Skip to main content

Τι δεν θα ακούσει ο Μητσοτάκης την Τετάρτη στη Θεσσαλονίκη

Το μεγάλο ζήτημα της πόλης το οποίο δεν αναμένεται να ακούσει ο πρωθυπουργός, τουλάχιστον με ένταση, τεκμηρίωση και προτάσεις θεραπείας.

Την προσεχή Τετάρτη, 1 Σεπτεμβρίου, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα βρεθεί στη Θεσσαλονίκη για να συναντηθεί, στις 4 το απόγευμα, με εκπροσώπους των φορέων της πόλης ενόψει της φετινής 85ης Διεθνούς Εκθέσεως.

Ο σημερινός πρωθυπουργός άλλαξε το έθιμο που επί δεκαετίες ήθελε τους φορείς να εκπροσωπούνται με καμιά 20αριά άτομα σε ανάλογες συσκέψεις στο Μέγαρο Μαξίμου και στην ουσία εξορθολόγησε τις συνθήκες μιας διαδικασίας, ανεβαίνοντας ο ίδιος στο κτήριο του υπουργείου Μακεδονίας Θράκης, προφανώς εις βάρος του δικού του χρόνου. Κάτι είναι κι αυτό για μια διαδικασία, από την οποία στο παρελθόν ελάχιστα δημιουργικά πράγματα έχουν προκύψει.

Η λογική ότι μία φορά το χρόνο, κάθε Σεπτέμβριο, η κεντρική εξουσία ακούει για τα προβλήματα της περιοχής, δέχεται τα αιτήματα και τα παράπονα προβλήματα των Θεσσαλονικέων, μαζεύει πολυσέλιδα υπομνήματα και προσπαθεί να ανταποκριθεί είναι αυτονόητα αντιπαραγωγική, στα όρια της γραφικότητας. Τα προβλήματα υπάρχουν ή δεν υπάρχουν. Οι λύσεις είναι εφικτές ή δεν είναι εφικτές με βάση τις πραγματικές ανάγκες και τις δυνατότητες, ανεξαρτήτως ημερολογιακών δεδομένων. Αλλά στην Θεσσαλονίκη της Διεθνούς Εκθέσεως τα «κολλήματα» είναι πολλά και οι θεωρητικές προσδοκίες ακόμη περισσότερες. Ασφαλώς κυριαρχεί η ανάγκη των παραγόντων της πόλης να συναντηθούν απευθείας με το ανώτερο επίπεδο της κεντρικής εξουσίας, όχι μόνο για λόγους ουσίας, αλλά και πρεστίζ.

Από τη στιγμή, όμως, που η συνάντηση θα γίνει έχει σημασία τι θα ειπωθεί. Κυρίως ποια θα είναι φέτος η ατζέντα που οι φορείς της Θεσσαλονίκης θα βάλουν στον πρωθυπουργό και την κυβέρνηση. Την ώρα που η ελληνική κοινωνία και η ελληνική οικονομία επιχειρούν -ή μάλλον επιθυμούν- να κάνουν μια νέα αρχή, μετά από μια συμπληρωμένη δεκαετία μεγάλων προβλημάτων και αναταράξεων, αρχικά λόγω της χρεωκοπίας της χώρας και στη συνέχεια λόγω των συνεπειών της πανδημίας, στη Θεσσαλονίκη δεν περιμένουμε εκπλήξεις. Στο μυαλό όλων βρίσκονται καταστάσεις δύο και τριών δεκαετιών, που εκκρεμούν και ταυτόχρονα παράγουν… ουρές. Το συγκοινωνιακό που πρέπει να βελτιωθεί με την ολοκλήρωση του μετρό στο κέντρο και ανατολικά, για να ακολουθήσουν το αεροδρόμιο και η δυτική πόλη, αλλά και με την βελτίωση των υπηρεσιών που προσφέρει ο ΟΑΣΘ. Τα πρώην στρατόπεδα, που βρίσκονται διάσπαρτα στο πολεοδομικό συγκρότημα και κάποτε θα πρέπει να αξιοποιηθούν. Η περιφερειακή οδός, που πλέον δεν επαρκεί, και θα πρέπει αν συμπληρωθεί με έναν υπερυψωμένο flyover άξονα. Τα σχέδια των αναπλάσεων, που πληθύνονται διαρκώς -κάτι σαν νέα μόδα ή σαν διέξοδο σε ένα ασφυκτικό χωρικό πλαίσιο- και αφορούν σημαντικές περιοχές όπως η αλάνα της Τούμπας, το στρατόπεδο Παύλου Μελά, η παλιά παραλία, ο άξονας της Αριστοτέλους και η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης. Η αναβάθμιση του θαλάσσιου παραλιακού μετώπου μάλλον δεν θα ακουστεί και πολύ, αφού έτσι κι αλλιώς είναι κάτι που θα προχωρήσει πολύ δύσκολα και πολύ αργά.

Όλα αυτά είναι καλά και χρήσιμα, μόνο που έρχονται σε απελπιστικό βαθμό από το παρελθόν και στην καλύτερη περίπτωση αφορούν το σήμερα. Με τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε την ανάπτυξη της Θεσσαλονίκης στον 21ο αιώνα, στα χρόνια της 4ης βιομηχανικής επανάστασης και της ψηφιακότητας. Αποκλειστικός στόχος δείχνει να είναι η βελτίωση της κοινωνικής ζωής των ανθρώπων, με μοναδικό έργο τη χωροταξία και τα παραδοσιακά τεχνικά έργα. Είναι σαφές ότι για τις οικονομικές προοπτικές, που θα οδηγήσουν όχι μόνο στην ανακύκλωση του υπάρχοντος πλούτου δια της εξυπηρετήσεως του ενός από τον άλλο, αλλά στη δημιουργία νέας αναπτυξιακής βιώσιμης δυναμικής, ούτε κουβέντα. Ή… σχεδόν. Πολύ περισσότερο που στην παρούσα συγκυρία και οι εκπρόσωποι των επιχειρήσεων -Επιμελητήρια και Σύνδεσμοι- είναι σε σημαντικό βαθμό μπλοκαρισμένοι από τα προβλήματα της τρέχουσας συγκυρίας, με την καταιγίδα της πανδημίας να βάζει ήδη πολύ δύσκολα στην καθημερινότητα των επιχειρήσεων. Η καλύτερη απόδειξη ότι ούτε οι τοπικοί παράγοντες, ούτε η κεντρική εξουσία έχουν μάθει να συνεννοούνται σε αυτή τη σύγχρονη γλώσσα είναι το πρότζεκτ της Ζώνης Καινοτομίας Θεσσαλονίκης. Την εξήγγειλε το Σεπτέμβριο ο τότε πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής, προσπάθησαν απρόθυμα να της δώσουν σχήμα οι επιτελείς του τα επόμενα χρόνια και τελικά εγκαταλείφθηκε στη μοίρα της. Η ουσία μιας πρότασης που δεν απαιτούσε από το κράτος βαριές υποδομές, διαγωνισμούς εκατομμυρίων και κορδέλες εγκαινίων, αλλά ουσιώδεις κανονιστικές ρυθμίσεις, ώστε να απελευθερωθούν μικρές και μεγαλύτερες δημιουργικές δυνάμεις και να δημιουργηθεί μια νέα μακροπρόθεσμη κατάσταση στην πόλη. Η ευκαιρία χάθηκε και ότι θα συμβεί από εδώ και πέρα θα είναι κάτι τελείως διαφορετικό, καθώς θα ξεκινάει από διαφορετική βάση.

Το μεγάλο σύγχρονο ζήτημα για την πόλη

Αυτό που δεν θα ακούσει την Τετάρτη στη Θεσσαλονίκη ο Κ. Μητσοτάκης -τουλάχιστον με ένταση, τεκμηρίωση και προτάσεις θεραπείας- είναι ότι το μεγάλο σύγχρονο ζήτημα για την πόλη είναι η οικονομική υπανάπτυξη. Τα τελευταία 30 χρόνια η παραγωγική Θεσσαλονίκη υποχωρεί. Το δυναμικό εμπόριο που αφορούσε έναν πολύ ευρύτερο του νομού Θεσσαλονίκης και της Κεντρικής Μακεδονίας χώρο και η εξωστρεφής μεταποίηση -οι βιομηχανίες, αλλά και οι βιοτεχνίες, που λειτουργούσαν ακόμη και μέσα στον πολεοδομικό ιστό- υποχωρούν διαρκώς, χωρίς τη θέση τους να παίρνει κάτι άλλο. Τα δεδομένα της νέας εποχής της γνώσης, στην οποία η τεχνολογία καθορίζει σχεδόν τα πάντα στην ανάπτυξη και την παραγωγή κοινωνικού πλούτου, θα μπορούσαν να φέρουν τη Θεσσαλονίκη των τριών πανεπιστημίων και των άνω των 100.000 φοιτητών σε πλεονεκτική θέση. Ομοίως η λογική της Ευρώπης των Περιφερειών θα μπορούσε να λειτουργήσει ευνοϊκά για μια περιοχή που βρίσκεται σε στρατηγικό σημείο στα Βαλκάνια και τη Νοτιοανατολική Ευρώπη και να στρέψει το ενδιαφέρον των παραγόντων της όχι μόνο προς την Αθήνα, αλλά και προς τις Βρυξέλλες. Δυστυχώς, τίποτε απ’ αυτά δεν λειτουργεί μέχρι στιγμής, εν μέρει λόγω του υπερβολικά συγκεντρωτικού συστήματος της χώρας, αλλά και λόγω της απουσίας φυσικής ηγεσίας στη Θεσσαλονίκη. Η κατεστημένη νοοτροπία και ο παραδοσιακός τρόπος δουλειάς στην εκπροσώπηση της πόλης, που σε πολλές συζητήσεις «βαφτίζεται» από όσους τον ασκούν ρεαλισμός, περιορίζει τις προοπτικές και εγκλωβίζει τοπικές δυνάμεις, που πιθανότατα υπάρχουν, αλλά μάλλον δεν μπορούν να αναδειχθούν, εκτός ίσως από εξαιρέσεις, ενώ δεν δημιουργεί ελκυστικό περιβάλλον για ξένες επενδύσεις. Διότι -για παράδειγμα- οι επενδύσεις της φαρμακοβιομηχανίας Pfizer και της εταιρείας τηλεπικοινωνιών Cisco, αμφότερες με ιθαγένεια ΗΠΑ ή η δραστηριότητα της απόλυτα εξωστρεφούς εγχώριας εταιρείας πρωτοποριακών προσομοιώσεων BETA CAE Systems, που έχουν μονοπωλήσει το τελευταίο διάστημα την αναπτυξιακή συζήτηση στη Θεσσαλονίκη, αποτελούν μέχρι τώρα μεμονωμένες περιπτώσεις και όχι μέρος ενός κύματος, ικανού να τροφοδοτήσει ένα ευρύτερο δημιουργικό κλίμα στην περιοχή.

ΥΓ. Τα υπομνήματα χιλιάδων και χιλιάδων σελίδων που τις τελευταίες δεκαετίες έχουν παραδώσει στον εκάστοτε πρωθυπουργό οι εκπρόσωποι των παραγωγικών, αυτοδιοικητικών και επιστημονικών φορέων της Θεσσαλονίκης είναι υπεύθυνα για την καταστροφή ενός μικρό δάσους, αφού ως γνωστόν η πρώτη ύλη για το χαρτί είναι το ξύλο. Μιας και βρισκόμαστε σε περίοδο κατά την οποία η οικολογία και το περιβάλλον βρίσκονται στην πρώτη γραμμή, τουλάχιστον φέτος ας δώσουν στον Κ. Μητσοτάκη στικάκια. Έτσι κι αλλιώς το πιθανότερο είναι ότι δεν θα διαβαστούν. Το πολύ πολύ να τα… περάσει κάποιος διαγωνίως.