Skip to main content

Τι έδειξε για την εστίαση στη Θεσσαλονίκη η απεργία της Τρίτης

Η προχθεσινή κινητοποίηση της εστίασης απέδειξε δύο πράγματα που σε πρώτη ανάγνωση μπορούν να χαρακτηριστούν αντιφατικά, ενώ δεν είναι

Να ξεκαθαρίσουμε κάτι από την αρχή: η εστίαση είναι μια πολύ σημαντική οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα στην Ελλάδα και ειδικά στη Θεσσαλονίκη, όπου υπάρχουν αναλογικά οι περισσότερες επιχειρήσεις του κλάδου από οποιοδήποτε άλλο σημείο της χώρας. Επίσης, λόγω της φύσεως της πανδημίας του κορωνοϊού η εστίαση έμεινε για αρκετούς μήνες κλειστή, με τις επιχειρήσεις και τους εργαζομένους να υποφέρουν και σε πολλές περιπτώσεις να διατηρούν το κεφάλι πάνω από το νερό των κρατικών προγραμμάτων στήριξης. Αυτά για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις...

Η προχθεσινή κινητοποίηση της εστίασης, κατά τη διάρκεια της οποίας δεν λειτούργησε η συντριπτική πλειονότητα από τα καφέ, μπαρ, εστιατόρια, ταβέρνες και κλαμπ της Θεσσαλονίκης απέδειξε δύο πράγματα, που σε πρώτη ανάγνωση μπορούν να χαρακτηριστούν αντιφατικά, ενώ δεν είναι:

Πρώτον, τα καταστήματα εστίασης αποτελούν βασικό στοιχείο στο σκηνικό της Θεσσαλονίκης και φυσικά στην κοινωνική ζωή της πόλης. Ιδιαίτερα στο κέντρο τα σημεία όπου υπάρχει συσσώρευση δραστηριοτήτων αυτού του χαρακτήρα, για παράδειγμα η διασταύρωση των οδών Μητροπόλεως και Καρόλου Ντιλ, είχαν την περασμένη Τρίτη μια πολύ διαφορετική εικόνα. Πιο υποτονική από τις άλλες ημέρες, αφού από την ατμόσφαιρα έλειπε η ενέργεια της ταυτόχρονης παρουσίας δεκάδων ανθρώπων, οι οποίοι συζητούν, γελούν, χαμογελούν και γενικότερα επικοινωνούν. Χωρίς όλη αυτή την κοινωνικότητα –κυρίως των νέων ανθρώπων- η Θεσσαλονίκη είναι μια άλλη πόλη, πιο σκοτεινή και χαμένη. Όπως ακριβώς τα Λαδάδικα χωρίς τα τραπεζικαθίσματα των εστιατορίων είναι μια άλλη περιοχή. Ειδικά το φθινόπωρο, όταν ο καιρός επιτρέπει ακόμη στους θαμώνες να κάθονται στους εξωτερικούς χώρους, η απουσία κίνησης, αλλά και τα σβηστά φώτα των μαγαζιών, αποτελούν «μαύρες τρύπες» για κάθε δρόμο, πεζοδρόμιο και γειτονιά που υπάρχουν και υπό φυσιολογικές συνθήκες λειτουργούν.

Δεύτερον, τα κλειστά καταστήματα εστίασης στη Θεσσαλονίκη –έστω και για μία ημέρα- δίνουν τη δυνατότητα να αντιληφθούμε το μέγεθος της υπερβολής που συμβαίνει. Όχι μόνο επειδή τα καφέ, μπαρ, εστιατόρια και τα συναφή είναι πολλά. Αλλά και επειδή από παράδοση, αλλά και λόγω covid-19, ο δημόσιος χώρος που καταλαμβάνουν είναι πολύ μεγάλος. Στα πεζοδρόμια και τις πλατείες, που φιλοξενούν επιχειρήσεις του συγκεκριμένου κλάδου ο χώρος των τραπεζοκαθισμάτων είναι δυσανάλογα μεγάλος σε σχέση με τον ελεύθερο χώρο που απομένει. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της οδού Προξένου Κορομηλά, που σχεδόν δεν διαθέτει ελεύθερα πεζοδρόμια και όσοι μετακινούνται με τα πόδια περπατούν στο οδόστρωμα. Πρόκειται για έναν δυνάμει πεζόδρομο, στον οποίο όμως κυκλοφορούν ανακατεμένα αυτοκίνητα και πεζοί, διότι στα πεζοδρόμια υπάρχουν τραπεζάκια και καρέκλες. Την περασμένη Τρίτη βέβαια οι πεζοί κυκλοφορούσαν στον συγκεκριμένο δρόμο με ασφάλεια. Ακόμη και μητέρες ή γιαγιάδες με καρότσια μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τα πεζοδρόμια του.

Ανάμεσα στη λειτουργική κινητικότητα και στις ανάγκες των επιχειρήσεων εστίασης η Θεσσαλονίκη έχει κάνει τις επιλογές της. Όχι τώρα, εδώ και πολλά χρόνια. Η κάθε είδους δραστηριότητα της εστίασης προηγείται, διότι αποδίδει περισσότερα από τη μετακίνηση των πεζών, είτε πρόκειται για δουλειά είτε για βόλτα. Ας μην αναλύσουμε για μία ακόμη φορά την ταλαιπωρία των γονιών και των παππούδων που κυκλοφορούν με το παιδί στο καρότσι. Η προσπάθεια συμμαζέματος των τραπεζοκαθισμάτων σε κάποια λογικά (sic) και κυρίως σαφή (sic) όρια που γίνεται τα τελευταία χρόνια «ναυάγησε» στις συνθήκες και στις ανάγκες που δημιούργησε ο κορωνοϊός.

Αλλά και χωρίς τα δεδομένα της πανδημίας οι υπερβολές στη χρήση δημοσίου χώρου από τα καφέ, τα μπαρ και τα εστιατόρια στο πολεοδομικό συγκρότημα της Θεσσαλονίκης είναι πολλές. Ειδικά σε ό,τι αφορά τα πεζοδρόμια στενών και αδιέξοδων δρόμων, οι οποίοι, όμως, δεν έχουν γίνει πεζόδρομοι και άρα εξυπηρετούν τη διέλευση (sic) των αυτοκινήτων. Προφανώς ο αριθμός των επιχειρήσεων εστίασης στη Θεσσαλονίκη είναι μεγαλύτερος από αυτόν που… σηκώνουν οι ελεύθεροι δημόσιοι χώροι της πόλης και αυτό είναι πρόβλημα που οφείλουν να διαχειριστούν οι υπεύθυνοι της αυτοδιοίκησης. Ενδεχομένως είναι μεγαλύτερος και από αυτόν που σηκώνει η αγορά, αλλά επειδή αυτό (υποτίθεται ότι) αφορά τους ίδιους τους επιχειρηματίες, δηλαδή τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, το αφήνουμε στην άκρη ή μάλλον στην αυτορρύθμιση.