Skip to main content

Θεσσαλονίκη: Πάγωμα του νομοσχεδίου για ΕΣΥ και ιδιωτικό τομέα ζητεί ο Ιατρικός Σύλλογος

Τις ενστάσεις τους σχετικά με συγκεκριμένες διατάξεις του νόμου που κατατέθηκε στη Βουλή εξέφρασαν μέλη του δ.σ. του συλλόγου σε συνέντευξη Τύπου

Έκκληση στην κυβέρνηση να παγώσει έστω και την τελευταία στιγμή το νομοσχέδιο του υπουργείου Υγείας για τη δευτεροβάθμια περίθαλψη, που εισήχθη σήμερα στην ολομέλεια της Βουλής απηύθυνε ο Ιατρικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης.

Σε συνέντευξη Τύπου που παραχώρησαν σήμερα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, ο πρόεδρος του ΙΣΘ, Νίκος Νίτσας, εξέφρασε ενστάσεις για μία σειρά ζητημάτων που έχουν να κάνουν με το μισθολογικό των γιατρών, τα άρθρα 7 και 10 που δίνουν τη δυνατότητα στους γιατρούς του ΕΣΥ να απασχολούνται στον ιδιωτικό τομέα, καθώς επίσης τη δημιουργία κέντρων φυσικού τοκετού.

Ο κ. Νίτσας τόνισε ότι για την αναβάθμιση του υποστελεχωμένου ΕΣΥ πρέπει να γίνουν άμεσα προσλήψεις και παράλληλα το προσωπικό να αμείβεται αξιοπρεπώς. Επανέλαβε τις προτάσεις του συλλόγου, που διατυπώθηκαν και στην τελευταία έκτακτη συνεδρίαση του δ.σ. για επαναφορά των μισθών του Εθνικού Συστήματος Υγείας τουλάχιστον στα προ κρίσης επίπεδα σε εφαρμογή των σχετικών δικαστικών αποφάσεων, σημειώνοντας ότι είναι υποπολλαπλάσιοι συγκριτικά με τις απολαβές γιατρών ευρωπαϊκών χωρών με ανάλογο ΑΕΠ της Ελλάδας και «αιμοδότηση» με προσλήψεις νέων γιατρών. Όπως είπε, οι γιατροί του ΕΣΥ εργάζονται σε καθεστώς «κόκκινου συναγερμού» και πρόσθεσε ότι πρέπει να δοθούν κίνητρα στους νέους γιατρούς, ώστε να μην εγκαταλείπουν τη χώρα. «Το ΕΣΥ είναι ένα σύστημα διευθυντών, ένα γερασμένο σύστημα από το οποίο λείπει ο νέος γιατρός», είπε χαρακτηριστικά και πρόσθεσε ότι «κανείς νέος δεν θα μπει με το ανασφαλές συμβόλαιο του επικουρικού».

Σε ό,τι αφορά τα επίμαχα άρθρα 7 και 10 ο κ. Νίτσας ανέφερε πως η αλλαγή των εργασιακών σχέσεων θα δημιουργήσει δύο ταχύτητες γιατρών στο ΕΣΥ και ενδεχομένως να επιφέρει καθυστερήσεις στην εξυπηρέτηση των ασθενών στο ΕΣΥ. Σημείωσε πως αντίστοιχη μετατροπή θα πρέπει να υπάρχει και για τους ιδιώτες που θέλουν να απασχοληθούν στο ΕΣΥ και τόνισε πως σε κάθε περίπτωση «οποιαδήποτε αλλαγή στις εργασιακές σχέσεις πρέπει να είναι προϊόν εκτενούς διαλόγου με τους ιατρικούς συλλόγους και τον Πανελλήνιο Ιατρικό Σύλλογο».

Ο κ. Νίτσας καταλόγισε εμμονή στην κυβέρνηση σε ορισμένες θέσεις, ενώ επισήμανε πως «στις δημοκρατίες δεν υπάρχουν αδιέξοδα» και κάλεσε την Πολιτεία να ακούσει έστω και τώρα τους γιατρούς.

Για τα κέντρα φυσικού τοκετού

Ειδική αναφορά έκανε για τη διάταξη για τη δημιουργία των κέντρων φυσικού τοκετού, όπου θα γίνονται γέννες από μη γιατρούς και προανήγγειλε σχετική ημερίδα, προκειμένου να γίνει εκτεταμένη συζήτηση για το θέμα.

Στο σοβαρό αυτό ζήτημα αναφέρθηκε και η μαιευτήρας – γυναικολόγος, μέλος του δ.σ. του ΙΣΘ, Βιολέττα Βαΐτση, η οποία επισήμανε ότι ήδη η Ελληνική Μαιευτική και Γυναικολογική Εταιρεία έχει τοποθετηθεί ότι η έκφραση φυσικός τοκετός δεν υφίσταται. Όπως είπε, τα κέντρα προβλέπεται να ιδρυθούν σε δημόσιες ή ιδιωτικές δομές, αλλά και σε ανεξάρτητα κέντρα μακριά από νοσοκομεία, τη στιγμή που ένα μαιευτικό επείγον πρέπει να αντιμετωπιστεί το πολύ μέσα σε 2 ή 3 λεπτά. Παρέθεσε μάλιστα το παράδειγμα της Βρετανίας, όπου το μοντέλο αυτό εφαρμόζεται για λόγους οικονομίας τα τελευταία 20 χρόνια. Η κ. Βαΐτση τόνισε ότι το μέτρο έχει αποτύχει, όπως φαίνεται από τα ποσοστά επιπλοκών και θανάτων και το γεγονός ότι η χώρα έχει τα χειρότερα ποσοστά περιγεννητικής υγείας. Πρόσθεσε, δε, ότι τελικά η πρωτοβουλία αυτή κόστισε παραπάνω στο σύστημα υγείας. «Τίθεται θέμα αξιοπρέπειας και ασφάλειας», είπε, σημειώνοντας ότι δεν γίνεται ασφαλής τοκετός χωρίς μαιευτήρα ή αναισθησιολόγο, όπως και κατ οίκον μαιευτική φροντίδα από μη εξειδικευμένο προσωπικό, ειδικά στις δύσκολες εγκυμοσύνες.

Για «σχέδιο νόμου ευκαιριών που χρειάζεται βελτιώσεις» έκανε λόγο ο ειδικός γραμματέας νέων γιατρών του ΙΣΘ, Κωνσταντίνος Λάλλας, ο οποίος κατέθεσε συγκεκριμένες προτάσεις που θα αποτελέσουν κίνητρα για την παραμονή των ειδικευομένων στο ΕΣΥ, όπως αποσύνδεση της υπηρεσίας υπαίθρου από τη λήψη ειδικότητας, αυστηρή τήρηση βιβλιαρίου εκπαίδευσης, δημιουργία ανεξάρτητου συστήματος αξιολόγησης των κλινικών που παρέχουν εκπαίδευση και μέτρα για τη βελτίωση των κλινικών δεξιοτήτων.