόβιοι, μπυρόβιοι, νυχτόβιοι και λοιποί ξεσάλωσαν τις τελευταίες εβδομάδες σα να ερχόταν η συντέλεια του κόσμου –για ορισμένους το έστω προσωρινό τέλος των πάρτι σηματοδοτεί τα ύστερα του κόσμου-, με αποτέλεσμα κάθε μέρα η επιδημία να εξαπλώνεται επιθετικά. Οι ασθενείς και τα θύματα να πολλαπλασιάζονται. Ο πόνος, η αγωνία και η θλίψη να βρίσκονται στο κατακόρυφο.

Και τα περιοριστικά μέτρα να αυξάνονται, προσθέτοντας δίπλα στα θύματα της υγειονομικής κρίσης ανθρώπους τραυματισμένους από την οικονομική ύφεση. Παρά το γεγονός ότι τα επιδημιολογικά δεδομένα στη Θεσσαλονίκη ήταν πολύ χαμηλά μέσα στο καλοκαίρι, όσοι κυκλοφορούν συστηματικά στην πόλη γνωρίζουν ότι ένα σημαντικό ποσοστό των κατοίκων της ζούσε επί της ουσίας σα να μη συμβαίνει τίποτα. Κάπως έτσι δημιουργήθηκε πρόβλημα στη Χαλκιδική –στα καλοκαιρινά πάρτι των 3000 ατόμων οι θαμώνες δεν ήταν ντόπιοι- και στις Σέρρες, αφού όπως καταγγέλλουν οι Σερραίοι το κλείσιμο της διασκέδασης στη Θεσσαλονίκη στις 12 τα μεσάνυχτα, οδήγησε πολλούς μερακλήδες να κάνουν 180 χιλιόμετρα πήγαινε – έλα για να διασκεδάσουν ως το πρωί. Είναι οι ίδιοι ή κάποιοι σαν κι αυτούς που επέμεναν να κατακλύζουν τα βράδια το Πανεπιστήμιο, την περιοχή της Αρχαίας Αγοράς και τις άλλες πλατείες του κέντρου και των συνοικιών της Θεσσαλονίκης, σε αυτοσχέδια υπαίθρια πάρτι – αντίσταση στον κορωνοϊό.

Πολλά απ’ όσα συμβαίνουν τους τελευταίους μήνες, αλλά και πολλές κοινωνικές και ατομικές αντιδράσεις που ζούμε στη Θεσσαλονίκη μοιάζουν βγαλμένες από το πεδίο του παραλόγου. Σήμερα το ένα και κάτι παραπάνω εκατομμύριο των κατοίκων είναι τελείως αποκλεισμένοι. Είτε διότι για κάποιους ψεκασμένους κορωνοϊός δεν υπάρχει και όλα τα κάνει ο Μπιλ Γκέιτς για να τα οικονομήσει και το κατεστημένο των ΗΠΑ για να χάσει την προεδρία ο Ντόναλντ Τραμπ, είτε επειδή το κοινωνικό και οικονομικό προφίλ της Θεσσαλονίκης έχει παραδοθεί στην περίφημη εστίαση, στο φαγητό και στη διασκέδαση. Διότι κάποιοι τη βλέπουν, την καμαρώνουν και την προωθούν σαν ένα τεράστιο λούνα παρκ. Περίπου σαν ένα Λας Βέγκας των Βαλκανίων, όπου οι μισοί τρώνε, πίνουν και χορεύουν όλη νύχτα και οι υπόλοιποι λιάζονται με έναν καφέ στο χέρι όλη μέρα και ονειρεύονται να καταφέρουν να τρώνε, να πίνουν και να χορεύουν όλη νύχτα. Δυστυχώς γι’ αυτούς σε σχέση με το αυθεντικό Λας Βέγκας της Νεβάδα, η Θεσσαλονίκη δεν έχει καζίνα, δεν έχει παστορες – μαφιόζους να παντρεύουν μεθυσμένους, ούτε έχει «φυτρώσει» σε κάποια έρημο. Κουβαλάει μια ιστορική διαδρομή 23 αιώνων και κάτι. Ενδεχομένως ως βαρίδιο…

Προφανώς η Θεσσαλονίκη δεν είναι τίποτα απ’ όσα φαντάζονται όσοι βγάζουν ή σκορπούν λεφτά με το να σκέφτονται με τον συγκεκριμένο τρόπο. Εκείνο, όμως, που έχει σήμερα σημασία –πέρα από κάθε πλάκα, μέσω της οποίας συχνά λέγονται τα πιο σοβαρά και ουσιώδη πράγματα- είναι ότι καθημερινά όλο και περισσότεροι από τους αρνητές πείθονται ότι ο κορωνοϊός υπάρχει. Μπορεί να μην μας κυνηγάει σε κάθε δρόμο και κάθε γωνία, αλλά αν τον περιφρονήσουμε θα κάνει μεγάλη ζημιά. Στη Θεσσαλονίκη κάνει ήδη. Όπως και σε πολλά άλλα μέρη. Υγειονομική, οικονομική, κοινωνική. Για τους λίγους, την πληρώνουν οι περισσότεροι. Όσοι πεθαίνουν. Όσοι αρρωσταίνουν. Όσοι δυσκολεύονται οικονομικά λόγω της αδράνειας. Όσοι χάνουν τις δουλειές τους. Όσοι χάνουν τα μαθήματά τους. Τι να σου κάνει ένας Κικίλιας –που θα μπορούσε να κάνει πολύ περισσότερα πιο έγκαιρα- και ένας Χρυσοχοϊδης –που δείχνει ότι επαναπαύεται στη δόξα από τη σύλληψη της -, μπροστά στο τσουνάμι ανευθυνότητας, γελοιότητας και βλακείας που χτύπησε τη Θεσσαλονίκη;

Αλλά δεν είναι μόνο οι δύο υπουργοί, που ήταν χθες στη Θεσσαλονίκη για να δώσουν χαρακτήρα κατεπείγοντος στην κατάσταση. Είναι η συνολική αντιμετώπιση του θέματος από την κυβέρνηση, που στο δεύτερο κύμα της πανδημίας, –σε αντίθεση με ότι έκανε την Άνοιξη- είναι διστακτική και καθυστερημένη κατ’ επανάληψη. Όχι μόνο για τη Θεσσαλονίκη, αλλά για όλη τη χώρα. Οι χθεσινές εξαγγελίες Χαρδαλιά για την απαγόρευση της κυκλοφορίας –με εξαιρέσεις ως συνήθως- και την τηλεργασία ήταν… χλωμές. Δεν προσθέτουν τίποτα στην εικόνα. Την ώρα που το τσουνάμι του κορωνοϊού αυξάνεται με τρομακτική ταχύτητα –έτσι λένε οι επιστήμονες- η αντίδραση εκδηλώνεται με βηματάκια. Η Πολιτική Προστασία εξήγγειλε χθες ημίμετρα, τα οποία πιθανόν να ενισχυθούν και πάλι τις επόμενες ημέρες, μπερδεύοντας τους πολίτες. Έστω όσους θέλουν να μπερδευτούν. Και θολώνοντας το μήνυμα. Άλλωστε και μόνο η κίνηση στους δρόμους –όλοι ζήσαμε και τα δύο lockdown- αποδεικνύει ότι τον περασμένο Μάρτιο και Απρίλιο, κάτι σοβαρό έγινε, σε αντίθεση με σήμερα.

ΥΓ. Ήταν στο μακρινό 1986, όταν ο αξέχαστος Τζίμης Πανούσης προσπαθούσε να υπαινιχθεί –με τον τρόπο του- ότι κάτι δεν πάει καλά, αλλά ποιος να ακούσει ένα τύπο με μακριά μαλλιά και μούσια, ο οποίος –επιπλέον- δεν κρατούσε στα χέρια κάποια αναγνωρίσιμη σημαία, έστω του… ΠΑΟΚ ή του Ολυμπιακού!

«Τρίζουν τα κόκαλα του Μακρυγιάννη /
του Μπαρμπαγιάννη του Κανατά /
κάτι ξενέρωτοι Αμερικάνοι, /
κάτι ροκάδες του κερατά, /
πήραν φαλάγγι μπαγλαμάδες και μπουζούκια /
μα δεν πειράζει, πατριώτες, είμαστε εφτάψυχοι. /

Πόσο θ' αντέξουνε ο Μάρκος κι ο Τσιτσάνης /
δεν έχουν κάνει ούτε ένα βιντεοκλίπ, /
σαν τα κοράκια σού χυμάνε, όταν πεθάνεις /
οι κομπανίες με τους πράκτορες της ΚΥΠ /
Γίναν οι μάγκες φεμινίστριες με ταγάρια, /
μα δεν πειράζει, πατριώτες, είμαστε εφτάψυχοι.

Με σέξυ πόζες κοριτσιών στην Ελασσόνα /
με Παλαιστίνιο εραστή εκτελεστή /
θα καβαλήσουμε κι ετούτο το χειμώνα /
μπροστά στην τηλεοπτική μας θαλπωρή, /
σαν τους ανάπηρους που βλέπουνε αγώνα /
μα δεν πειράζει, πατριώτες, είμαστε εφτάψυχοι. /

Φράνσις Φορντ Κόπολα /
Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ /
και ξερό ψωμί.»