Skip to main content

Θεσσαλονίκη: Το μακεδονικό ρύζι ανακτά τη χαμένη αγορά της Μέσης Ανατολής

Μέσα σε λίγα χρόνια η αδιαμφισβήτητη ποιότητα του ελληνικού ρυζιού κατάφερε να επαναφέρει την εμπιστοσύνη στις χώρες της Μέσης Ανατολής

Δυναμική φαίνεται πως είναι η επιστροφή του ελληνικού ρυζιού στις διεθνείς αγορές και ειδικά στις τρίτες χώρες, αφού οι επαφές παραγωγών και εμπόρων κατάφεραν να επαναφέρουν την αίγλη του αγροτικού προϊόντος που σε ποσοστό 55% παράγεται στη Θεσσαλονίκη και κατά 70% στην Κεντρική Μακεδονία.

Αυτή τη διαπίστωση έκανε ο πρόεδρος της Εταιρικής Αγροτικής Σύμπραξης Θεσσαλονίκης, Χρήστος Τσιχήτας, κατά την παρουσίασης της δεύτερης χρονιάς του τριετούς προγράμματος EU Rice που υλοποιείται από την Αγροτική Εταιρική Σύμπραξη Θεσσαλονίκης και τη Ρυθμιστική Αρχή ρυζιού ΠΟΠ Βαλένθια (Consejo Regulador De la DOP Arroz de Valencia), με στόχο να ευαισθητοποιήσει και να ενημερώσει τους καταναλωτές και τους παραγωγούς ότι το ρύζι που παράγεται στην Ευρώπη είναι ένα προϊόν ασφαλές, που καλλιεργείται τηρώντας τους αυστηρούς Ευρωπαϊκούς Κανονισμούς.

«Πριν λίγα χρόνια όταν προσπαθήσαμε να πραγματοποιήσουμε επαφές στη Μέση Ανατολή, κυρίως στην Ιορδανία ώστε να επαναφέρουμε τις άλλοτε κραταιές μας εξαγωγές εκεί, βρήκαμε έναν τοίχο, γιατί είπαν ότι το ελληνικό ρύζι ήταν ακατάλληλο», σημείωσε ο κ. Τσιχήτας.

Ωστόσο μέσα σε λίγα χρόνια η αδιαμφισβήτητη ποιότητα του ελληνικού ρυζιού κατάφερε να επαναφέρει την εμπιστοσύνη στις χώρες της Μέσης Ανατολής και συγκεκριμένα σε βάθος τριετίας. Άλλωστε το παραγόμενο μεσόσπερμο ρύζι της χώρας μας εξάγεται κατά 80% και όπως τόνισαν έμποροι και παραγωγοί, η Μέση Ανατολή, (Ιορδανία, Λίβανος, Ισραήλ και Ντουμπάι) είναι μια μεγάλη αγορά με υψηλή κατ’ άτομο κατανάλωση που έχουν ανάγκη οι ελληνικές εξαγωγές.

Το συνάλλαγμα δε που φέρνει το προϊόν ετησίως από τις εξαγωγές αγγίζει τα 100 εκατ. ευρώ, καθιστώντας το ρύζι μια από τις ναυαρχίδες του πρωτογενούς τομέα.

Ο ανταγωνισμός και η κλιματική αλλαγή

Αν και οι οιωνοί για την ορυζοκαλλιέργεια φαντάζουν θετικοί, τα προβλήματα που υπάρχουν είναι σημαντικά και χρήσουν άμεσης αντιμετώπισης.

Χαρακτηριστική ήταν η επισήμανση που πραγματοποίησε στην εκδήλωση του EU Rice ο Τάσος Πιστιόλας, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΕΥ.ΓΕ, Πιστιόλας ΑΒΕΕ (Agrino), ότι αντίπαλος του ελληνικού ρυζιού δεν είναι κατά βάση οι εισαγωγές (η χώρα μας καταναλώνει 70% εγχώριο ρύζι και 30% εισαγόμενο), αλλά ο αθέμιτος ανταγωνισμός.

«Τα ρύζια που εισάγονται από τις τρίτες χώρες πρέπει να πληρούν αυστηρές προδιαγραφές, όπως συμβαίνει και με τα ελληνικά», είπε ο κ. Πιστιόλας.

Από την πλευρά του ο κ. Τσιχήτας επισήμανε τη ραγδαία αύξηση των εισαγωγών κατά 230.000 τόνους το 2021 από τη Μιανμάρ, η οποία ωφελήθηκε ουσιαστικά από την κατάργηση των δασμών από πλευράς ΕΕ.

«Δεν μας ενοχλούν οι εισαγωγές, αυτό το τονίζουμε, άλλωστε καλύπτουν κενά της αγοράς, ειδικά στο μακρύσπερμο ρύζι (indica). Ωστόσο σε τρίτες χώρες παρατηρείται η χρήση φυτφαρμάκων που στην Ευρωπαϊκή Ένωση καταργήθηκαν εδώ και 30 ή 50 χρόνια. Αυτό καθιστά ορισμένα προϊόντα άκρως επικίνδυνα για την υγεία των καταναλωτών» τονίζει ο πρόεδρος της ΕΑΣΘ.

Ο πρόεδρος της Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Ελληνικού Ρυζιού Λεωνίδας Κοεμτζής τόνισε από την πλευρά του ότι η καλλιέργεια ρυζιού πρέπει να προσεχθεί αναφορικά με το κόστος που μπορεί να έχει από την κλιματική αλλαγή, θυμίζοντας ζημιές που είχαν παραγωγοί σε Ισπανία και Ιταλία λόγω της ξηρασίας. Στη χώρα μας προς το παρόν δεν υφίσταται τέτοιο πρόβλημα, αφού στην Κεντρική Μακεδονία τα φράγματα Αλιάκμονα, Αξιού και Ελεούσας, όπως και η τάφρος του Αλιάκμονα, αλλά και ο υποστηρικτικός χαρακτήρας του ποταμού Λουδία δεν αφήνουν προς ώρας να υπάρξουν ζητήματα ξηρασίας.

Μάλιστα η μείωση των καλλιεργειών σε 240.000 στρέμματα από 290.000 οφείλεται σε άλλους λόγους, όπως η μεταστροφή σε άλλες καλλιέργειες.

Ανθεκτικότητα

Το ρύζι, ως βασικό προϊόν διατροφής, έδειξε να αποτελεί μια αξιόπιστη επιλογή κατά το πρωτοφανές ράλι ακρίβειας που παρατηρείται τους τελευταίους μήνες λόγω της  ενεργειακής και επισιτιστικής κρίσης, αλλά και της κρίσης των λιπασμάτων που είναι βαρίδι για τον πρωτογενή τομέα.

Σύμφωνα με τους μεγάλους παίχτες της αγοράς, οι τιμές του ρυζιού δεν εκπλήσσουν τον καταναλωτή ακόμα και τώρα, την ώρα που προϊόντα της ίδιας κατηγορίας όπως τα ζυμαρικά έχουν πάρει την ανιούσα, με αυξήσεις από 50% έως και 80%.

Ο Έλληνας ωστόσο παραμένει σχετικά χαμηλά στα ποσοστά κατανάλωσης κατά κεφαλή, που κινείται σε ετήσια βάση από τα 4,5 έως τα 5,5 κιλά, την ώρα που στην Ιταλία η κατανάλωση κατά κεφαλή είναι 8 κιλά, ενώ στην περιφέρεια της Βαλένθια, με την οποία συνεργάζεται η ΕΑΣ Θεσσαλονίκης η per capita κατανάλωση αγγίζει τα 15 κιλά.

Στόχος του EU Rice είναι μέσα από ποικίλες δράσεις να προωθήσει την κατανάλωση ευρωπαϊκού ρυζιού, ειδικά στην χώρα μας και μάλιστα σε ένα είδος που «πονάμε» τα μεσόσπερμα ή japonica που ως ποικιλίες είναι η καρολίνα και το ρονάλντο.

Οι δράσεις περιλαμβάνουν και δράσεις γευσιγνωσίας, που θα γίνουν στο πλαίσιο της 86ης ΔΕΘ στις 17 και 18 Σεπτεμβρίου.

Όπως ανέφερε η σεφ Ντίνα Νικολάου, που έχει αναλάβει τον ρόλο της πρέσβειρας του ελληνικού ρυζιού, «το πρόβλημα με το ελληνικό ρύζι είναι πως δεν έχει ακόμα ένα πιάτο αναφοράς, όπως ισχύει με την Ισπανία και την παέγια και η Ιταλία το ριζότο. Μέσα από 15 ελληνικές μεσογειακές συνταγές όπου αναδεικνύουμε κυρίως τα γεμιστά σε διάφορες μορφές (γεμιστά λαχανικά, γεμιστά θαλασσινά κτλ), προσπαθούμε να δώσουμε ταυτόητα στο ελληνικό ρύζι».

Σημειώνεται ότι το πρόγραμμα δίνει έμφαση στην περιβαλλοντική βιωσιμότητα της καλλιέργειας του ρυζιού, υπογραμμίζοντας τον ευεργετικό της ρόλο για την κλιματική αλλαγή και το περιβάλλον.

Κατά την τριετή διάρκεια του προγράμματος που βρίσκεται σε εξέλιξη πραγματοποιούνται φεστιβάλ ρυζιού, ενημερωτικές συναντήσεις, γαστρονομικές εκδηλώσεις και άλλα, ενώ εκτελεστικός οργανισμός του EU RICE είναι η Novacert.